Δύο 24ωρα μετά την κατάρρευση των δίδυμων πύργων το Χόλιγουντ αναδιπλώθηκε. Με ταχύτητα αστραπής σκούπισε κάθε ίχνος… τρομοκρατικού πλάνου. Ούτε «Spiderman» ούτε «Collateral damage». Η «σκούπα» πήρε σβάρνα ακόμη και την κωμωδία «Big trouble», επειδή στο βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Μπάρι αδυσώπητοι μπίζνεσμεν διεκδικούν μια μυστηριώδη βαλίτσα που τους… οδηγεί στον πυρήνα ομάδας τρομοκρατών. Οτιδήποτε περιέχει βόμβες, κατεστραμμένα κτίρια, επιθέσεις στο Μανχάταν, άραβες τρομοκράτες, εκτόξευση βιολογικών όπλων είναι απαγορευμένο διά ροπάλου. Ο Νταγκ Γουίκ, παραγωγός του «Μονομάχου», το διατυπώνει αλλιώτικα: «Οταν ο κόσμος υποφέρει οι θεατές αναζητούν δύο ώρες φυγής. Από ‘δώ και στο εξής θα βλέπουμε όλο και λιγότερο ταινίες με πρασινομπερέδες, με μυστικές υπηρεσίες και με στρατηγούς. Και όσο περνάει ο καιρός το φαινόμενο αυτών των «καταστροφικών» ταινιών θα εκλείπει». Με άλλα λόγια, ο Σταλόνε, ο Σβαρτσενέγκερ, ο Μπρους Γουίλις, ο Χάρισον Φορντ, ο Ζαν Κλοντ βαν Νταμ και μερικοί άλλοι λεβέντες του Χόλιγουντ κινδυνεύουν να στολίσουν τις ουρές των γραφείων ευρέσεως εργασίας. Αντιθέτως, η Τζούλια Ρόμπερτς, η Μεγκ Ράιαν, ο Μπιλ Πούλμαν, ο Ντάνι Ντε Βίτο, ο Μάρτιν Λόρενς και κάμποσοι άλλοι τρίβουν τα χέρια τους. Κάποιος μεγαλοατζέντης του Χόλιγουντ, όταν συνήλθε από το μοιραίο χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, είπε το εξής σατανικό και αμίμητο: «Guys, η Τζούλια πλήρωσε τον Μπιν Λάντεν για να διπλασιάσει το κασέ της!».


Το φαινόμενο είναι παλιό. Τρεις από τις καλύτερες, τις πιο θρυλικές, στιγμές του Γουόλτ Ντίσνεϊ («Φαντασία», «Μπάμπι», «Πινόκιο») δημιουργήθηκαν και διακινήθηκαν την ώρα που οι μεραρχίες του Χίτλερ έκοβαν βόλτες στη μισή υφήλιο. Και μερικά από τα πιο κλασικά μιούζικαλ κυκλοφόρησαν στις οθόνες για να σκάσει το χειλάκι κάθε πικραμένου Αμερικανού. Σε περιόδους μεγάλων κρίσεων το μαζικό θέαμα μετατρέπεται σε ροζ καταφύγιο. Οταν μετά το Περλ Χάρμπορ οι ΗΠΑ όρμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αρχικαπετάνιος της MGM Λούις Μάγερ έστειλε σε όλους τους υπαλλήλους του (σεναριογράφους, σκηνοθέτες, παραγωγούς, ηθοποιούς) το ακόλουθο μήνυμα: Μόνο ιστορίες με καλούς ανθρώπους, με αγνά ερωτικά ειδύλλια και με lovebirds, όπου στο τέλος ο ένας θα πέφτει στη γλυκιά αγκαλιά του άλλου. Τα 4/5 του Χόλιγουντ άρχισαν να κολυμπάνε σε ένα φανταστικό, αντισηπτικό και επουράνιο περιβάλλον. Το υπόλοιπο 1/5 ανέλαβε τη διεκπεραίωση ηρωικών, πολεμικών περιπετειών όπου οι αμερικανικές και συμμαχικές δυνάμεις κατατροπώνουν τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες του Αξονα. Το καλύτερο μείγμα έρωτα, πατριωτισμού και αυτοθυσίας αποτυπώθηκε στο μυθικό ρομάντζο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και της Ινγκριντ Μπέργκμαν στην «Καζαμπλάνκα» (1942) του Μάικλ Κέρτιζ.


Οι συμπτώσεις δεν σταματούν μόνο επί της οθόνης. Οταν πριν από μερικά βράδια η Μπετ Μίντλερ, παρέα με πολλούς σταρ του Χόλιγουντ, τραγουδούσε για να τονώσει το τραυματισμένο ηθικό των Αμερικανών, ήρθε στον νου η εικόνα τρανταχτών ονομάτων του ’40 που στρατεύτηκαν από την πρώτη στιγμή για να ανυψώσουν την πίστη των φαντάρων. Τζίμι Στιούαρτ, Ντάγκλας Φέρμπανκς, Κλαρκ Γκέιμπλ, Μπομπ Χοπ, Αλ Τζόλσον αλώνισαν τα στρατόπεδα και πρόσφεραν τις ψυχαγωγικές τους υπηρεσίες στα φανταράκια. Το 1943 περί τις 630.000 στρατιώτες των αμερικανικών δυνάμεων κατανάλωναν κάθε βράδυ τόνους από χαρούμενο σελιλόιντ που κατέφθανε από το Χόλιγουντ προς τέρψιν των «στρατευμένων μας παιδιών». Τα νούμερα «λένε» ότι από τις αμερικανικές περιοδείες των σταρ αποταμιεύτηκε ποσό της τάξεως των 834 εκατομμυρίων δολαρίων για τις ανάγκες του πολέμου και ότι οι μεγάλες εταιρείες του Χόλιγουντ δώρισαν στον στρατό 43.306 κόπιες των 16 mm! Αυτή είναι η πρώτη, η ευχάριστη, η ανώδυνη, όψη του νομίσματος. Η πείρα του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και του Βιετνάμ αποκαλύπτει μια δεύτερη πλευρά. Σκοτεινή αλλά στο τέλος αισιόδοξη. Με το τέλος του πολέμου (αλλά και λίγο πριν από αυτό) και ακριβώς πάνω στην ανοικοδόμηση, στην ανόρθωση της οικονομίας και των μεγάλων προοπτικών ενός καλύτερου κόσμου, άρχισαν να εξέρχονται από το Χόλιγουντ ταινίες αδιεξόδου. Μερικά από τα καλύτερα φιλμ νουάρ όλων των εποχών («Ο μεγάλος ύπνος», «Ο νόμος των γκάγκστερ», «Ο δήμιος των κολασμένων», «Γυμνή πόλη») σκορπούσαν πυκνή αδιαπέραστη ομίχλη στις αμερικανικές οθόνες φρενάροντας τη φόρα προς την αισιοδοξία. Ο κόσμος ­ μετά την καταστροφική χιτλερική λαίλαπα ­ θα είναι καλύτερος, αλλά μόνο υλικά καλύτερος… Οι σχέσεις όμως θα γίνουν περίπλοκες, οι ιστορίες που δημιουργούμε θα είναι δαιδαλώδεις και τα όνειρα θα συντριβούν. Δύο χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και από την αρχή της νέας εποχής η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών και ο αρχηγός αυτής γερουσιαστής Μακάρθι θα επαληθεύσουν την «προφητεία» των ταινιών του Εϊμπραχαμ Πολόνσκι, του Ζυλ Ντασσέν, του Χάουαρντ Χοκς, του Ρόμπερτ Γουάις, του Μπίλι Γουάιλντερ και μερικών άλλων. Το οικονομικό αποτέλεσμα είναι συντριπτικό. Το 1946 η βιομηχανία του θεάματος αποταμιεύει 1.750.000.000 δολάρια. Τρία χρόνια αργότερα το νούμερο αυτό συμπιέζεται κατά 25%. Το Χόλιγουντ εισπράττει από τις εξαγωγές του μόλις 17 εκατομμύρια δολάρια (από 68 εκατομμύρια δολάρια) και το 1/3 των εργαζομένων, όλων των ειδικοτήτων, καταλήγει στο Ταμείο Ανεργίας.


Με λίγα λόγια, ο οργανισμός του Χόλιγουντ δεν ακολουθεί τις κατά καιρούς κρίσεις (αλλά και ανατάσεις) που διέρχεται ο αμερικανικός γίγαντας. Χαρακτηριστική απόδειξη το Βιετνάμ. Ο «βρώμικος πόλεμος» αποδείχθηκε το καλύτερο φροντιστήριο για την ανάδειξη των πιο σπουδαίων προφεσόρων της αμερικανικής κινηματογραφίας. Τη δεκαετία του ’60 και τις αρχές του ’70, όταν «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», μια χούφτα «αντάρτες» ­ Κόπολα, Σκορσέζε, Σπίλμπεργκ, Λούκας, Φρίντκιν, Μπογκντάνοβιτς, Γουόρεν Μπίτι ­ όρμησαν στα «χειμερινά ανάκτορα» του Λος Αντζελες και ενθρονίστηκαν στην εξουσία του Χόλιγουντ. Οπως και στο Ωνάσειο, έτσι και στις show business… Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία!