Ο συγγραφέας





Αν τον ακούσετε τα προσεχή χρόνια να βγάζει λόγο στη Σουηδική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών την ημέρα απονομής του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας, μην παραξενευθείτε… Είναι μονίμως υποψήφιος τα τελευταία χρόνια… Είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Γεννήθηκε πλάι μας ­ στο Αργυρόκαστρο πιο συγκεκριμένα ­ και είναι ο πρώτος συγγραφέας στον κόσμο ­ από όσους ξέρω εγώ ­ που μέσω αυτού ανακάλυψαν οι άνθρωποι ανά την υφήλιο την ύπαρξη μιας χώρας. «Ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξη της Αλβανίας προ της εμφανίσεως του Ισμαήλ Κανταρέ» μου είπε μια ημέρα κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης ο φίλος του αλβανού συγγραφέα, ο δικός μας κ. Β. Βασιλικός.


Η ιδέα αυτής της συνέντευξης με τον Ισμαήλ Κανταρέ ήρθε και με χτύπησε κατακέφαλα μια ημέρα πριν από δύο μήνες στο Παρίσι. Ημασταν με μερικούς φίλους στο Cafe de Flore στη S. Germain des Pres… με τον Θανάση, τον Σπύρο, τη Λουκία, τη Χρυσούλα. Ο Θανάσης αναγνώρισε τον συγγραφέα στο πρόσωπο του κυρίου που καθόταν στο διπλανό από το δικό μας τραπέζι… «Ο Κανταρέ δεν είναι αυτός;» μας ρώτησε. Εμοιαζε, αλλά κανένας δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει με σιγουριά. Ηταν παρέα με μια κυρία… Προσέξαμε ότι μεταξύ τους δεν μιλούσαν γαλλικά. Αυτή ήταν μια ένδειξη που έδινε ελπίδες να πάρει θετική απάντηση το αρχικό ερώτημα του Θανάση. Τελικά για να λυθεί ο γρίφος που είχε ταράξει την παρέα τον ρωτήσαμε… «Είστε συγγραφέας;». «Ναι» απάντησε με μια εξαιρετική απλότητα… Πιάσαμε τη συζήτηση… Η κυρία πλάι του ήταν η σύζυγός του. Τρομερά ευγενική και οι δύο. Μου έκανε εντύπωση η αμεσότητά του και η ευκολία του να μιλάει για κάτι που όλοι θα θεωρούσαν ταμπού… Τον υπαρκτό σοσιαλισμό και την προσωπική εμπειρία του από αυτό το πολιτικό σύστημα. Μετά με παραξένεψε η άποψή του για τη σκλαβιά μερικών συγγραφέων που δεν έχει να κάνει με το πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο ζουν και εργάζονται, αλλά με την εσωτερική τους ελευθερία και τη δολοφονική στάση τους έναντι της γλώσσας. «Θα μου δώσετε μια συνέντευξη;» τόλμησα να του πω… «Θα πρέπει να συνεννοηθείτε με τον εκδοτικό οίκο μου εδώ στο Παρίσι» μου απάντησε ευγενικά… «Τις επόμενες ημέρες θα πάω για λίγο στην Ισπανία… όταν γυρίσω μπορούμε να τα πούμε όποτε θέλετε»… Οταν ο κ. Κανταρέ γύρισε στο Παρίσι, εμείς ήμασταν δυστυχώς στην Αθήνα, αλλά μαζί μας είχαμε φέρει μια αναμνηστική φωτογραφία και την πληροφορία ότι μέσα στον Φεβρουάριο θα ερχόταν εδώ να τιμηθεί από το Γαλλικό Ινστιτούτο και να παρουσιάσει το νέο του βιβλίο «Spiritus» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, τον εκδοτικό οίκο που έχει εκδώσει όλα τα λογοτεχνικά έργα του Ισμαήλ Κανταρέ στην Ελλάδα.


Τώρα που εσείς έχετε μπροστά σας αυτή τη συνομιλία ο αλβανός συγγραφέας έχει φύγει από τη χώρα μας αλλά έχει αφήσει πίσω του μερικές από τις σκέψεις του, που νομίζω ότι διεκδικούν μια ιδιαίτερη θέση στις πνευματικές αποσκευές μας. «Το ταξίδι της ζωής είναι γεμάτο λακκούβες και κάθε είδους εμπόδια, γι’ αυτό όσο πιο καλός είναι ο πνευματικός εφοδιασμός μας τόσο πιο εύκολα φτάνουμε στον προορισμό μας». Εγώ το μόνο που έχω να σας πω προτού σας αφήσω να απολαύσετε τον γείτονα συγγραφέα είναι ότι η συνομιλία μαζί του ήταν ίσως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες που είχα τον τελευταίο καιρό.


­ Πώς σας φαίνεται που βρίσκεστε στην Ελλάδα;


«Μια χαρά,… πολύ ωραία».


­ Γενικώς σας αρέσει να ταξιδεύετε;


«Εξαρτάται ­ άλλες φορές ναι, άλλες φορές όχι».


­ Ποιες φορές δηλαδή σας αρέσει;


«Α, αυτό είναι δύσκολο να το προσδιορίσω, νομίζω ότι έχει κάθε φορά να κάνει με τις συνθήκες».


­ Δηλαδή;


«Τις περισσότερες φορές είναι τελείως παράλογο… ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι είναι αυτό που καθορίζει τις συνθήκες». (γέλια)


­ Υπάρχουν ταξίδια που θα μείνουν για πάντα στη μνήμη σας;


«»Για πάντα»… μεγάλη κουβέντα. Νομίζω πάντως ότι υπάρχουν δύο ειδών ταξίδια που έχω κάνει στη ζωή μου: αυτά που έκανα όταν ζούσα στην Αλβανία, που ήταν και τα πιο δύσκολα ­ σπάνια, δύσκολα και εξαιρετικά.


Αυτά τα ταξίδια, ναι, θα μπορούσα να πω ότι τα σημάδεψαν συναισθήματα πολύ ιδιαίτερα, ανάμεικτα όμως ­ δεν σας μιλάω πάντα για ευτυχία. Είχαν μέσα τους και τα δύο, και ευτυχία και δυστυχία».


­ Γιατί;


«Καθένα από αυτά τα ταξίδια των διανοουμένων των πρώην ανατολικών χωρών στο εξωτερικό ήταν και μια πονεμένη ιστορία. Ξεκινούσε με μια μεγάλη χαρά και κατέληγε με την καχυποψία που εισέπραττες όταν επέστρεφες. Οσο βρισκόσουν στο εξωτερικό προσπαθούσες να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο, προσπαθούσες να ζήσεις συμπυκνωμένα αυτά τα οποία είχες στερηθεί πολλές φορές για χρόνια ολόκληρα. Τη στιγμή που έφευγες, στην προοπτική του ταξιδιού συχνά υπήρχε ενσωματωμένη η εμπιστοσύνη της πολιτείας προς το πρόσωπό σου. Με το που επέστρεφες είχες να αντιμετωπίσεις το ακριβώς αντίθετο. Οι πάντες σε αντιμετώπιζαν με καχυποψία και πλέον έπρεπε να πληρώσεις για τη χαρά που σου είχαν επιτρέψει να αισθανθείς στην αρχή. Την επόμενη φορά όλοι περίμεναν να δουν αν θα έφευγες ξανά για ταξίδι. Το τρομερό είναι ότι μερικές φορές η εξουσία έστελνε στο εξωτερικό ανθρώπους τους οποίους είχε προαποφασίσει να τιμωρήσει, έτσι ώστε να «πατήσει» πάνω στο ταξίδι για να μπορέσει μετά να στηρίξει εναντίον τους διάφορες κατηγορίες».


­ Πάντως ήσασταν από τους λίγους ανθρώπους που ταξίδευαν εκτός Αλβανίας εκείνη την περίοδο.


«Θα έλεγα ότι αυτό είναι μύθος. Οι περισσότεροι συγγραφείς και γενικότερα οι διανοούμενοι έβγαιναν και τότε στο εξωτερικό. Υπήρχαν αντιπροσωπείες διανοουμένων οι οποίες ταξίδευαν ακριβώς επειδή υπήρχε η ανάγκη αντιπροσώπευσης της Αλβανίας στα διεθνή πολιτιστικά δρώμενα. Αυτό, ποιος θα το έκανε; Δεκάδες άνθρωποι οι οποίοι κάθε χρόνο ταξίδευαν ­ ακαδημαϊκοί, συγγραφείς, μουσικοί… Επειδή όμως ο Τύπος σχολίαζε ιδιαίτερα τα δικά μου ταξίδια, δημιουργήθηκε αυτή η λάθος εντύπωση ότι ήμουν ο μόνος ο οποίος ταξίδευε. Οχι, αυτό είναι ψέματα, δεν είναι καθόλου έτσι. Πιθανόν να ταξίδευα λίγο περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι, διότι εγώ δεχόμουν εκατοντάδες προσκλήσεις απ’ όλο τον κόσμο. Αυτό ήταν κάτι που δεν συνέβαινε με όλους. Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι, σε σχέση με τις προσκλήσεις που είχα, ταξίδευα και λιγότερο από τους άλλους. Επειδή τα βιβλία μου εκδίδονται σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, ανάλογες ήταν πάντα και οι προσκλήσεις που δεχόμουν».


­ Πάντως είστε ο πρώτος συγγραφέας μέσα από τα έργα του οποίου γνωρίσαμε μια χώρα. Ωσπου να εμφανισθείτε εσείς, η Αλβανία αγνοείτο ως χώρα…


«Οι περισσότεροι Αλβανοί αυτό το βλέπουν και το έβλεπαν ως κάτι θετικό, υπάρχουν όμως και άλλοι οι οποίοι θα προτιμούσαν να μην ήταν έτσι. Βλέπετε, δεν θα εκλείψουν ποτέ εκείνοι που αντιμετωπίζουν τα πράγματα με διαβολική ματιά». (γέλια)


­ Πιστεύετε στην ύπαρξη του Διαβόλου;


«Μάλλον πιστεύω».


­ Και του Θεού;



«Η ύπαρξη του ενός προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου».


­ Υπάρχει βεβαίως και η άποψη ότι μέσα σε κάθε Θεό υπάρχει και ένας Διάβολος που τον κάνει Θεό. (γέλια)


«Νομίζω ότι τέτοιες ερωτήσεις δεν πρέπει να τις κάνετε ποτέ σε έναν συγγραφέα. Διότι αυτά τα πράγματα αλλιώς τα βλέπει ένας συγγραφέας και αλλιώς ένας κανονικός άνθρωπος. Αλλάζουν δηλαδή τελείως η οπτική γωνία και ο τρόπος σύλληψης, οπότε ο κίνδυνος να υπάρξουν παρανοήσεις είναι μεγάλος. Γενικά είναι πολλά τα πράγματα που δεν πρέπει να ρωτάει κανείς έναν συγγραφέα ­ δυστυχώς». (γέλια)


­ Οπως για παράδειγμα;


«Πολλά, πολλά… (γέλια) Ας τα αφήσουμε όμως αυτά».


­ Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω… πιστεύω ότι αυτό θα διευκολύνει πολύ τη συζήτησή μας… Θα με βοηθήσει να αποφύγω ανάλογες ερωτήσεις κατά τη συζήτησή μας. (γέλια)


«Παρακαλώ, αστειευόμουν. Μπορείτε να με ρωτήσετε ό,τι θέλετε».


­ Πώς ξεκινήσατε να γράφετε μέσα σε μια χώρα που είχε να αντιμετωπίσει τόσο σοβαρά προβλήματα;


«Οταν άρχισα να γράφω δεν είχα ιδέα σε τι κόσμο ζούσα. Π.χ., αγνοούσα τελείως το γεγονός ότι η Αλβανία ήταν μια ανελεύθερη χώρα, είχα την εντύπωση ότι ήταν μια χώρα όπως όλες οι άλλες. Επί 12, 13, 14 χρόνια κυριολεκτικά ζούσα στον κόσμο μου».


­ Τελικά, μήπως η ελευθερία είναι σχετικό πράγμα;


«Τι εννοείτε;».


­ Ζώντας κανείς μέσα σε μια φυλακή μήπως τελικά έχει άλλη αίσθηση για την ελευθερία από αυτήν που έχουν οι άνθρωποι που ζουν εκτός φυλακής;


«Κοιτάξτε, εγώ, π.χ., την εποχή που ξεκίνησα να γράφω, μέσα στο μυαλό μου ένιωθα τελείως ελεύθερος. Μην ξεχνάτε ότι η Αλβανία ήταν μια κομμουνιστική χώρα, το μπλοκ στο οποίο ανήκε το αποτελούσαν σχεδόν οι μισές χώρες του κόσμου. Εμείς τότε νομίζαμε ότι έτσι ήταν όλος ο κόσμος. Αργότερα, την εποχή που ήμουν φοιτητής, είδα πλέον ξεκάθαρα ότι πολλά από τα πράγματα που θεωρούσαμε βασικά στην καθημερινή μας ζωή δεν ήταν και τόσο φυσιολογικά. Ηταν η περίοδος μετά τον θάνατο του Στάλιν και σε όλο τον κομμουνιστικό κόσμο έπνεε ένας άνεμος άλλης ελευθερίας. Εγώ εκείνη την εποχή πήγα στη Μόσχα για σπουδές. Εκεί κατάλαβα ότι δεν ήταν μόνο η Αλβανία· σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα υπήρχαν προβλήματα πολύ σοβαρά, υπήρχαν πράγματα τα οποία δεν πήγαιναν καθόλου καλά».


­ Στη Μόσχα τι ακριβώς σπουδάσατε;


«Φοίτησα στο Ινστιτούτο Γκόρκι, ένα ίδρυμα το οποίο «κατασκευάζει» συγγραφείς ικανούς να τεθούν στην υπηρεσία του συστήματος. Παρ’ όλα αυτά νιώθω ότι βγήκα κερδισμένος· κερδισμένος, εννοείται, από την ανάποδη».


­ Τι εννοείτε όταν λέτε «κερδισμένος από την ανάποδη»;


«Στη Μόσχα για πρώτη φορά συνειδητοποίησα, ας πούμε, ότι από αυτά που μας λένε εμείς πρέπει πάντα να κάνουμε το αντίθετο. (γέλια) Εκείνη την εποχή έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, για το οποίο επί χρόνια κανένας δεν γνώριζε τίποτε. Θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, στα αλβανικά και στα γαλλικά. Είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο έγραψα σε ηλικία 23 ετών. Ακόμη και εγώ όταν το διαβάζω σήμερα εκπλήσσομαι από το πόσο ελεύθερος ήμουν για εκείνη την εποχή. Για μεγάλη μου τύχη ένα μεγάλο κομμάτι από αυτό το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε σε ένα νεανικό περιοδικό την εποχή που είχα επιστρέψει στην Αλβανία».


­ Γιατί αυτό το θεωρείτε μεγάλη τύχη;


«Αν δεν είχε γίνει αυτό τότε, κανένας σήμερα δεν θα πίστευε ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε εκείνη την εποχή. Είχα βάλει μέσα διάφορα αστεία για τον Λένιν, για την πάλη των τάξεων, για τη δικτατορία του προλεταριάτου… Φυσικά, με το που δημοσιεύθηκε απαγορεύθηκε αμέσως η κυκλοφορία του περιοδικού, επιβλήθηκαν μάλιστα και κυρώσεις».


­ Ενυπόγραφα το είχατε δημοσιεύσει;


«Ναι, κανονικά,… είχε μπει το όνομά μου. Μετά από αυτό εξαφάνισα το μυθιστόρημα, σαν να μην υπήρχε. Και το έκανα επειδή όλοι οι φίλοι μου μού είπαν: «Κρύψ’ το… Πες ότι δεν γράφτηκε ποτέ…». Ευτυχώς το πιο σημαντικό κομμάτι είχε ήδη δημοσιευθεί. Διαφορετικά σήμερα, όπως σας είπα, όλοι θα το αμφισβητούσαν ­ και ίσως με το δίκιο τους, γιατί δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που γράφουν κάτι και έρχονται μετά να μας πουν ότι το έγραψαν εκείνη την εποχή. Τα λέω όλα αυτά για να πω ότι ακόμη και τότε το πνεύμα μου ήταν ελεύθερο».


­ Αρα η ελευθερία είναι κάτι το οποίο, προτού δηλωθεί προς τα έξω, ανθεί μέσα μας.


«Απολύτως. Εγώ πιστεύω ότι η ελευθερία της λογοτεχνίας δεν έχει καμία σχέση με την ελευθερία του καθεστώτος. Ενας συγγραφέας μπορεί να είναι ελεύθερος μέσα σε καθεστώς απόλυτης δουλείας και εκμετάλλευσης· και μπορεί ζώντας μέσα στην ελευθερία να λειτουργεί σαν δούλος. Αυτό το βλέπω κάθε ημέρα στη Γαλλία. Πηγαίνω στα καφέ και δεν προλαβαίνω να μετράω δούλους συγγραφείς ­ ένας… δύο… τρεις… τέσσερις… Ολοι δούλοι, που η ελευθερία είναι απούσα πρώτα πρώτα μέσα τους. Οχι μόνο στη Γαλλία· είναι κάτι που το βλέπεις παντού ­ και εδώ, παντού, παντού… Δυστυχώς».


­ Εχετε καταλάβει με ποιους μηχανισμούς η εξουσία, η εκάστοτε εξουσία, μπορεί να χτυπήσει την ελευθερία που κατοικεί μέσα μας και να μας υποδουλώσει;


«Αμεσα η εξουσία δεν μπορεί να κάνει τίποτε σε έναν συγγραφέα. Δεν συμφωνώ καθόλου με αυτό το άλλοθι, με τις διάφορες δικαιολογίες που επικαλούνται οι συγγραφείς οι οποίοι ποτέ δεν γράφουν κατά τη διάρκεια μιας δικτατορίας. Αυτά που λένε δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια. Βεβαίως σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως στον υπαρκτό σοσιαλισμό που μεγάλωσα εγώ, η εξουσία μπορούσε να κόψει κομμάτια ολόκληρα από το έργο σου, μπορούσε να σου κάψει τα χειρόγραφα, μπορούσε να σε βάλει στη φυλακή ή να σε σκοτώσει, σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν σε θέση να αλλάξει τη γραφή σου. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ο ίδιος ο συγγραφέας. Και να σας πω και κάτι που σπανίως ακούω να το λένε συγγραφείς οι οποίοι έχουν ζήσει σε παρόμοιο απολυταρχικό καθεστώς όπως εγώ… Το πιο διαβολικό πράγμα που έκανε ο κομμουνισμός ήταν το γεγονός ότι υποχρέωνε τους συγγραφείς να δολοφονούν οι ίδιοι την τέχνη τους, να την σκοτώνουν με τα ίδια τους τα χέρια».


­ Εννοείτε δηλαδή να μη γράφουν;


«Οχι, εννοώ να γράφουν αυτά που ήθελαν αυτοί· μόνοι τους δηλαδή να αλλάζουν τη γραφή τους, να σκοτώνουν τη λογοτεχνία. Αν εγώ πάω ένα βιβλίο στον εκδότη μου και αυτός μου πει ότι ορισμένα κομμάτια δεν μπορούμε να τα βάλουμε και αναγκαστώ έτσι και τα κόψω, δεν νιώθω ότι με αυτόν τον τρόπο αγγίζει κανείς την ελευθερία μου ­ αφού εγώ είμαι πραγματικά ελεύθερος στη γραφή μου. Εντάξει, κάποια κομμάτια θα πρέπει να κοπούν… τι να κάνουμε; Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να κάνω τίποτε για αυτό. Το υπόλοιπο κείμενο όμως θα έχει δημοσιευθεί και αυτό που θα έχει δημοσιευθεί θα έχει μπει αυτούσιο, χωρίς αλλαγές. Η τραγωδία αρχίζει από τη στιγμή που ο συγγραφέας γράφει με τον τρόπο που θέλει η εξουσία. Να, ποια είναι η παρανόηση σήμερα σε όλο τον κόσμο· όλοι νομίζουν ότι η εξουσία είναι αυτή που αλλάζει τη λογοτεχνία. Λάθος. Αν η λογοτεχνία έχει αλλάξει, για αυτό ευθύνονται οι ίδιοι οι συγγραφείς. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα που νομίζω ότι είναι πολύ ενδεικτικό. Ποιο έργο θεωρείται σήμερα η σημαία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού; Η «Μάνα» του Μαξίμ Γκόρκι. Αυτό το έργο ούτε υπό το καθεστώς απειλών γράφτηκε ούτε όμως και επειδή δόθηκαν κάποια προνόμια στον συγγραφέα του ως κίνητρα για να καθήσει να το γράψει. Γράφτηκε το 1905, δηλαδή 12 ολόκληρα χρόνια προτού έρθουν οι μπολσεβίκοι στην εξουσία. Μπορούσαν τότε οι μπολσεβίκοι να απειλήσουν τον Γκόρκι; Κάθε άλλο. Μπορούσαν να του προσφέρουν προνόμια; Ούτε. Μάλλον το αντίθετο· μάλλον δηλαδή από την πλευρά της τσαρικής εξουσίας μπορούσαν να προέλθουν εκείνη την εποχή τα προνόμια. Και όμως, να, το παράδοξο· το πρώτο έργο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η σημαία του ­ θα έλεγε κανείς ­, το πρότυπο, ήταν ένα βιβλίο που ήρθε να συγκρουστεί με το καθεστώς, ένα βιβλίο αποστάτης… μια πράξη σχεδόν ηρωική. Κανένας δεν υποχρέωσε τον Γκόρκι να το γράψει, μόνο το μυαλό του. Νομίζω ότι είναι ένα παράδειγμα ικανό να αποδείξει αυτό που σας λέω, ότι δηλαδή οι συγγραφείς μόνοι τους κατέστρεψαν τη λογοτεχνία. Η περίφημη υψηλή λογοκρισία (haute censure) είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία όλων των δικτατοριών και συγχρόνως η πανούκλα της λογοτεχνίας. Δυστυχώς όμως είναι κάτι που μέσα σε μια δικτατορία δεν μπορούμε να το αποφύγουμε».


­ Τελικά, αν δεν υπήρχε αυτό το θερμοκήπιο ελευθερίας μέσα στο οποίο ανθεί η τέχνη, μέσα στο οποίο ζει και εργάζεται ο συγγραφέας, δεν θα μπορούσαμε να αντισταθούμε στην εξουσία…


«Εννοείται. Είναι γνωστό ότι η περίοδος του κομμουνισμού έχει αφήσει πίσω της αριστουργήματα σε όλους τους τομείς της τέχνης. Και ο λόγος είναι αυτός που λέτε».


­ Τελικά αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης; να περιφρουρεί την ελευθερία μας δίνοντας δυνατότητα ύπαρξης στην εσωτερική μας ελευθερία;


«Ακριβώς όπως το λέτε, να προστατεύει την εσωτερική ελευθερία μας».


­ Θυμάστε τη στιγμή που αποφασίσατε να γράψετε για πρώτη φορά; Τι είναι αυτό που σας κάνει να γράφετε;


«Ο τρόπος που ξεκίνησα να γράφω ήταν πολύ απλός. Ευτυχώς για μένα ήταν τότε που η Αλβανία ήρθε σε ρήξη με τη Σοβιετική Ενωση ­ μεγάλη στιγμή αυτή για τη χώρα μου. Ξέρετε, είναι εύκολο έτσι όπως ακούγεται, αλλά στην πράξη επρόκειτο για ρήξη των σχέσεων με όλο το ανατολικό μπλοκ. Τέλος πάντων, με το που γίνεται αυτό, το κλίμα αλλάζει αμέσως, γίνεται καλύτερο και συγχρόνως χειρότερο απ’ ό,τι ήταν πριν. Η Αλβανία, κατά κάποιον τρόπο, βρέθηκε στο κενό. Ηταν μια καλή στιγμή, που μπορούσαν οι αλβανοί συγγραφείς να την εκμεταλλευτούν».


­ Πώς;


«Εγώ, π.χ., τότε έγραψα το «Λυκόφως της Στέπας» ­ νομίζω ότι έχει κυκλοφορήσει και εδώ, στην Ελλάδα».


­ Εχει κυκλοφορήσει…


«Στο μυθιστόρημα αυτό περιγράφω την εκστρατεία που έγινε στη Σοβιετική Ενωση εναντίον του Πάστερνακ. Τότε ήμουν φοιτητής. Τι κάνω λοιπόν; Επωφελούμαι από την εχθρότητα που δημιουργείται ανάμεσα στην Αλβανία και στη Σοβιετική Ενωση και επιτίθεμαι κατά του σοβιετικού καθεστώτος, το οποίο κυνηγά τον Πάστερνακ. Ποιος να το φανταζόταν; Ενας ρώσος αντικαθεστωτικός συγγραφέας αποκαθίσταται πρώτα απ’ οπουδήποτε αλλού σε μια σταλινική χώρα όπως η Αλβανία. Εμείς όμως τότε, όπως σας είπα, είχαμε έρθει σε σύγκρουση με τη Σοβιετική Ενωση. Δράττομαι λοιπόν και εγώ της ευκαιρίας και κάνω μια κατά μέτωπον επίθεση εναντίον των πάντων, της προπαγάνδας, της καταπίεσης,… με τέτοιο τρόπο που ο Πάστερνακ μπροστά μας έμοιαζε αγγελούδι. (γέλια) Αυτή την ελευθερία μού την έδωσε η ρήξη. Φυσικά η αλβανική γραφειοκρατία κάπου ενοχλήθηκε, γιατί και σ’ εμάς η ίδια ατμόσφαιρα επικρατούσε, κάπως έτσι αντιμετωπίζονταν δηλαδή οι συγγραφείς και στη δική μας χώρα. Οταν με κάλεσαν να δώσω εξηγήσεις, τους είπα: «Μα εγώ για τη Ρωσία μιλάω, εχθροί μας δεν είναι;». Μου λένε «ναι, αλλά κάπως έτσι λειτουργούμε κι εμείς». (γέλια) Εγώ επέμενα. Λέω: «Εγώ πάντως γράφω για τη Μόσχα και για πράγματα που τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια όταν έκανα εκεί τις σπουδές μου». Τελικά τα κατάφερα· το βιβλίο κυκλοφόρησε και κανένας δεν είπε τίποτα. Ελα όμως που οι αναγνώστες το διάβασαν και έλαβαν το μήνυμα που τους έστελνα… Σου λέει, «εδώ περιγράφει τα ίδια που γίνονται και σ’ εμάς». (γέλια) Αναγνώρισαν δηλαδή μια πραγματικότητα την οποία ζούσαμε καθημερινά και στη χώρα μας και σίγουρα μέσα τους την καταδίκασαν».


­ Μα, η εξουσία είναι τόσο ανόητη και αφελής όσο την περιγράψατε μόλις πριν;


«Οχι… αλλά η εξουσία ευθέως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε εκείνη τη στιγμή. Βεβαίως εμμέσως σίγουρα θα αντέδρασε, αλλά το μυθιστόρημα είχε ήδη κυκλοφορήσει. Είχε προλάβει δηλαδή να διαβαστεί από πολύ κόσμο. Γι’ αυτό λέω ότι η διακοπή των σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση εκείνη την εποχή, η ρήξη, ήταν μεγάλο πράγμα για την Αλβανία. Δυστυχώς πολλοί συγγραφείς δε θέλησαν να την εκμεταλλευθούν αυτή τη συγκυρία. Προτίμησαν να παραμείνουν πιστοί στον κομμουνισμό. Αργότερα η Αλβανία καλλιέργησε τις σχέσεις της με την Κίνα· υπήρξε ένας σύνδεσμος μεταξύ των δύο χωρών. Στη συνέχεια όμως συνέβησαν πάλι τα ίδια παράδοξα, πάλι η Αλβανία ήρθε σε ρήξη με την Κίνα και πάλι εγώ έγραψα ένα καινούργιο μυθιστόρημα, εκμεταλλευόμενος τη νέα κρίση. Αυτή τη φορά όμως κάνοντας μια γκροτέσκο περιγραφή των μηχανισμών που στήριξαν τη σχέση της Αλβανίας με την Κίνα. Περιγράφω την κινεζική πραγματικότητα σαν μια κατάσταση τραγική και συγχρόνως γελοία, και όλοι αναγνωρίζουν και πάλι ότι τα ίδια γίνονται και σ’ εμάς. Νομίζω ότι σ’ αυτό το βιβλίο περιέχεται η πιο άμεση επίθεση κατά του κομμουνισμού γενικότερα. Οι δύο αυτές ιστορικές στιγμές προσέφεραν στην Αλβανία μεγάλες δυνατότητες για ελευθερία, αλλά, όπως σας είπα, οι συγγραφείς της χώρας μου δεν τις εκμεταλλεύτηκαν. Δεν είπε κανείς ότι είναι εύκολο σε αυτές τις δύο ιστορικές ρήξεις να μιλήσουμε για αυτά που ζούσαμε τόσον καιρό αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε τίποτε. Εγώ έχω γύρω στα τέσσερα – πέντε μυθιστορήματα τα οποία απαγορεύτηκαν στην Αλβανία, αφού όμως είχαν ήδη κυκλοφορήσει».


­ Πάντως, απ’ ό,τι γνωρίζω, η Αλβανία την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν η μόνη χώρα που δεν επέβαλε, δεν νομιμοποίησε; τη λογοκρισία… Αυτό πρέπει να σας βοήθησε.


«Ναι, έχετε δίκιο… και αυτό είναι ένα παράδοξο».


­ Πώς το εξηγείτε;


«Ηταν συνέπεια της μεγαλομανίας που διέκρινε τον Εμβέρ Χότζα. Προφανώς, όσο ζούσε στη Γαλλία είχε καταλάβει ότι τέτοιου είδους πρακτικές δεν είναι καλό να θεσμοθετούνται. Επιπλέον πίστευε ότι μπορούσε κάλλιστα να ελέγξει τη λογοτεχνία. Ετσι η Αλβανία ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις κομμουνιστικών χωρών όπου δεν υπήρξε ποτέ κτίριο που να στεγάζει επισήμως όργανα άσκησης της λογοκρισίας».


­ Εσείς δεν φοβόσασταν ρισκάροντας την έκδοση ενός βιβλίου που αργά ή γρήγορα το καθεστώς θα το ανακάλυπτε και θα ενοχλείτο από αυτό και κατ’ επέκταση από εσάς;


«Εγώ έβλεπα πάντοτε τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Ποτέ δεν υπολόγισα τις κακές στιγμές που ήξερα ότι θα περάσω εξαιτίας της λογοτεχνίας. Ενιωθα πάντα ότι μέσω αυτής με προστάτευε μια ανώτερη δύναμη. Πρόσεχα βέβαια να μην κάνω τα συνηθισμένα πολιτικά λάθη, όπως το να μιλάω, ας πούμε, για πολιτική μέσα στα καφενεία. Προσπαθούσα να είμαι σωστός σε θέματα που αφορούσαν την καθημερινότητα, να αποφεύγω τις δημόσιες δηλώσεις κ.ο.κ. ».


­ Και τι λέγατε όταν σας ρωτούσαν για αυτά που γίνονταν στη χώρα σας;


«Θυμάμαι ακόμη την ερώτηση ενός γάλλου δημοσιογράφου… την είχε υποβάλει ευθέως και διόλου έμμεσα: «Κύριε Κανταρέ, οι συγγραφείς στην Αλβανία είναι ελεύθεροι;». Η απάντησή μου ήταν: «Απλώς στην Αλβανία υπάρχει μια άλλη αντίληψη για την ελευθερία». Την ίδια ερώτηση μου είχε θέσει με ανάλογο τρόπο και η γερμανική τηλεόραση. Φυσικά εγώ επανέλαβα την ίδια απάντηση, αλλά εκεί έδωσαν και συνέχεια. Μου λένε: «Κύριε Κανταρέ, αν κάποια στιγμή θελήσετε εσείς ο ίδιος να εκφρασθείτε εναντίον του καθεστώτος, θα μπορέσετε να το κάνετε ή όχι;». Η απάντηση που τους έδωσα ήταν άμεση: «Οχι, δεν μπορώ να το κάνω, διότι το απαγορεύει ο νόμος». Νομίζω ότι ήταν μια τίμια απάντηση ­ «το απαγορεύει ο νόμος, το σύνταγμα»… Τι να έλεγα; Ετσι δεν ήταν; (γέλια) Ωστόσο δεν ήταν εύκολο να το κάνει κάποιος αυτό. Το καθεστώς, μετά από κάθε τέτοια δήλωση που γινόταν στο εξωτερικό, όταν επέστρεφα «μου κρατούσε μούτρα». Μια ζωή ήταν δυσαρεστημένοι, μια ζωή θεωρούσαν ότι έπρεπε να έχω μιλήσει λίγο περισσότερο για σοσιαλισμό, λίγο περισσότερο για το ένα, λίγο περισσότερο για το άλλο… συνεχώς γκρίνιαζαν… Τους έλεγα: «Εκεί είναι αλλιώς τα πράγματα, δεν μπορείς να τους τα λες έτσι αυτά»… Να, με τι τρόπο πλήρωνα κάθε φορά τα περίφημα ταξίδια στο εξωτερικό εκείνης της περιόδου. Τελικά, παρ’ όλη τη δυσαρέσκεια, η αίσθηση ήταν ότι πάλι καλά που δεν είχα μιλήσει ενάντια στο καθεστώς ­ πράγμα που δεν μπορούσα άλλωστε να το κάνω, για μένα ήταν κάτι τελείως παράλογο».


­ Γιατί παράλογο;


«Γιατί δεν ήθελα να πάψω να γράφω για τους συμπολίτες μου. Ηθελα να διατηρήσω το δικαίωμα να εκδίδω τα βιβλία μου στη χώρα μου… γιατί για αυτούς έγραφα».


­ Ζώντας τον υπαρκτό σοσιαλισμό σκεφθήκατε ποτέ ότι «το όνειρο από τη στιγμή που γίνεται εξουσία συχνά μεταλλάσσεται σε τυραννία»; Ο υπαρκτός σοσιαλισμός ξεκίνησε σαν όνειρο, ένα όνειρο που σκοπό είχε να αλλάξει τον κόσμο, και τελικά κατέληξε να είναι μια νέα τυραννία… Σας απασχόλησε ποτέ αυτό το παράλογο; Τι εξήγηση δίνετε σε αυτόν τον παραλογισμό;


«Πολλοί λένε ακόμη και σήμερα ότι το μαρξιστικό δόγμα αυτό καθαυτό ήταν μια χαρά, στην πράξη όμως εκφυλίστηκε. Εγώ, αντίθετα, πιστεύω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά από την αρχή με το ίδιο το δόγμα. Θεωρώ ότι το έγκλημα του κομμουνισμού ξεκινάει ως έγκλημα διά παραλείψεως τελούμενο. Πουθενά στον Μαρξ δεν φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για τη βία που θα ξεσπούσε στο μέλλον από την πλευρά του προλεταριάτου. Αυτό όμως είναι ασυγχώρητο για τον Μαρξ. Διότι εσείς, κύριε Μαρξ, μέρα και νύχτα δεν κάνετε τίποτε άλλο από το να σκέφτεστε με ποιον τρόπο θα ξημερώσει η μέρα που το προλεταριάτο θα πάρει την εξουσία στα χέρια του. Αφιερώσατε σε αυτό χιλιάδες σελίδες, εκατοντάδες χιλιάδες… είχατε σκεφθεί τα πάντα ­ πώς θα είναι ο κόσμος, τα νέα οικονομικά συστήματα,… το ένα, το άλλο… τούτο, εκείνο… Ξεχάσατε όμως κάτι, το οποίο έχει τεράστια σημασία, ένα πράγμα πολύ βασικό, θεμελιώδες… Τη μέρα που αυτοί οι άνθρωποι θα πάρουν την εξουσία είναι πολύ εύκολο η διάθεση για εκδίκηση να τους κάνει εγκληματίες. Πώς ούτε για μια στιγμή δεν περνάει αυτό το πράγμα από το μυαλό σας, κύριε Μαρξ; Ωστε να αφήσετε, τουλάχιστον, ένα μήνυμα… να πείτε στον κόσμο: «Ακούστε, μια μέρα θα πάρετε μεν την εξουσία, αλλά… προσοχή»… Και δεν είναι ότι δεν είπε κάτι τέτοιο… έκανε και το αντίθετο… άκρα του τάφου σιωπή… Και ας γνώριζε πάρα πολύ καλά ότι θα έρθει μια μέρα που το τρομερό αυτό έγκλημα θα συμβεί. Το ήξερε».


­ Πώς είστε βέβαιος ότι ο Μαρξ το ήξερε;


«Πώς το ήξερε; Μα ήταν κάτι γνωστό σε όλη την ανθρωπότητα εδώ και 3.000 χρόνια. Αρκούσε να διαβάσει κανείς τον Ομηρο, την πολιορκία της Τροίας από τους Ελληνες, για να δει ότι τη μέρα που θα βγει κάποιος νικητής είναι πολύ εύκολο να γίνει συγχρόνως και εγκληματίας. Ολοι οι νικητές στην ιστορία της ανθρωπότητας την επομένη έγιναν οι πιο μεγάλοι εγκληματίες… Γιατί η νίκη είναι γλυκιά και για να διατηρηθεί πρέπει να εξαφανίσει γύρω όποιον άλλον συνεχίζει να την διεκδικεί».


­ Γιατί ενώ ο Μαρξ το ήξερε αυτό το αποσιώπησε;


«Εδώ πρέπει να επιληφθούν ψυχολόγοι… ο συγγραφέας σηκώνει τα χέρια (γέλια). Είναι γνωστό όμως ότι και ο ίδιος είχε μέσα του ένα τρομερό μίσος για τους καπιταλιστές. Ποιος ξέρει; Ισως το αποσιώπησε καθαρά από ανθρώπινη κακία. Ορισμένα πράγματα ίσως μόνο έτσι εξηγούνται, σαν ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φύσης. Διαφορετικά, τι να πεις; Σας λέω, αρκεί να διαβάσεις τον Ομηρο και το βλέπεις ξεκάθαρα ­ τη μέρα που παίρνει κάποιος την εξουσία αυτόματα γίνεται άδικος. Είναι μια παγκόσμια αλήθεια. Πώς αυτός, ο επιστήμονας, η ιδιοφυΐα της επανάστασης δεν το σκέφθηκε; Αν και εγώ ­ σας είπα ­ νομίζω ότι το ήξερε. Και αυτό κάνει την παράλειψή του ακόμη πιο σοβαρή. Σε ένα σημείο στο «Κεφάλαιο», αν δεν κάνω λάθος, θυμάμαι ότι διάβασα κάποτε 3-4 σειρούλες, όπου έλεγε: «Δεν πρέπει απλώς να καταδικάσουμε 5-6 καπιταλιστές, πρέπει να χτυπήσουμε το σύστημα στο σύνολό του». Αυτό τι σημαίνει; Οτι ήξερε πως θα βρεθούν κάποιοι, όπως εγώ καλή ώρα, που θα πουν «Α, ο Μαρξ δεν είπε τίποτε γι’ αυτό…» κι έγραψε κάτι για να υπάρχει… (γέλια) Συμπεριφέρθηκε δηλαδή με μια αφέλεια τελείως υποκριτική ­ «Δεν πρέπει να καταδικάσουμε μόνο 5-6 καπιταλιστές… Διότι δεν θα είναι αυτοί οι μόνοι ένοχοι». Και ας ήξερε πολύ καλά ότι σε αυτόν τον κόσμο του καπιταλισμού είναι πολλοί εκείνοι που υπηρετούν το σύστημα… δεκάδες χιλιάδες ­ τραπεζίτες, στρατηγοί, υπάλληλοι, πλούσιοι… ­, μπορεί και εκατομμύρια. Για όλους αυτούς δεν είπε ούτε μία λέξη».


­ Για ό,τι συνέβη δεν είχε καθόλου ευθύνη ο Λένιν;


«Ο Λένιν ήταν ακόμη μεγαλύτερος εγκληματίας ή τουλάχιστον εξίσου εγκληματίας με τον Μαρξ. Διότι εκείνος είπε το αντίθετο ­ «Κανένα έλεος…». Το είπε ανοιχτά. Ο Μάο πήγε ακόμη πιο μακριά, εκείνος ήταν πιο ειλικρινής· έλεγε «Πρέπει να τους σκοτώσουμε όλους ­ μουσικούς, συγγραφείς… όλους όσοι γνωρίζουν». Και οι Καμποτζιανοί ακόμη πιο μακριά και από τον Μάο. Αυτοί πάλι έλεγαν «Φοράει γυαλιά; Αρα είναι διανοούμενος, άρα ξέρει να γράφει… σκοτώστε τον…». Αυτοί μάλλον ήταν πιο ειλικρινείς από όλους (γέλια). Η λογική πάντως ήταν η ίδια… «Μια συμφωνία μακάβριας ειλικρίνειας»».


­ Η οικογένειά σας είχε σχέση με τα γράμματα;


«Ο πατέρας μου… κατά κάποιον τρόπο ναι… Ή μάλλον κυριολεκτώντας θα έλεγα ότι ήταν ο άνθρωπος που είχε κατ’ εξοχήν σχέση με τα γράμματα ­ ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος, ταχυδρόμος, μετέφερε γράμματα… (γέλια) Μεγάλωσα σε αστικό περιβάλλον, η οικογένειά μου ζούσε στην πόλη. Η μητέρα μου προερχόταν από μάλλον πλούσια οικογένεια. Αλλο ένα από τα παράδοξα που σημάδεψαν τη ζωή μου· ο πατέρας μου, παρ’ όλο που ήταν απλός άνθρωπος, ένας σεμνός υπάλληλος, ήταν… κάπως συγκρατημένος απέναντι στον κομμουνισμό ­ όχι όμως για πολιτικούς λόγους αλλά περισσότερο λόγω συντηρητισμού».


­ Ωραίο αυτό που λέτε… Πρώτη φορά το ακούω. Τι εννοείτε όταν λέτε «λόγω συντηρητισμού»; Πώς εκδηλωνόταν ο συντηρητισμός του πατέρα σας;


«Για να καταλάβετε… Είχε ακούσει ότι τα κορίτσια των κομμουνιστών έβγαιναν πάνω στα βουνά και εκεί ζούσαν τον έρωτα ελεύθερα. Αυτό δεν του άρεσε καθόλου και ήταν ο βασικότερος λόγος που δεν χώνεψε ποτέ του τους παρτιζάνους (γέλια). Αυτά άκουγε ο άνθρωπος στα καφενεία και πίστευε ότι οι κομμουνιστές ήταν ανήθικοι και ξετσίπωτοι. Αλλωστε η προπαγάνδα εναντίον τους ξεκινούσε πάντα από εκεί, από την ηθική. Να, για ποιο λόγο την πάτησαν οι αντιδραστικοί στην Αλβανία· έδωσαν μεγάλη βαρύτητα στις φήμες περί ανηθικότητας και μετά ήταν φυσικό, όταν ανέβαιναν στα βουνά οι ίδιοι για να οργανώσουν το αντάρτικο, όλοι να λένε ότι το κάνουν για να κάνουν έρωτα με τις κομμουνίστριες (γέλια). Οι άνθρωποι ήταν ηλίθιοι. Εκτός αυτού, ο πατέρας μου είχε ακούσει ότι όλων αυτών ηγείτο ο Εμβέρ Χότζα, ο οποίος ήταν γείτονάς μας ­ το σπίτι του ήταν λίγα μέτρα πιο κάτω από το δικό μας. Ο πατέρας μου τον γνώριζε από παιδί. Τον ήξερε από την εποχή που ο Εμβέρ Χότζα ήταν ένας νεαρός ο οποίος ντυνόταν με την τελευταία λέξη της μόδας· ήταν πάντα κομψός, θαμώνας των καφέ… Ο πατέρας μου θεωρούσε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορούσε να διοικεί μια χώρα. Αλλη μια ένδειξη του συντηρητισμού του επίσης. Ελεγε: «Ποιος θα μας κυβερνήσει; Ο Εμβέρ Χότζα; Που γυρνάει όλη τη μέρα στα καφενεία με την μπριγιαντίνη στο μαλλί και αλλάζει γραβάτες; Πώς είναι δυνατόν…» (γέλια) Η εικόνα του ανθρώπου που κυβερνούσε την Αλβανία ερχόταν πάντα σε σύγκρουση με τη βαλκανική αντίληψη για το πώς έπρεπε να είναι ένας ηγέτης. Εν ολίγοις, ο πατέρας μου, αν ήταν κάπως κουμπωμένος και επιθετικός απέναντι στον κομμουνισμό, ήταν γι’ αυτούς τους λόγους. Παρ’ όλα αυτά, παντρεύτηκε τη μητέρα μου, που ήταν και πλούσια και γόνος οικογένειας κομμουνιστών. Ολα της τα αδέρφια δεν ήταν μόνο κομμουνιστές, ήταν και μέλη του κόμματος. Μετά την απελευθέρωση λοιπόν ο πατέρας μου ένιωθε πολύ λυπημένος και έκανε συνεχώς σχόλια κατά των κομμουνιστών».


­ Εσας σας επηρέαζαν οι συντηρητικές απόψεις του πατέρα σας στα νιάτα σας, στην εφηβεία σας;


«Οχι… Γιατί εγώ μεγάλωσα μέσα σε ένα σπίτι που από τη μια μεριά είχα τον πατέρα μου και από την άλλη τους θείους μου, οι οποίοι δεν αστειεύονταν ­ μιλάμε για σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές ­ και από αυτούς άκουγα τα άλλα, τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που έλεγε ο πατέρας μου. Εγώ στεκόμουν ανάμεσα και δεν ήξερα ποιος από τους δύο είχε δίκιο. Υπήρχαν φορές που μου φαινόταν ότι έχει δίκιο ο πατέρας μου και άλλες που έδινα δίκιο στην άλλη πλευρά. Αυτό όμως έπαιξε σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο έμαθα να σκέφτομαι· το πνεύμα μου απέκτησε μια ανεξαρτησία. Πήγαινα στο σχολείο και εκεί έβλεπες τα παιδιά των κομμουνιστών να είναι γεμάτα ζωντάνια, να φωνάζουν «Ζήτω το κόμμα…» και διάφορα τέτοια… Εγώ, επειδή ο πατέρας μου ήταν κατά κάποιον τρόπο «εναντίον» του κόμματος, ήμουν συγκρατημένος και καθόλου εκδηλωτικός. Από την άλλη, τα παιδιά των μπουρζουάδων ήταν σφιγμένα και γεμάτα φόβο. Εγώ, επειδή όλοι οι θείοι μου ήταν στο κόμμα, ούτε αυτό το κόμπλεξ είχα. Ημουν σχετικά ήσυχος, χωρίς όμως να είμαι υπερβολικά ήσυχος. Διότι υπήρχαν βλέπετε στην οικογένεια και τα δύο ρεύματα. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι πολλούς από τους συμμαθητές που είχα στο λύκειο αυτή η κατάσταση τους κατέστρεψε ­ άλλοι έγιναν κομμουνιστές μέχρι υστερίας και άλλοι φοβισμένοι και ηττοπαθείς».


­ Εσείς από το σχολείο είχατε αποφασίσει να γίνετε συγγραφέας ή τότε θέλατε να γίνετε κάτι άλλο;


«Οχι, συγγραφέας ήθελα να γίνω από τότε. Και μάλιστα μεγάλος (γέλια). Διότι όλοι οι μικροί αυτό ονειρεύονται· να γίνουν μια μέρα μεγάλοι».


­ Πώς γίνεται ένα παιδί που μεγαλώνει στην Αλβανία εκείνη την εποχή να κάνει τέτοια όνειρα;


«Νομίζω ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό, διότι ήμουν 12 χρόνων και είχα ήδη διαβάσει αρκετά βιβλία. Οι θείοι μου μπορεί να ήταν κομμουνιστές, είχαν όμως μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Εκεί, μεταξύ άλλων, μια μέρα ανακάλυψα τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. Το διάβασα και, όπως καταλαβαίνετε, αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσω να κάνω όνειρα να γίνω και εγώ ένας μεγάλος συγγραφέας. Ολα τα παιδικά όνειρα μόνο το «μεγάλο» έχουν στόχο. Κανένα παιδί δεν λέει «θέλω να γίνω συγγραφέας και ας γίνω και μέτριος…». Οχι· ή μεγάλος ή τίποτα» (γέλια).


­ Οταν λέγατε «μεγάλος» συγγραφέας κάτι σαν τον Σαίξπηρ εννοούσατε;


«Μα, εγώ δεν ήξερα τότε ούτε καν ποια θέση κατείχε ο Σαίξπηρ μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Διάβασα βέβαια στο εισαγωγικό σημείωμα ότι ήταν ιδιοφυΐα, ότι ήταν μεγάλος συγγραφέας… και από όλα αυτά επηρεάστηκα, δεν λέω. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα τότε. Περισσότερο το διαισθανόμουν ότι εδώ επρόκειτο για κάτι εξαιρετικό, το οποίο διέφερε πολύ από ό,τι είχα διαβάσει ως τότε ­ «Το νησί των θησαυρών» και διάφορα άλλα. Αυτό ήταν κάτι άλλο, δύσκολο, αλλά αυτή ακριβώς η δυσκολία ήταν που με τράβηξε περισσότερο, όλο αυτό το μυστήριο ενός κόσμου δύσκολου όπως είναι η ψυχή…».


­ Για σας ποιος συγγραφέας θεωρείται «μεγάλος»;


«Αν προσπαθήσω να μιλήσω γι’ αυτό, θα αναφερθώ σε μια οικογένεια συγγραφέων που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων. Για μένα η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια μεγάλη μέρα και μια μακρά νύχτα. Η γη είναι μια μεγάλη επιφάνεια που μας χωράει όλους. Η οικογένεια αυτή που σας λέω δεν έχει πολλά μέλη, αλλά αν πράγματι κάποιος ανήκει σ’ αυτήν είναι κάτι που το αισθάνεσαι αμέσως. Μερικές φορές αρκούν τρεις γραμμές να διαβάσεις. Οταν παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο διαβάζω την πρώτη σελίδα, περνάω ύστερα στη δεύτερη, συνεχίζω και ξαφνικά… ανακαλύπτω δύο σειρές, από τις οποίες κυριολεκτικά εκπέμπεται ένα φως. Εκεί καταλαβαίνεις ότι κάτι υπάρχει, το αισθάνεσαι αμέσως ότι εδώ έχεις να κάνεις με αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν «Θείο». Αυτό είναι το «Θείο»».


­ Και τι είναι το «Θείο»;


«Κάτι το οποίο δεν εξηγείται».


­ Το «Θείο» έχει σχέση με την αλήθεια; Πάντα; Με μια αλήθεια που μας αφορά όλους; Αυτή η πηγή φωτός, για την οποία μιλήσατε, είναι η αλήθεια;


«Τις περισσότερες φορές, ναι. Μερικές φορές όμως καθυστερούμε να καταλάβουμε ή να αξιολογήσουμε αυτό που διαβάζουμε ή υπάρχουν κάποια λάθη τα οποία εμποδίζουν την αλήθεια να λάμψει. Συνήθως όμως είναι θέμα χρόνου η αποκάλυψη της αλήθειας».


­ Σε αυτή τη λάμψη που εκπέμπουν οι μεγάλοι συγγραφείς κρύβεται η ψυχή τους ή το μυαλό τους;


«Αυτά τα δύο δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις, πάνε συνήθως μαζί. Αλλωστε η ψυχή βρίσκεται και αυτή εδώ μέσα (δείχνοντας το κεφάλι του). Ολα βρίσκονται εδώ μέσα» (γέλια).


­ Δηλαδή δεν πιστεύετε ότι υπάρχει αυτή η διάκριση μεταξύ ψυχής και μυαλού;


«Οχι ότι δεν το πιστεύω, απλώς δεν τα σκέφτομαι ποτέ αυτά τα πράγματα. Το θεωρώ λιγάκι πολυτέλεια να τα σκέφτεται κάποιος, δεν βλέπω δηλαδή να υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε κάτι τέτοιο. Εγώ είμαι ένας επαγγελματίας λογοτέχνης. Να αποφύγουμε τους χαρακτηρισμούς «μεγάλος συγγραφέας» και όλα αυτά… ας πούμε απλώς επαγγελματίας συγγραφέας. Είμαι ένας άνθρωπος που γνωρίζει από διαίσθηση πράγματα μυστικά. Τα περισσότερα από αυτά δεν μπορεί να τα εξηγήσει, είναι ανεξήγητα. Ο ίδιος όμως καταλαβαίνει το νόημά τους. Οπως έλεγε και ο Αγιος Θωμάς «καταλαβαίνω τι σημαίνει χρόνος, αλλά δεν υπάρχουν λέξεις για να το εξηγήσω…». Το ίδιο και με την ψυχή ­ πού να βρει κανείς τις λέξεις να πει τι είναι; Δεν μπορώ, δεν ξέρω πού να τις ψάξω… Γι’ αυτό θα μείνει κάτι ανεξήγητο…».


­ Δεν είναι όμως φοβερό ένας άνθρωπος, κύριο όργανο του οποίου ουσιαστικά είναι οι λέξεις, να λέει ότι δεν μπορεί να βρει τις λέξεις να εκφράσει κάτι που θέλει; Είναι λιγάκι σαν να ανακαλύπτει ο ίδιος ο συγγραφέας μια κάποια αναπηρία της γλώσσας.


«Η πρώτη μάχη που δίνει ένας συγγραφέας είναι με τις λέξεις, στην προσπάθειά του να τις καθυποτάξει. Οι λέξεις είναι τυραννικό πράγμα, επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους, αρνούνται να υπακούσουν. Δημιουργήθηκαν για να χρησιμοποιούνται από όλο τον κόσμο. Ο συγγραφέας θέλει αυτόν τον κοινό πλούτο να τον βάλει να υπηρετήσει αυτό που έχει μέσα στο μυαλό του, να γίνει αποκλειστικά δικός του υπηρέτης. Οι λέξεις όμως αντιστέκονται, λένε: «Εμείς φτιαχτήκαμε για όλο τον κόσμο». Και ο συγγραφέας τους απαντάει: «Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω να γράφω σαν όλο τον κόσμο». Και έτσι συγγραφέας και γλώσσα κηρύσσουν μεταξύ τους έναν πόλεμο στον οποίο συνήθως ο ηττημένος είναι ο συγγραφέας».


­ Υπάρχει άλλη ήττα που σίγουρα στην πορεία του θα υποστεί ένας συγγραφέας;


«Οχι σίγουρη, αλλά η επόμενη ήττα που περιμένει τον κάθε συγγραφέα στη γωνία είναι αυτή που έπεται μετά από την κολοσσιαία προσπάθεια που κάνουν όλοι οι συγγραφείς να αλλάξουν την παγκόσμια σκέψη. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι πολύ δύσκολο να κάνει ένας συγγραφέας κάτι σε αυτό τον τομέα… Υπάρχουν τείχη που υψώνονται σε όλη την προσπάθεια και τα οποία καλείται ο συγγραφέας να υπερπηδήσει. Θέλει φοβερή ψυχική αντοχή».


­ Πόσο μεγάλο εμπόδιο είναι μια δικτατορία σε αυτή την προσπάθεια;


«Το τείχος της δικτατορίας είναι το τελευταίο και δεν είναι δα και το πιο τρομερό. Οταν ακούς κάποιους να λένε «η δικτατορία με έβγαλε νοκ άουτ», αυτοί έχουν ηττηθεί πολύ πιο μπροστά, φθάνουν στη μάχη με τη δικτατορία κουρασμένοι… (γέλια) Για να μη σας πω πεθαμένοι. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί από εμάς που ζήσαμε τέτοιες καταστάσεις τα ρίχνουμε όλα στη δικτατορία. Γι’ αυτό εγώ λέω ότι ποτέ ένα καθεστώς δεν είναι σε θέση να εξοντώσει έναν συγγραφέα. Διότι προηγούνται μάχες πολύ πιο σκληρές, όπως αυτή με τη γλώσσα ή ενάντια στη γλώσσα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο… Το ζητούμενο είναι πάντα το ίδιο· η γλώσσα να κάνει στον συγγραφέα μια μεγάλη χάρη. Τέτοιες χάρες όμως δεν μπορούν να γίνονται σε όλους (γέλια) παρά μόνο σε ορισμένους επίλεκτους. Να γιατί είναι τόσο σπάνιο να βρεις αληθινούς δημιουργούς, γιατί το αληθινό χάρισμα δεν είναι των πολλών».


­ Αρα ταλαντούχος συγγραφέας είναι εκείνος που βάζει τη γλώσσα να του κάνει τα χατίρια;


«Είναι εκείνος που ξέρει να δαμάζει αυτό το τέρας, το άγριο, που είναι η γλώσσα».


­ Εσείς έχετε σκεφθεί ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι στη ζωή σας και να μην είχατε εκδηλώσει αυτό το χάρισμα, να μην είχατε γίνει συγγραφέας;


«Οχι, δεν νομίζω. Τουλάχιστον δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε κάτι τέτοιο να έχει συμβεί σε μένα. Διότι όταν ξεκίνησα να γράφω δεν ήξερα τι συμβαίνει γύρω μου… αν το πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο ζούσα ήταν καπιταλισμός, σοσιαλισμός ή Νότος, Βορράς, Ανατολή ή Δύση… Καθόλου δεν με απασχολούσε το περιβάλλον όπου μεγάλωνα, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να γράφω. Και αυτά για τα οποία έγραφα ανήκαν σε έναν κόσμο σχεδόν ανύπαρκτο, φανταστικό… έναν κόσμο που δεν είχε καμία σχέση με την πόλη μου, το Αργυρόκαστρο. Καθώς μεγάλωνα, το καθεστώς άλλαζε συνεχώς· έχω δει με τα μάτια μου όλων των ειδών τους στρατούς ­ τον ελληνικό, τον ιταλικό, τον γερμανικό, τους κομμουνιστές, τους Σοβιετικούς, τους Κινέζους… Μετά, την Αλβανία να προστατεύεται στην αρχή από τη συμμαχία Ρούσβελτ – Τσόρτσιλ – Στάλιν… Μετά και αυτό άλλαξε, μας προστάτευε ο Τίτο, μετά ο Μάο… και πάει λέγοντας. Ολα αυτά δεν έπαιξαν όμως κανένα ρόλο τελικά. Εδώ ζω τώρα, στο Παρίσι και μερικές φορές το ξεχνάω, επειδή και εκεί όπου είμαι πάλι με τον ίδιο τρόπο γράφω. Αυτές οι αλλαγές δεν επηρεάζουν καθόλου τη γραφή μου. Αν υπάρχει κάτι που τη διαφοροποιεί, αυτό είναι η ηλικία ­ είναι φυσικό άλλωστε. Ο τρόπος με τον οποίο σκέφτομαι, φαντάζομαι… και όλα αυτά, παραμένει όμως ο ίδιος».


­ Γιατί υπάρχουν αυτοί οι δύο κόσμοι ­ ο κόσμος της πραγματικότητας και ο κόσμος της φαντασίας; Γιατί δηλαδή ο άνθρωπος βγαίνει βόλτα στη φαντασία;


«Γιατί φαντάζεστε πώς θα ήταν η ζωή αν υπήρχε μόνο μέρα και ποτέ νύχτα; Θα τρελαινόμασταν. Με τον ίδιον τρόπο δεν μπορούμε να φανταστούμε τον άνθρωπο να είναι συνεχώς ξύπνιος ­ ευτυχώς έχει ανάγκη και από τον ύπνο. Το ένα είναι εξίσου σημαντικό με το άλλο, αν και καμιά φορά δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιο παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο. Σε ποιανού την παγίδα είμαστε πιασμένοι ­ της μέρας ή της νύχτας; Ποια πραγματικότητα είναι αυτή που μας στριμώχνει στη γωνία ­ της καθημερινότητας ή της νύχτας και των ονείρων μας; Ολα είναι κομμάτι της ζωής μας. Οπως δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή δίχως έρωτα… ή ­ για να πάω ακόμη πιο μακριά ­ θα σας πω το εξής: η ζωή του ανθρώπου έχει μια μέση διάρκεια, την οποία παίρνουμε ως δεδομένη. Πώς θα ήταν όμως τα πράγματα αν η διάρκεια αυτή άλλαζε; Για παράδειγμα αυτή τη στιγμή όλα τα μεγάλα έργα έχουν φτιαχτεί από μια ανθρωπότητα με μέσο όρο ζωής τα 60 – 70 χρόνια. Φανταστείτε το ανθρώπινο είδος να ζούσε ­ όπως τα σκυλιά ­ το πολύ 20 χρόνια… Ολα θα ήταν εντελώς διαφορετικά ­ πιο συμπυκνωμένα, πιο γρήγορα, πιο άμεσα… Τουλάχιστον έτσι νομίζω. Ή πάρτε για παράδειγμα το αντίθετο ­ σκεφθείτε πώς θα ήταν αν η ανθρώπινη ζωή διαρκούσε τρεις αιώνες. Αλλη κατάσταση αυτή πάλι… Εμείς το μόνο που γνωρίζουμε είναι αυτό που μας συμβαίνει. Ζούμε σε μια πραγματικότητα η οποία περιέχει τη μέρα, τη νύχτα, τον ύπνο, τα όνειρα… τα πάντα. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Σας είπα όμως, υποθετικά υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές ­ μια βραχείας και μια μακράς διαρκείας». (γέλια)


­ Τι θα χάναμε από τη γοητεία της ζωής, αν κατακτούσαμε την αιωνιότητα;


«Να με συγχωρήσουν, για αυτό που θα πω, οι επιστήμονες και οι ερευνητές, που αναζητούν τον τρόπο να μας διατηρούν το δυνατόν περισσότερο στη ζωή… γιατί όχι και για πάντα, αιωνίως. Πιστεύω ότι η γοητεία της ζωής μας είναι το «μέτρο» Καταργώντας το τέλος καταργούμε και το μέτρο αυτομάτως… Αρα οι επιστήμονες που προσπαθούν να καταργήσουν τον θάνατο παλεύουν στην πραγματικότητα για τον θάνατο της γοητείας».


­ Αν είχατε μεγαλώσει σε μιαν άλλη χώρα, τα έργα σας θα ήταν διαφορετικά;


«Σίγουρα θα ήταν διαφορετικά, μόνο που δεν ξέρω να σας πω αν θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα. Μάλλον χειρότερα… (γέλια) Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω, για να παρηγοριέμαι».


­ Τι πιστεύετε ότι σκλαβώνει σήμερα έναν συγγραφέα;


«Διάφορα πράγματα. Ενα από αυτά είναι η ανικανότητα να χειριστεί τη λογοτεχνία. Το υψηλό επίπεδο της τέχνης αποτελεί ενσάρκωση της ελευθερίας· όσο ανεβαίνει το επίπεδο τόσο πιο ελεύθερος είναι ο συγγραφέας. Οταν πέφτει το επίπεδο, περιορίζεται και η ελευθερία και έτσι έρχεται μια μέρα που ενώ νομίζει κανείς ότι είναι συγγραφέας, ουσιαστικά κάνει αυτό που του ζητεί το πλήθος των καφενείων, αυτό που θέλει η εξουσία, αυτό που θέλει η τηλεόραση, η γυναίκα του, το σόι του, το πορτοφόλι του… δεν ξέρω και εγώ ποιος. (γέλια) Κάπως έτσι ξεκινάει κανείς να γίνεται δούλος, για να μη μιλήσω για πολιτικό κομφορμισμό που επιδεικνύεται στο όνομα της κατάκτησης μικρών, καθημερινών πραγμάτων ­ δεν μιλάω για αυτό. Δυστυχώς όλα αυτά χαρακτηρίζονται όμως φυσιολογικά».


­ Γιατί αυτοί που τα κάνουν τα θεωρούν φυσιολογικά;


«Διότι το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό. Κάποιος που θα τα δει όλα αυτά από πάνω, σίγουρα βάζει τα γέλια. Ο άλλος, που τα ζει εκεί κάτω, νιώθει όμως απόλυτα ευχαριστημένος ­ ζει στο Παρίσι, ντύνεται κάπως… πάει στα καφέ και κάνει τον συγγραφέα και δεν του μένει χρόνος να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη, να δει ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας σκλάβος». (γέλια)


­ Και εσείς με ποιον τρόπο τα αποφεύγετε όλα αυτά; Πώς και είστε υπεράνω;


«Δεν είναι ανάγκη να τα αποφύγω, για μένα είναι κάτι φυσικό να ζω έξω από όλα αυτά. Δεν το σκέφτομαι δηλαδή καν. Εχω και εγώ γραβάτες, τις φοράω, αλλά δεν κολλάω εκεί· το μεγαλύτερο μέρος από την ενέργεια που έχω ως άνθρωπος πηγαίνει σε άλλα πράγματα. Είναι νομίζω φυσικές αυτού του είδους οι ισορροπίες, τις πετυχαίνει κανείς με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο… στα τυφλά θα μπορούσαμε να πούμε».


­ Πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο αλβανικός λαός που πέρασε όλες αυτές τις δυσκολίες τα τελευταία χρόνια τελικώς επαναστάτησε, βγήκε στους δρόμους μόνο για το χρήμα; Τίποτε άλλο δεν ήταν ικανό να βγάλει τον λαό στον δρόμο και να τον φέρει αντιμέτωπο με την εξουσία;


«Νομίζω ότι αυτό ήταν κάτι το οποίο συνέβη τυχαία και θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί κιόλας. Απλώς συνέβη και κάποιοι το χρησιμοποίησαν. Δεν έφερε δηλαδή μέσα του, ως γεγονός, τη λογική του προμελετημένου. Ηταν η περίπτωση που «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αφού ­ έτσι κι αλλιώς ­ οι πολιτικές διαμάχες αποτελούν μόνιμη κατάσταση στην Αλβανία. Βρέθηκε μπροστά τους αυτό το συγκεκριμένο γεγονός και απλώς το εκμεταλλεύθηκαν. Δεν θέλω να πω με αυτό ότι οι Αλβανοί δεν είναι υλιστές. Αγονται και φέρονται από την ύλη όσο και όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Είναι όμως η πρώτη φορά στην ιστορία της Αλβανίας που ένα οικονομικό θέμα προκάλεσε καταστάσεις που θυμίζουν αποκάλυψη».


­ Αρα για σας οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αλλάξουν τη ζωή τους ή να της προσθέσουν κάποιες νέες διαστάσεις μέσω της τέχνης.


«Η αλλαγή είναι πάντα εσωτερική. Ο αναγνώστης την περιμένει αυτή τη μέρα, όπου κάτι θα αλλάξει ­ σίγουρα. Διαφορετικά θα τρόμαζε με τα έργα μου. (γέλια) Διαφορετικά δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Απλώς αυτές οι αλλαγές στους ανθρώπους συμβαίνουν μέσα τους χωρίς να τις συνειδητοποιούν. Συχνά, αν τους ζητήσεις να σου ξεκαθαρίσουν τι τους συμβαίνει, δεν θα καταφέρουν να το πουν, γιατί τα έχουν πολύ μπερδεμένα μέσα τους… Μου ήρθε τώρα στο μυαλό μια πολύ αστεία ιστορία, που συνέβη στην κόρη μου και αποδεικνύει πόσο μπερδεμένο είναι το μυαλό των ανθρώπων σε σχέση με τις λεπτομέρειες άλλα πόσο ξεκάθαρο είναι με το γεγονός· η κόρη μου σπουδάζει γενετική και κάποια στιγμή συμμετείχε σε μια διεθνή συνάντηση επιστημόνων. Εκεί έτυχε να χορέψει με έναν Βραζιλιανό, ο οποίος τη ρώτησε από ποια χώρα είναι και εκείνη του είπε «από την Αλβανία». Της λέει «Από την Αλβανία; Είμαστε πολύ μακριά, δεν ξέρω πολλά πράγματα για τη χώρα σας… Νομίζω όμως ότι έχετε έναν δικτάτορα πολύ άγριο… Ισμαήλ Κανταρέ; Κάπως έτσι δεν τον λένε;». Του λέει η κόρη μου «όχι, αυτός είναι ο πατέρας μου και είναι συγγραφέας…». (γέλια) Τα είχε μπερδέψει ο άνθρωπος, είχε ακούσει και τα δύο ονόματα αλλά μέσα στο μυαλό του συγκράτησε πιο εύκολα το όνομα του συγγραφέα. «Εμβέρ Χότζα» ήθελε να πει τελικά ο άνθρωπος αλλά του βγήκε πιο εύκολα το Ισμαήλ Κανταρέ».


­ Εσείς συναντήσατε ποτέ τον Εμβέρ Χότζα;


«Ναι, μία φορά».


­ Πώς ήταν;


«Α… μέγας κωμικός, ηθοποιός με τα όλα του. Δημιουργούσε πάντα πολύ ευχάριστες εντυπώσεις· πολύ ανθρώπινος, πολύ πνευματώδης… οι κουβέντες του ήταν όλες γύρω από τη λογοτεχνία, τσιμουδιά για πολιτική ­ μόνο κάποιες αναμνήσεις από τη Μόσχα, την εποχή που ήταν και αυτός εκεί… τέτοια πράγματα».


­ Μέσω της λογοτεχνίας πιστεύετε ότι ο συγγραφέας μπορεί να βγει νικητής στη μάχη με τον χρόνο;


«Α, ναι… Ο συγγραφέας είναι ένα είδος Γκιλγκαμές, που αναζητεί να βρει την αθανασία. Το έργο γράφτηκε περίπου μία χιλιετία προτού ο Ομηρος γράψει την Ιλιάδα του και παρ’ όλο που δεν θα λέγαμε ότι με αυτό ξεκινάει η παγκόσμια λογοτεχνία, λειτουργεί συμβολικά σαν μοτίβο, μια που μας περιγράφει την πρώτη ίσως ήττα του θανάτου. Αυτό είναι το ζητούμενο όλων των συγγραφέων, να γίνουν λιγάκι Γκιλγκαμές». (γέλια)


­ Εσείς φοβάστε τον θάνατο;


«Δεν ξέρω… Πριν ίσως να τον φοβόμουν, τώρα όχι».


­ Γιατί; Τι άλλαξε τώρα;


«Δεν ξέρω…».


­ Πιστεύετε ότι τελικώς θα οδηγηθούμε μέσω της εξέλιξης της επιστήμης σε έναν κόσμο όπου δεν θα υπάρχει πια θάνατος; Τι σας λέει η κόρη σας; (γέλια)


«Δεν νομίζω ότι αυτό θα συμβεί ποτέ».


­ Ποιος είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος που γνωρίσατε στη ζωή σας;


«Ο Μάκβεθ».


­ Σας ευχαριστώ.


«Και εγώ».