Σε ένα φεστιβάλ κρίνονται ταινίες. Αυτή είναι καλή, αυτή μέτρια, αυτή αποτυχημένη κ.ο.κ. Ολες πάντως είναι ταινίες. Με σκηνοθέτη, ερμηνείες, ιστορίες, σενάρια, μοντάζ, φωτογραφία, με πλάνα, σκηνές, με αρχή, μέση, τέλος. «Τι θέλετε;» σου λένε στην είσοδο. «Να λάβω μέρος στο φεστιβάλ». «Ωραία… απόδειξη!». Πρέπει να αποδείξεις ότι έχεις κάνει ταινία. Κάπως έτσι επιχείρησαν κάμποσοι αυτόχθονες σκηνοθέτες να δρασκελίσουν το κατώφλι του Φεστιβάλ της Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβριο αλλά τους έκοψαν στο face control. «Α, πρώτα να κάνετε ταινία και μετά ξαναπεράστε». Κάπως έτσι επιχείρησε να δρασκελίσει το κατώφλι του ίδιου φεστιβάλ ο «ξυπόλυτος» πρωτοεμφανιζόμενος αλβανός σκηνοθέτης Φατμίρ Κότσι με την ταινία του «Αλβανία ώρα μηδέν» και αμέσως του άνοιξαν την πόρτα. Μα είναι Αλβανός! Και λοιπόν; Εμείς δεν κάνουμε face control στην ταυτότητα του σκηνοθέτη αλλά στις προδιαγραφές του υλικού του. Τι να γίνει, έκανε καλύτερη ταινία από τους Ελληνοευρωπαίους.





Εκ πρώτης όψεως είναι δύσκολο να κάνεις ταινία, εκ δευτέρας είναι piece of cake. Αρκεί, πρώτον, να γνωρίζεις την αλφάβητο… α-βου-γου-δου, δεύτερον, να κοιτάζεις δίπλα σου, μέσα σου, έξω σου, απέναντί σου, τρίτον, να πεθαίνεις από ανάγκη για να πεις κάτι. Ας πούμε κάποιος Ιρανός ονόματι Μπαμπάκ Παγιαμί ­ που ούτε η μάνα του δεν τον ξέρει ­ στο ίδιο φεστιβάλ της Βενετίας προσκόμισε ταινία με ήρωες δύο όλους κι όλους ηθοποιούς και με «θέμα» τον σουρεαλιστικό εφιάλτη των δημοκρατικών εκλογικών διαδικασιών στη χώρα του… Χομεϊνί. Αποτέλεσμα; Βραβεύτηκε! Ετερο αποτέλεσμα; Ο Αλβανός που λέγαμε προσήλθε και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από το οποίο έφυγε την Κυριακή που μας πέρασε κρατώντας υπό μάλης Χρυσό Αλέξανδρο. «Α, πρόκειται περί διεθνούς ανθελληνικής συνωμοσίας» είπαν ορισμένοι που μπερδεύουν το σινεμά με το ποδόσφαιρο. «Φταίει ο διαιτητής!». Ο Τζον Μπούρμαν (πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής) σφύριξε πέναλτι για να κόψει τη φόρα του έλληνα Χρήστου Δήμα και του Κυπρίου Χρίστου Γεωργίου και να αρπάξει τη νίκη από τα χέρια της ελληνοκυπριακής ομάδας. Πώς να το κάνουμε, είμαστε και Ευρωπαίοι και Βαλκάνιοι και Ανατολίτες, αλλά πάνω απ’ όλα παραμένουμε… απίστευτοι!


Πείτε μου, στον θεό που πιστεύετε, μπροστά σε αυτή την κατάσταση τι έπρεπε να κάνει το σινάφι της εγχώριας κινηματογραφικής φυλής; Μα φυσικά αυτό που έπραξε τη Δευτέρα (19/11). Με το που έφυγαν οι άθλιοι ξένοι συνωμότες και ο αλβανός πράκτοράς τους, κλείστηκαν στην αίθουσα και απένειμαν τα δικά τους βραβεία. Ούτως ειπείν πενήντα νοματαίοι από τα σωματεία, τους φορείς και το υπουργείο Πολιτισμού βαθμολόγησαν τις καλύτερες κινηματογραφικές επιτεύξεις της χρονιάς με την ακόλουθη, αξιολογική, κατάταξη:


Πρώτη καλύτερη ταινία: ραδιοφωνική εκπομπή με τον τίτλο «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (20 εκατ. δρχ.).


Δεύτερη καλύτερη ταινία: Νίκος Φώσκολος με τον τίτλο «Ο έβδομος ήλιος του έρωτα» (15 εκατ. δρχ.).


Τρίτη καλύτερη ταινία: κυπριακό γαϊδούρι με τον τίτλο «Το τάμα» (10 εκατ. δρχ.).


Καλύτερη σκηνοθεσία: Νίκος Φώσκολος με την ονομασία Βαγγέλης Σερντάρης (10 εκατ. δρχ.).


Καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος: ο καφενές του Βαγγέλη Σεϊτανίδη (5 εκατ. δρχ.).


Καλύτερο σενάριο: πάλι ο Φώσκολος, δηλαδή πάλι ο Σερντάρης (5 εκατ. δρχ.).


Μέσα σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες και υπό την υψηλή παρουσία του κ. Πασχαλίδη μοιράστηκαν 115,7 εκατομμυριάκια σε παραγωγούς ραδιοφωνικών εκπομπών, τηλεοπτικών σειρών, αναβάτες γαϊδουριών και σε θαμώνες καφενείων. Και έζησαν αυτοί πλουσιότεροι κι εμείς (κινηματογραφικώς) φτωχότεροι. Διότι προηγουμένως είχε μοιραστεί ­ για τις φεστιβαλικές ανάγκες ­ άνω του ενός δισεκατομμυρίου και προ… προηγουμένως το Κέντρο Κινηματογράφου είχε μοιράσει το επίσης «ευτελές» ποσόν του ενάμισι δισεκατομμυρίου.


Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: Μα δεν πρέπει ένα κράτος που σέβεται την ύπαρξή του να προστατεύει και να επιδοτεί την εθνική του κινηματογραφία; Ούτε λόγος. Εδώ ακόμη και οι… Αγιατολάδες έχουν πάρει χαμπάρι ότι το παγκοσμιοποιημένο σινεμαδάκι αποτελεί τον πιο πονηρό και αποτελεσματικό πρεσβευτή του μακρινού και… επάρατου Ιράν. Με μια απαραίτητη, στοιχειώδη, προϋπόθεση. Η οποία τίθεται ως εξής: «Παιδί μου, ξέρεις να κάνεις σινεμά; Απόδειξη!». Επειδή αυτή η στοιχειώδης ερώτηση δεν τίθεται στην είσοδο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και στα γραφεία του συμβούλου κινηματογράφου, αντί ταινιών συνήθως παράγονται ανέκδοτα, καφενεία, οπωροκηπευτικά, ζαρζαβατικά και άλλα τινά. Και συνήθως στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (και μόνο σε αυτό) δεν κρίνεται το καλό από το μέτριο και το κακό αποτέλεσμα. Κρίνεται η ταινία από τη non ταινία.


Μισθοί και επιδόματα


Με το δίκιο σας θα ρωτήσετε: «Μα από τις 32 ελληνικές παραγωγές ούτε μία ταινία ταινία δεν υπήρξε;». Φυσικά υπάρχουν. Αλλά για να τις καταλάβεις πρέπει να γνωρίζεις ένα απλό πράγμα. Πασίγνωστο ανά την υφήλιο, εντελώς άγνωστο από βαθμολογητές, κριτές και εγχώριους κρατικούς χορηγούς. Το σινεμά δεν είναι τίποτε άλλο από αφήγηση και μεταμόρφωση. Μεταμορφώνεις τον κόσμο διηγούμενος μια ιστορία. Την όποια ιστορία. Ως εκ τούτου, με αυτά τα αισθητικοτεχνικά και επαγγελματικά κριτήρια, τρεις ταινίες διεκδικούσαν τις τρεις πρώτες θέσεις: «Μια μέρα τη νύχτα» του Γιώργου Πανουσόπουλου, «Πες στη μορφίνη ακόμα την ψάχνω» του Γιάννη Φάγκρα και «Δεκαπενταύγουστος» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Ανεξαρτήτως του αν είναι καλές, μέτριες ή αποτυχημένες και ανεξαρτήτως του αν μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Σου απαγορεύεται, όταν βραβεύεις, να εκλαμβάνεις το προσωπικό σου γούστο ως αντικειμενική πραγματικότητα. Ζούμε όμως στην Ελλάδα της αντιστροφής και της… διαστροφής. Ετσι οι κριτές εκλαμβάνουν το σινεμά ως μια βόλτα στο «Φίλιον» ή ως σαγανάκι με γαρίδες, οι περισσότεροι κρινόμενοι ως συναλλαγή με το κράτος ενώ το κράτος εκλαμβάνει τη σκηνοθεσία ως δημοσιοϋπαλληλική διεκπεραίωση. Κατάληξη; Να μην πάρουν οι άνθρωποι τον μισθό τους, τα δώρα τους, τα επιδόματά τους, τα πριμ τους; Δηλαδή τι να κάνει το κράτος, να τα κόψει και μετά οι… αγρότες να καβαλήσουν τα τρακτέρ και να ξαμοληθούν στις εθνικές με αρχηγό τον Λάκη Παπαστάθη;