Ιανουάριος 1947. H Ελλάδα με ανοιχτές ακόμη τις πληγές από την Κατοχή. Κατεστραμμένες υποδομές, φτώχεια, απόγνωση για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Και σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, έχει ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος. Το βρετανικό «ενδιαφέρον» για την Ελλάδα είναι υπό απόσυρση, αν και ακόμη αυτό δεν είναι γνωστό. Οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να καλύψουν το «κενό» που θα αφήσει η αποχώρηση των Βρετανών. H παραμονή της Ελλάδας στο δυτικό «στρατόπεδο» είναι μια στρατηγική επιλογή που θα διακηρυχθεί και επισήμως με το Δόγμα Τρούμαν λίγο αργότερα, στις 12 Μαρτίου. Οι ΗΠΑ προετοιμάζονται και για το Σχέδιο Μάρσαλ που αφορά την ανοικοδόμηση των οικονομιών των ευρωπαϊκών χωρών που καταστράφηκαν στον πόλεμο. Σε αυτό το πλαίσιο καταφθάνει στις 18 Ιανουαρίου ο Paul Α. Porter, επικεφαλής αμερικανικής αποστολής που είναι επιφορτισμένη να προβεί σε μια αναλυτική καταγραφή και αποτίμηση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και βεβαίως της επάρκειας και διαθεσιμότητας της πολιτικής τάξης όσο και των κρατικών θεσμών και υπηρεσιών να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν ένα αμερικανόπνευστο πλάνο ανασυγκρότησης της χώρας.


Εκτός από την έκθεση που θα συντάξει η αμερικανική αποστολή υπό την καθοδήγηση του Porter, o ίδιος θα συγγράφει σε καθημερινή βάση προσωπικό ημερολόγιο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα (το οποίο δυστυχώς δεν περιλαμβάνει τις τρεις τελευταίες εβδομάδες). Το περιεχόμενο του ημερολογίου αυτού δεν ήταν γνωστό ως τώρα. Το ανακάλυψε στο Truman Library Institute του Μιζούρι o Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος γράφει και την πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή του βιβλίου. Το ημερολόγιο είναι ένα πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο. Μπορεί να μην ανατρέπει όσα μας είναι γνωστά για την αμερικανική εμπλοκή και την ελληνική στάση, αλλά μας επιτρέπει να τα αναστοχαστούμε υπό ένα ιδιαίτερο πρίσμα. Οι παρατηρήσεις που κάνει εν θερμώ ο Porter, τις οποίες καταγράφει για ιδιωτική χρήση, και επομένως σε μια γλώσσα ελάχιστα αυτολογοκριτική και μη διαμεσολαβημένη από επιταγές πολιτικοδιπλωματικής ορθότητας, είναι εξόχως ενδιαφέρουσες. Ο Porter δεν είναι τυχαία περίπτωση. Με σπουδές ανθρωπιστικών επιστημών και διδακτορικό στα νομικά, έχει ασκήσει επαγγελματικά τη δημοσιογραφία και τη δικηγορία. Είναι στέλεχος του Δημοκρατικού Κόμματος και έχει καταλάβει επιτελικές θέσεις στη Διοίκηση που άπτονται οικονομικών ζητημάτων. H πολιτική του σκέψη και η οικονομολογική του κατάρτιση συγκροτούνται στο κλίμα του New Deal. Διαβάζοντας το ημερολόγιο διαπιστώνει κανείς αν μη τι άλλο το υψηλό αίσθημα ευθύνης που καταλαμβάνει το συγγραφέα του, το άγχος του να αποκομίσει όσο πληρέστερη εικόνα της κατάστασης γίνεται στο σύντομο διάστημα της παραμονής του, καθώς και μια ιδιαίτερη ικανότητα να «ζυγίζει» γρήγορα τους συνομιλητές του και να μπαίνει στο «ψαχνό» του θέματος. Ο Porter συναντάται με τους πάντες. Από λιμενεργάτες μέχρι το βασιλιά, με τον οποίο θα πιει τσάι στα Ανάκτορα και θα εκφράσει στο ημερολόγιο του την απογοήτευσή του για την πλήρη αδιαφορία που έχει για το «λαό του».


Βέβαια, οι προνομιακοί συνομιλητές του είναι η κυβερνώσα ελίτ και οι κύριοι οικονομικοί παράγοντες της εποχής. Ο πρωθυπουργός, οι βασικοί υπουργοί και γενικότερα οι πολιτικοί πρωταγωνιστές της εποχής που ανακυκλώνονται στις ίδιες θέσεις, διοικητές τραπεζών και σημαίνοντες «επιχειρηματίες», Αθηναίοι μεγαλοαστοί. Οταν ο Porter δεν ταξιδεύει στην επαρχία για να συναντηθεί με τοπικούς πολιτικούς παράγοντες αλλά και «απλούς ανθρώπους», συγχρωτίζεται καθημερινά με την άρχουσα τάξη της πρωτεύουσας. H μέρα του αποτελείται από συσκέψεις με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες στα γραφεία τους ή στα σπίτια τους και από δείπνα και «κοκτέιλ πάρτι», η πολυτελής επιδεικτικότητα ορισμένων από τα οποία του προκαλεί αποστροφή, αναλογιζόμενος την εξαθλίωση του ελληνικού λαού. Εκτιμά ότι ενώ η κατάσταση της οικονομίας είναι άθλια, ελάχιστοι είναι οι πολιτικοί αλλά ακόμη και οι τεχνοκράτες που έχουν συγκροτημένη και ρεαλιστική άποψη για το τι πρέπει να γίνει, ενώ οι περισσότεροι είναι απορροφημένοι από τα παιχνίδια εξουσίας που παίζονται καθημερινά και το πώς θα ευνοηθούν από αυτά. Το χειρότερο είναι ότι φαίνεται να επαναπαύονται στους Βρετανούς και κυρίως στους Αμερικανούς με μια απίστευτη μακαριότητα ότι θα παρέμβουν και θα «σώσουν» την Ελλάδα, κάτι για το οποίο έχουν επιπλέον «ηθικό χρέος». Ο Porter αντιλαμβάνεται ότι αν δε λυθεί το «πολιτικό πρόβλημα» η οικονομία δεν πρόκειται να ορθοποδήσει και τον καταλαμβάνει απελπισία όταν συνειδητοποιεί ότι οι προοπτικές διαγράφονται εντελώς απογοητευτικές. Εξ ου και ομολογεί ότι θα χρειαστεί ένα «θαύμα» για την Ελλάδα. Σήμερα, σχεδόν 60 χρόνια μετά, κρίνοντας από το βάθος και τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και το βιοτικό επίπεδο, μπορούμε να πούμε ότι κάποιο «θαύμα», ίσως πολύ διαφορετικό από αυτό που είχε κατά νου ο Porter, πραγματοποιήθηκε, όχι πάντως χωρίς τίμημα. Και έτσι οι λογαριασμοί μας με την πιο ταραγμένη περίοδο της νεότερης πολιτικής ιστορίας μας και το ρόλο των ΗΠΑ παραμένουν ανοιχτοί. vand@ath. forthnet.gr