Η ψυχή της γλώσσας



Δεν είναι καθόλου άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Τακτικός επισκέπτης της χώρας μας, ο βάσκος συγγραφέας Μπερνάρντο Ατσάγα (Αστεάσου, Χώρα των Βάσκων, 1951) βλέπει τρία από τα έργα του να διεκδικούν έλληνες αναγνώστες. Το «Ομπαμπακόακ», για το οποίο τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1989, το «Ενας άνθρωπος μόνος» και το «Εκείνοι οι ουρανοί» κυκλοφορούν και τα τρία στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εκκρεμές. Δεν είναι πολλοί οι ισπανοί συγγραφείς που απολαμβάνουν αυτήν την εκδοτική στοργή και είναι ο μόνος από τη Χώρα των Βάσκων, αυτή την «περίεργη Λιλιπούπολη», όπως διηγείται ο ίδιος με χιούμορ.


Ασκησε πρώτα το επάγγελμα του οικονομολόγου, του καθηγητή της βασκικής γλώσσας, του βιβλιοπώλη και του σεναριογράφου προτού αφοσιωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία από το 1980 και ύστερα.


Το χιούμορ και η διάθεση παιχνιδιού με τις λέξεις τον κάνουν να ξεχωρίζει στο ισπανικό λογοτεχνικό πανόραμα. Το παιχνίδι ως στήριγμα της λογοτεχνίας και ως πηγή έμπνευσής της είναι η σταθερά του. Ανατρεπτικός ως το κόκαλο, μυήθηκε στη λογοτεχνία μέσα στη μαγεία των απομονωμένων χωριών της μικροσκοπικής πατρίδας του και στην έξαψη της μαγείας των παραμυθιών στηρίζει όλη του τη γοητεία. Οταν διαβάσεις οποιοδήποτε έργο του, το μόνο που θέλεις είναι να διαβάσεις περισσότερο, θέλεις να σου διηγηθεί ακόμη περισσότερες ιστορίες, είτε είναι δικές του είτε τις έχει δανεισθεί από άλλους.


Μικροκαμωμένος και με τα χέρια του σε διαρκή κίνηση, μας υποδέχεται στο καφέ όπου είχαμε δώσει ραντεβού για να μας διηγηθεί μία ακόμη ιστορία, τη δική του.


­ Ποιο είναι το αγαπημένο σας γράμμα;


«Στα αλφάβητά μου, σε όλα τα αλφαβητικά συστήματα που έχω μηχανευθεί, όλα τα γράμματα είναι κινούμενα: όλα έχουν ψυχή. Ετσι, π.χ., σε ένα διήγημα το Α μπορεί να είναι πολύ ακαδημαϊκό και αντιπαθητικό ενώ σε ένα άλλο μπορεί να είναι ένα καλοκάγαθο άνθος. Αυτή η κίνηση επεκτείνεται και μέσα στα όρια του ίδιου του αλφαβήτου. Σε κάποιες περιπτώσεις το αλφάβητο είναι ποταμός, σε άλλες βουνό, σε άλλες κάστρο. Δυστυχώς δεν μπορώ να ικανοποιήσω με ακρίβεια την περιέργειά σας αφού μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλέξω ένα γράμμα ­ θα ήταν σαν να επέλεγα μέσα από μια απειρία από γράμματα».


­ Το ότι είστε Βάσκος επηρεάζει το τι και το πώς γράφετε;


«Αν ένας συγγραφέας αποφασίσει να γράψει σε μια γλώσσα μειονοτική, όπως είναι η βασκική γλώσσα, που είναι η γλώσσα της οικογένειάς μου, είναι περίεργο, αλλά αμέσως νιώθει υποχρεωμένος να δημιουργήσει μια λογοτεχνική θεωρία λίγο διαφορετική από τη συμβατική. Εγώ για να μπορέσω να γράψω έστησα σιγά σιγά τη δική μου θεωρία. Οταν κάθεσαι να γράψεις είναι σαν να αρχίζεις μια διαδρομή. Σε αυτή τη διαδρομή συναντάς δυσκολίες αλλά και ευκολίες. Δεν υπάρχουν στη λογοτεχνία διαδρομές μέσα από παραδεισένιες κοιλάδες. Υπάρχουν και οι έρημοι και οι άγριοι βράχοι. Η εντύπωσή μου είναι ότι γράφοντας από τη Χώρα των Βάσκων, με την ιστορία που έχει, με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα μέρος του πληθυσμού, μια γλώσσα που δεν έχει λατινική προέλευση, είναι σαν να γράφεις από τη Λιλιπούπολη. Είναι ένα σημείο εκκίνησης στον χάρτη πολύ παράξενο. Η διαδρομή που διανύει ένας βάσκος συγγραφέας είναι πολύ παράξενη επίσης. Και όταν λέω παράξενη εννοώ διαφορετική, μοναδική, χωρίς να αναφέρομαι στο αν είναι καλύτερη ή χειρότερη. Στην προσωπική μου διαδρομή χρειάστηκε πολλές φορές να μιλήσω για λογοτεχνία σε τόπους όπου κανένας δεν μιλούσε γι’ αυτήν. Μιλούσα για λογοτεχνία πριν από 20 χρόνια σε χωριά απομονωμένα και ταυτόχρονα από συγγραφέας χρειάστηκε να μετατραπώ σε προπαγανδιστή, σε εκλαϊκευτή λογοτεχνίας. Χρειάστηκε να δημιουργήσω φόρμες λογοτεχνικές όπως τα αλφαβητικά μου συστήματα και να αφομοιώσω παραδόσεις που σε οποιονδήποτε άλλον είναι άγνωστες».


­ Γιατί γράφετε, κύριε Ατσάγα;


«Γιατί σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή της εφηβείας ο άνθρωπος έχει την εντύπωση ότι αυτό είναι κάτι σπουδαίο. Στο σχολείο οι μεγαλύτεροι συμμαθητές μου που έγραφαν καλά ήταν για μένα αντικείμενα θαυμασμού. Δεν ξέρω πώς μου μπήκε αυτή η ιδέα αφού θα μπορούσα να θαύμαζα αυτούς που τα πήγαιναν καλά στα μαθηματικά. Νομίζω ότι αυτή η πρώτη νεανική έξαψη που εξακολουθώ να διατηρώ ως σήμερα ­ όταν βλέπω π.χ. έναν πλανόδιο μουσικό ή ποιητή, νιώθω πραγματικά ευτυχής ­ είναι το σημαντικότερο. Οσο περνά ο καιρός αυτή η έξαψη διαπλέκεται με ό,τι συμβαίνει στη ζωή σου. Ερωτεύεσαι; Γράφεις. Περνάς μια δραματική στιγμή; Γράφεις. Το δύσκολο είναι να αντισταθείς και να συνεχίσεις να γράφεις. Να διατηρήσεις τη νεανική αυτή έξαψη ως το τέλος, κάτι που δεν είναι εύκολο. Παρατηρεί κανείς ότι η έξαψη αυτή αργοσβήνει με το πέρασμα του χρόνου. Εχω γνωρίσει πολλούς συγγραφείς κάποιας ηλικίας που δεν γράφουν πια αφού δεν έχουν όρεξη να γράψουν».


­ Είναι κάτι που εξαρτάται μόνο από την ηλικία;


«Η ηλικία είναι κάτι πολύ σημαντικό».


­ Υπάρχουν όμως και πολλοί συγγραφείς που παρά τη μεγάλη τους ηλικία διατηρούν εξαιρετική διαύγεια και γράφουν με όρεξη.


«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ηλικία είναι ένας από τους εχθρούς της γραφής. Σύμφωνα με τη λογοτεχνική θεωρία μου, θα αποχωρίσω από τον λογοτεχνικό κόσμο πολύ προτού φθάσω στα 60 χρόνια. Θα συνεχίσω να γράφω βέβαια αλλά δεν έχω καμία διάθεση να είμαι ένας γέρος συγγραφέας, περιτριγυρισμένος από κριτικούς που έχουν γράψει έργα για το έργο μου, γραμματείς και φαρισαίους. Είδα μια μέρα τον Μπιόι Κασάρες περιτριγυρισμένο από ένα τέτοιο τσούρμο, σε πολύ προχωρημένη ηλικία, και είπα μέσα μου: Δεν θέλω ποτέ να βρεθώ σε μια ανάλογη κατάσταση. Μου φάνηκε κουρασμένος, θλιμμένος, βαριεστημένος και όλοι οι άλλοι γύρω του σαν γύπες…».


­ Εχουν λοιπόν οι συγγραφείς μια ηλικία συνταξιοδότησης όπως οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα;


«Ασφαλώς και έχουν. Οπως σας είπα πριν, σύμφωνα με τη λογοτεχνική θεωρία μου, αυτή η ηλικία είναι πριν από τα 60 χρόνια, όταν έχει κανείς ακόμη τον χρόνο να γράψει με ηρεμία ένα-δυο έργα, σχεδόν μυστικά όμως. Η αλήθεια είναι ότι λίγοι συγγραφείς σκέφτονται να το κάνουν. Μετά από κάποια ηλικία όμως βλέπω πώς χειραγωγούνται από το πανεπιστήμιο, από τις πολιτικές αρχές, από συγκεκριμένες κλίκες. Με αυτή την έννοια, έχω την αναρχική πίστη, πιστεύω δηλαδή ότι η ελευθερία είναι το σημαντικότερο που υπάρχει. Οταν κάποιος είναι γέρος και χάνει δύναμη, γίνεται εύκολο θήραμα και μετατρέπεται σε σκλάβο».


­ Δεν οφείλεται αυτή η θεωρία στο ότι σας απένειμαν το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας σε μια αρκετά νεαρή ηλικία;


«Είναι αλήθεια! Μέσα στην προσωπική διαδρομή του καθένα θα συναντήσει κανείς καλά χαρτιά και κακά χαρτιά. Το γεγονός ότι μου απένειμαν το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας όταν ήμουν ακόμη αρκετά νέος, όπως και το γεγονός ότι το βιβλίο μου «Ομπαμπακόακ» έχει κάνει 25 εκδόσεις και έχει μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες μου παρέχουν επίσης ελευθερία. Από εκεί και πέρα ο κάθε συγγραφέας πρέπει να εκμεταλλευθεί τα χαρτιά που του παρουσιάζονται, χαρτιά που μπορεί να ερμηνευθούν με διαφορετικό τρόπο αφού όλοι είμαστε τόσο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Πρέπει να έχει κανείς μια θεωρία για την αποτυχία και μια θεωρία για τον θρίαμβο. Ισως για τον θρίαμβο να είναι πιο σημαντικό να έχει κανείς θεωρία γιατί ο θρίαμβος έχει ιδιότητες εξόχως αποβλακωτικές που δημιουργούν παρενέργειες».


­ Γιατί προτιμάτε τον συγγραφέα εφευρέτη από τον συγγραφέα αφηγητή;


«Εμένα θα μου άρεσε να ήμουν τρία πράγματα. Κάποτε ο Ναμπόκοφ είπε ότι ο συγγραφέας είχε κάτι από δάσκαλο σχολείου, κάτι από εφευρέτη και κάτι από μάγο τσίρκου. Αυτά τα χαρακτηριστικά μου αρέσουν πολύ. Σε όλα μου τα βιβλία είναι παρόντα και τα τρία. Είναι κάτι που είχα από την αρχή ξεκάθαρο. Δεν επρόκειτο να γράψω μία από τα ίδια. Ηθελα να κάνω κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο και νομίζω ότι ως ένα βαθμό το έχω καταφέρει και οι αναγνώστες μου σε όλο τον κόσμο το αναγνωρίζουν».


­ Είστε από τους συγγραφείς που τους αρέσει να παίζουν με τη γλώσσα. Εχετε την αίσθηση ότι οι λέξεις και τα γράμματα είναι παιχνίδια επικίνδυνα;


«Νομίζω ότι όταν κάνει κανείς αυτό που του αρέσει στην πραγματικότητα είναι σαν να παίζει. Οχι, δεν νομίζω ότι τα γράμματα και οι λέξεις είναι παιχνίδια επικίνδυνα. Εχουν τους κανόνες τους, πώς θα λέγαμε τις οδηγίες χρήσης τους, αλλά δεν είναι απαγορευτικά για κανέναν. Τη φαντασία δεν μπορείς να την απαγορεύσεις σε κανέναν και όσο υπάρχει αυτή τόσο θα παίζουμε με τις λέξεις και τα γράμματα. Αυτό το παιχνίδι θα αποτελεί διαρκώς μια πηγή έμπνευσης για όλους όσοι θέλουν να μάθουν».


­ Περάσατε την τελευταία περίοδο διδάσκοντας δημιουργικό γράψιμο στις ΗΠΑ. Μάθατε κάτι;


«Η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου δίδαξα συγγραφή λογοτεχνίας και θα πρέπει να πω ότι ήταν μια εμπειρία ευχάριστη, αν και εξουθενωτική. Ζώντας σε έναν άλλον τόπο από αυτόν που ζεις καθημερινά οπωσδήποτε μαθαίνεις, ανταλλάσσεις απόψεις, δεν μπορώ να πω όμως ότι ήταν από τις περιόδους της ζωής μου όπου περισσότερο έμαθα. Η μάθηση είναι κάτι το εντελώς σχετικό».


­ Είναι η πρώτη φορά που διδάξατε συγγραφή. Μπορείς να διδάξεις κάποιον πώς να γίνει συγγραφέας;


«Εξαρτάται πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον όρο διδασκαλία. Μαγικές συνταγές επιτυχίας ασφαλώς και δεν υπάρχουν, ακόμη και για τον πιο προικισμένο. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο λογοτέχνης είναι όπως ένας μηχανικός, με μόνη διαφορά ότι εργαλεία του είναι οι λέξεις. Νομίζω λοιπόν ότι ως ένα επίπεδο μπορεί να διδαχθεί η συγγραφή όπως διδάσκονται σε ένα μηχανικό τα βασικά εξαρτήματα μιας μηχανής. Αλλη υπόθεση είναι βέβαια το αν θα καταφέρει αυτός να τη θέσει σε λειτουργία, κάτι που σε τελευταία ανάλυση είναι και το ζητούμενο. Είναι όμως πολύ σημαντικό να δώσεις σε κάποιον τις οδηγίες χρήσης για τις οποίες μιλήσαμε προηγουμένως. Αλλο πράγμα όμως οδηγίες χρήσης και άλλο χρήση».


­ Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης σας;


«Εκείνος που θα με αμφισβητήσει από την πρώτη σελίδα που θα διαβάσει. Δεν με ενδιαφέρει ο αναγνώστης που με θαυμάζει εκ των προτέρων, που παραδίδεται άνευ μάχης στα όπλα της τέχνης μου. Ενας από τους στόχους του έργου μου είναι να ξυπνήσει στον αναγνώστη αυτό το αίσθημα αναρχίας απέναντι σε αυτό που του προσφέρεται. Θέλω να τον ταρακουνήσω προκειμένου να προκαλέσω τη συμμετοχή του σε αυτή τη θαυμαστή διαδραστική διαδικασία που πρέπει να είναι η ανάγνωση. Θέλω τον αναγνώστη σύντροφό μου στην ανάγνωση».


­ Ποιο είναι το κοινό νήμα που διαπερνά τα τρία έργα σας που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα;


«Νομίζω ότι αυτό που διαπερνά το «Ομπαμπακόακ», το «Ενας άνθρωπος μόνος» και το «Εκείνοι οι ουρανοί» είναι η ιδέα της αλληλεγγύης. Δείτε πού έχουν φθάσει τα πράγματα: η επίσημη εξουσία εγκολπώθηκε τη λέξη αυτή που άλλοτε είχε επαναστατικό χαρακτήρα και την κατάντησε να σημαίνει λίγο-πολύ ελεημοσύνη. Η «αλληλεγγύη» αποτελεί τώρα μέρος της επίσημης ρητορικής. Νομίζω ότι πρέπει να επαναδιεκδικηθεί ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της αλληλεγγύης και οι αξίες που υπάρχουν πίσω της. Ισως να πρέπει να αλλάξουμε ακόμη και την ίδια την λέξη αν είναι ανάγκη».