Του έρωτα και του θανάτου


Η μετάφραση των Αρχαίων Ελληνικών Επιγραμμάτων, μνημειακών ή αμιγώς λογοτεχνικών και αυτονομημένων, όπως είναι κυρίως τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας και της Πλανούδειας έχει απασχολήσει αρκετούς έλληνες φιλολόγους και ποιητές (ανάμεσά τους και οι δύο νομπελίστες μας). Αντίθετα το ενδιαφέρον των φιλολόγων μας για πρωτογενή μελέτη και έρευνα των Αρχαίων Ελληνικών Επιγραμμάτων δεν φαίνεται να είναι ανάλογο, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του μακαρίτη Αριστόξενου Σκιαδά. Ετσι οι περί ων ο λόγος τόμοι, που κατά ευτυχή συγκυρία εκδόθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, συνεχίζουν με τον τρόπο τους την καλή παράδοση των μεταφράσεων του Αρχαίου Ελληνικού Επιγράμματος και συμβάλλουν (ιδίως η εκτενής Εισαγωγή του κ. Χουρμουζιάδη) στην κατανόηση του είδους. Κοινό στοιχείο τους επίσης η άψογη εμφάνισή τους, μεράκι και μέλημα τόσο του Αιμίλιου Καλιακάτσου όσο και του Σταύρου Πετσόπουλου.


Στο παρόν σημείωμα θα περιοριστούμε σε ορισμένες μόνο πλευρές των δύο τόμων, όπως λ.χ. στον τρόπο της συγκεκριμένης επιλογής των Επιγραμμάτων, στα θεωρητικά κείμενα και φυσικά στη μεταφραστική ιδεολογία και πρακτική των συγγραφέων τους. Οι όποιες διαφορές τους σχετίζονται οπωσδήποτε (και φυσικά δικαιολογούνται) από την ίδια την ταυτότητα των μεταφραστών και συντακτών τους: ο καθηγητής κ. Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης είναι ειδικός στο αρχαίο ελληνικό δράμα, με λαμπρές μονογραφίες για τον Ευριπίδη, για το σατυρικό δράμα, για τον τραγικό χορό κ.ά. Ο κ. Παντελής Μπουκάλας είναι γνωστός τόσο για το ποιητικό όσο και για το κριτικό και δοκιμιακό έργο του. Παλαιότερη ενδογλωσσική μετάφρασή του είναι ο Επιτάφιος Αδώνιδος του Βίωνα του Σμυρναίου (1991).


Τα ερωτικά επιγράμματα που επιλέγει ο Ν. Χουρμουζιάδης προέρχονται όλα από την Παλατινή Ανθολογία. Συγκεκριμένα επιλέγει 224 από τα 310 του V βιβλίου και 35 από τα 258 του ΧΙΙ, τη Στράτωνος Μούσα Παιδική, που έχει μεταφράσει από το 1979 ο Γιώργος Ιωάννου. Ο Επιτάφιος Λόγος του Π. Μπουκάλα βασίζεται στη γαλλική ανθολογία Tombeaux Grecs: Anthologie d’ Epigrammes που εξεπόνησε ο Denis Rocques, φιλόλογος και αρχαιολόγος, για λογαριασμό των εκδόσεων Gallimard (1995). Στον γάλλο ανθολόγο ανήκει επίσης η μικρή εισαγωγή που μεταφράζει ο Γιάννης Η. Χάρης. Τα 156 ανθολογούμενα επιγράμματα προέρχονται από το VII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, 79 από 748 συνολικά, 60 από τα περίπου 2.000 της συλλογής ταφικών επιγραμμάτων του Werner Peek, Griechische Vers-Inschriften: Grab-Epigramme (1955, ανατ. 1988), 12 από τα 254 του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (VIII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας) και πέντε από την Πλανούδεια.


Ενα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι η επιλογή του Χουρμουζιάδη καλύπτει σημαντική έκταση από το corpus των ερωτικών επιγραμμάτων της Παλατινής, σε αντίθεση με τον γάλλο ανθολόγο που εκτός από την Παλατινή και την Πλανούδεια έπρεπε να επιλέξει από έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό επιτύμβιων και μνημειακών επιγραμμάτων. Τα 60 όμως επιγράμματα από τη συλλογή του Peek ­ επιλεγμένα από τη Γαλλία ως την Πισιδία και από την Αίγυπτο ως τη Δαλματία ­ μας δίνουν μια καλή εικόνα αυτής της γεωγραφίας του πένθους. Αλλωστε τα κριτήρια επιλογής του Rocques είναι να μας προσφέρει μια όσο το «δυνατόν ακριβέστερη εικόνα» των ελληνικών επιτύμβιων επιγραμμάτων και για τούτο προσπαθεί να διατρέξει όχι μόνο όλες τις περιόδους αλλά και τους ποικίλους τόπους της σχετικής παραγωγής. Αντίθετα τα κριτήρια ανθολόγησης του Χουρμουζιάδη είναι περισσότερο λογοτεχνικά και φιλολογικά: αποκλείει (και καλά κάνει) τους Βυζαντινούς Αγαθία και Παύλο Σιλεντιάριο, ως λόγιους και ψυχρούς μιμητές του είδους, ενώ για να «διορθώσει», όπως γράφει, τους αρχαίους ανθολόγους και να διευρύνει συνάμα τη συλλογή του συμπεριλαμβάνει τα «ανοίκεια» επιγράμματα της Παιδικής Μούσας, δηλαδή τα μη παιδεραστικά και όσα έχουν «ένα απροσδιορίστου φύλου ερωτικό χαρακτήρα».



Η μακρά Εισαγωγή (70 σελ.) του Νίκου Χουρμουζιάδη είναι ευανάγνωστη και κατατοπιστική. Ειδικά στο πρώτο κεφάλαιο, «Περιγραφή του είδους», συζητούνται και διευκρινίζονται ­ όταν δεν λύνονται ­ πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν χρόνια οι μελετητές του είδους. Ξεκινώντας από κάποιες αρχαιολογικές μαρτυρίες (και ειδικά από την επιγραφή πάνω στο περίφημο «ποτήρι του Νέστορα») ο Χουρμουζιάδης υποστηρίζει ότι αφετηρία και τελικός στόχος μιας επιγραφής (και κατά συνέπεια ενός επιτύμβιου επιγράμματος) είναι να δημιουργηθεί επικοινωνία και σχέση «ανάμεσα σε πρόσωπα και αντικείμενο, με την υποβολή μιας διάθεσης και ενός τόνου». Με τον τρόπο αυτό η επιγραφή, και ανάλογα το επιτύμβιο επίγραμμα, μεσολαβεί για να παραχθούν οι απαραίτητοι όροι ενός «διαλόγου» ανάμεσα στον απόντα/εκλιπόντα και στον αρχικά παρόντα/αναθέτη και αργότερα στον όποιο αναγνώστη. Η παρηγορητική του διάθεση (ή η ερωτική του θέρμη αντίστοιχα) μπορεί και συγκινεί τον αναγνώστη κάθε εποχής, εξαιτίας της ομοιότητας των ανθρώπινων αισθημάτων και της κοινότητας του θέματος. Επιτελεί επομένως μια από τις ουσιώδεις λειτουργίες της λογοτεχνίας.


Εδώ ακριβώς προκύπτει το επόμενο ερώτημα: πώς ελέγχεται η λογοτεχνική αξία των επιγραμμάτων και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο κυρίως εκδηλώνεται η ποιητική τους διάθεση. Κατ’ αρχάς δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το επίγραμμα αποτελεί μια ιδιάζουσα μορφή ποιητικού λόγου. Είναι σύντομο (ελάχιστα υπερβαίνουν τους 10 στίχους), συντάσσεται σχεδόν αποκλειστικά σε ελεγειακό δίστιχο, διατηρεί (τουλάχιστον το μνημειακό) στενή επαφή με την πραγματικότητα, αλλά την ίδια στιγμή εμφανίζει μια έντονη τυπολογία (κυρίως τα επιτύμβια) και όχι σπάνια έχει γνωμικό και συμβουλευτικό χαρακτήρα. Εξάλλου η αναγκαστική «επιγραμματική» συντομία του απαιτεί έναν ιδιαίτερα πυκνοϋφασμένο και πολυσήμαντο λόγο, γεγονός που κάποτε του προσδίδει μια ηθελημένη ασάφεια, ενώ δεν λείπουν αμφισημίες, υπαινιγμοί και υπονοούμενα κυρίως στα ερωτικά και παιδεραστικά επιγράμματα. Το Αρχαίο Ελληνικό Επίγραμμα είναι το δίχως άλλο ένα ιδιαίτερα «τεχνικό» είδος με λόγο εξαιρετικά επεξεργασμένο, πνευματώδη, συχνότατα επιτηδευμένο και γλώσσα «φορτισμένη με νόημα στον ανώτατο δυνατό βαθμό», για να θυμηθούμε τον περίφημο ορισμό του Πάουντ. Αλλά είναι όλοι αυτοί οι λόγοι αρκετοί για να παραχθεί ένα κείμενο θερμό ικανό να μας συγκινήσει; Υποβάλλουν πάντοτε την προσδοκώμενη «διάθεση και τόνο»; Το ερώτημα είναι ενδιαφέρον αλλά δεν μπορεί να μας απασχολήσει εδώ. Αλλωστε οι όποιες απαντήσεις σε αυτού του είδους τα ερωτήματα ούτε εύκολες είναι πάντα ούτε πειστικές.


Το Επίμετρο του Παντελή Μπουκάλα (σελ. 175-208) περιέχει αρκετές ενδιαφέρουσες ιδέες. Ξεκινώντας από το φαινόμενο του θανάτου βρίσκει ότι τα επιτύμβια επιγράμματα αποτελούν «ομιλητικότατα κειμήλια μιας ποίησης… η οποία ασκήθηκε να θρηνεί χωρίς να οδύρεται, να καρτερεί χωρίς να παραδίδεται, να στέκει κατέναντι στη μοίρα… και να μην τη λατρεύει ούτε να της υποτάσσεται αμήχανη και ναρκωμένη». Αυτή η αντιμετώπιση της Ειμαρμένης, ο έλεγχος των δακρύων και ο μετριασμός του κοπετού (συμπεριφορά που νομοθετείται μάλιστα για διάφορους λόγους στην αρχαιότητα) συνιστά κατά τον Μπουκάλα μια ιδιάζουσα ελληνική στάση απέναντι στον θάνατο, που κυμαίνεται από τη γενναία αποδοχή του μοιραίου και αναπότρεπτου ως τον σαρκασμό και τον δημιουργικό οίστρο, όπως διακηρύσσεται στην εμπειρίκεια «Οδό των Φιλελλήνων». Ο θάνατος ­ συνεχίζει ­ είναι «μοίρα της ζωής» και η αδόκητη μεταστροφή της τύχης μοιάζει σχεδόν φυσική καθώς υποδηλώνει την ίδια τη «διαλεκτική της φύσης». Το Επίμετρο κλείνει με μια σύντομη αναφορά στη σύγχρονη ελληνική επιτύμβια ποίηση από τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Καρυωτάκη ως τον Σικελιανό και τον Σεφέρη.


Βρίσκω το Επίμετρο του Μπουκάλα καλογραμμένο και ευαίσθητο, όπως όλα τα κείμενά του, αλλά πιστεύω ότι οι ιδέες του δεν ολοκληρώνονται στον επιθυμητό βαθμό και το δίχως άλλο η έρευνά του θα έπρεπε να ήταν ευρύτερη και συστηματικότερη. Συμφωνούμε λ.χ. ότι στο μνημειακό και λογοτεχνικό επιτύμβιο επίγραμμα, όπως και στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία γενικότερα, ενυπάρχει αυτή η γενναία αποδοχή του θανάτου. Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντοτε τόσο απλά και συχνά το «χαμόγελο» που γεννά αυτή η αποδοχή είναι βεβιασμένο. Η άποψη λ.χ. του νεκρού Αχιλλέα για τον θάνατο και τη ζωή (στην 11η οδυσσειακή ραψωδία) και ο κοπετός της παιδίσκης Αντιγόνης στην ομώνυμη τραγωδία, τη στιγμή όπου οδηγείται στον νεκρικό και όχι στον γαμήλιο θάλαμο, αποτελούν την άλλη εξίσου «φυσική» πλευρά του ζητήματος.


Ολες οι ενδογλωσσικές μεταφράσεις είναι καλοδεχούμενες, ιδιαίτερα μάλιστα αν αρθρώνονται ενσυνειδήτως και προβάλλουν καθαρά την ιδεολογία τους, όπως συμβαίνει με τα έργα του Χουρμουζιάδη και του Μπουκάλα. Αυτό είναι ­ νομίζω ­ που προέχει. Οι όποιες ενστάσεις και διαφωνίες έπονται. Η μεταφραστική μέθοδος του Χουρμουζιάδη εκτίθεται σαφέστατα. Πιστεύει ότι δεν πρέπει να αγνοηθεί το ελεγειακό δίστιχο, το «μουσικό περίβλημα» όπως λέει του Επιγράμματος και η συναφής «ηχητική λειτουργία» του. Αν αγνοήσουμε αυτό το «ζωτικό συστατικό της σύνθεσης» είναι σαν να απαγγέλλουμε απλώς τους στίχους ενός τραγουδιού. Ετσι για να άρει αυτό τον υπαρκτό συμβιβασμό της ελεύθερης μορφής, που καταστρέφει τη φόρμα προς όφελος της πιστότητας, ο Χουρμουζιάδης, με τη «συνειδητή ψευδαίσθηση» ότι προσφέρει κάτι από τη μουσικότητα του Επιγράμματος, επινοεί ένα δικό του δίστιχο: αποδίδει τους μονούς εξάμετρους στίχους του επιγράμματος με τον καζαντζακικό 17σύλλαβο, τους ζυγούς πεντάμετρους με τον δημοτικό 15σύλλαβο και διατηρεί την ομοιοκαταληξία.


Η ιδέα είναι καλή: η μορφή του πρωτότυπου στίχου όπως και η μουσική λειτουργία του (αν και δεν είμαι βέβαιος ότι όντως τις απολαμβάνουμε σήμερα) δεν πρέπει φυσικά να αγνοηθούν. Ο,τι όμως βαραίνει δεν είναι μόνο η μορφική αντιστοιχία προς το πρωτότυπο. Εκείνο που τελικά πρέπει να επιδιώκεται στην άχαρη τέχνη της μετάφρασης των ποιημάτων (εκτός από την πιστότητα) είναι η ποιότητα του νέου κειμένου. Αυτό είναι τελικά που δικαιολογεί κάθε μεταφραστικό εγχείρημα αφού έτσι κι αλλιώς η μετάφραση αποτελεί τον «μεγάλο συμβιβασμό». Ετσι κάποτε η εμμονή του Χουρμουζιάδη να διατηρήσει αρραγή τη μορφή του κειμένου του τον οδηγεί σε απρόσμενες λύσεις. Αξίζει λ.χ. τόσο πολύ ένας βαρύς 17σύλλαβος ώστε ο άτακτος νεαρός του Ασκληπιάδη, ΧΙΙ 46, που δηλωμένα είναι ετέων δύο κείκοσι στη μετάφραση να μην είναι «ούτε είκοσι»; Αλλες πάλι φορές οι λύσεις του είναι συμβατικές και παρά την επιθυμία του οι στίχοι του δεν είναι πάντα μουσικοί: (V 157, Μελέαγρος) «Αγρια ακόνισε της Ηλιοδώρας ο Ερωτας τα νύχια / γλυκά σε ξύνουν και εισδύουν ως της καρδιάς τα μύχια» («Τρηχύς όνυξ υπ’ Ερωτος ανέτραφες Ηλιοδώρας / ταύτης γαρ δύνει κνίσμα και ες κραδίην»). Το ίδιο συμβαίνει και σε κάποιες περιπτώσεις όπου ο επιγραμματοποιός επιμένει στην ανατομία των κοριτσιών. Ετσι στο V 60 (Ρουφίνος) ο υπεροιδαίνων Ευρώτας, που μάταια προσπαθεί να σκεπάσει με το χέρι του το λουόμενο κορίτσι (από τα μάτια τίνος;), σημαίνει «ο φουσκωμένος της Ευρώτας (αιδοίο)», όπως και αν εννοήσουμε το επίθετο. «Τα καμπύλα του Ευρώτα της» που προκρίνει ο Χουρμουζιάδης τουλάχιστον ανατομικά δεν δίνει νόημα. Ανάλογα και στο V 132 (Φιλόδημος) η απόδοση «ο μηρός της, αχ, οι γλουτοί, τα ισχία και κάπου απέναντι (!) η σχισμή της» του ασύνδετου αλλά εύγλωττου ω μηρών, ω γλουτών, ω κτενός, ω λαγόνων πάλι κάνει λάθος στην ανατομία και καταστρέφει την πολυσημία του κτενός (χτένι, δίθυρο θαλασσινό οστρακόδερμο με εύχυμη σάρκα και εδώ αιδοίο). Μια σημείωση για το «χτενάκι» της θα έλυνε κάπως το πρόβλημα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο Χουρμουζιάδης δεν ευτυχεί στη μετάφρασή του. Κάθε άλλο. Βρίσκω μάλιστα συγκινητικό το γεγονός ότι ένας άνθρωπος, πιστός στην «συνειδητή ψευδαίσθησή του», αφιέρωσε χρόνο και κόπο για να μας προτείνει μια νέα μεταφραστική πρακτική.


Στον Επιτάφιο Αδώνιδος ο Μπουκάλας είχε εντρυφήσει σε έναν 15σύλλαβο με σαφείς τις δημοτικές καταβολές του. Τώρα εγκαταλείπει «τους κλασικότροπους μεταφραστικούς ρυθμούς» και επιλέγει τον ελεύθερο στίχο. Δηλώνει όμως ότι μαθητεύει στο δημοτικό μοιρολόι, στην αίσθηση του ήθους του ­ όπως γράφει ­ και στον πικρό πλούτο της ακοής, αλλά όχι στον ήχο του, τον σχηματισμένο «μέσα σε στέρεα μέτρα». Πιστεύω όμως ότι εδώ υπάρχει κάποια παρεξήγηση. Το μοιρολόι (ως άκουσμα και ως ανάγνωσμα) παρέχει την όποια «αίσθηση ήθους» ακριβώς και με τη συνδρομή της μετρικής φόρμας του και της μουσικής του. Οπως δεν νοείται ατραγούδιστο μοιρολόι, έτσι πιστεύω δεν νοείται μοιρολόι σε ελεύθερο στίχο. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η μετάφραση των επιτυμβίων που θα δοκίμαζε να χρωματιστεί απλώς με την «αίσθηση ήθους» του μοιρολογιού, παραβλέποντας τα στέρεα μέτρα του, δεν τελεσφορεί. Αλλωστε δεν γίνεται αντιληπτό αυτό το «ήθος» στη μετάφραση του Μπουκάλα, ακόμη και εκεί όπου η απόδοση ευτυχεί περισσότερο, στα μνημειακά επιγράμματα του Peek. Ο τόνος εδώ αλλά κυρίως ο τόνος στην απόδοση των λόγιων επιγραμμάτων του Ναζιανζηνού είναι σαφώς καβαφικός (προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινήθηκε και η μετάφραση του Γιώργου Ιωάννου). Η αναλογία αυτή είναι σαφώς νομιμότερη. Οι ενστάσεις μας για την απόδοση του Μπουκάλα εστιάζονται κυρίως στις μεταφράσεις των επιγραμμάτων του VII βιβλίου. Μπορεί το κείμενο να αναδίδει θέρμη, αλλά το πολύπλοκο και το δύστροπο του πρωτοτύπου δημιουργεί συχνά προβλήματα. Ετσι κάποτε εκπίπτουν τα πολυσύνθετα επίθετα και συρρικνώνεται ο στίχος και άλλοτε αναφύονται παρερμηνείες. Ας δούμε ως παράδειγμα το VII 24 του Σιμωνίδη του Κείου για τον Ανακρέοντα: Οι τρεις στίχοι κήν χθονί πεπτηώς κεφαλής εφύπερθε φέροιτο / αγλαόν ωραίον βότρυν απ’ ακρεμόνων / και μιν αεί τέγγοι νοτερή δρόσος αποδίδονται περιληπτικά: «Τώρα, σταφύλι ωραίο λαμπερό κρέμεται / πάνω απ’ τη γερμένη κεφαλή του, / γλυκά να δροσίζει…», ενώ η φιλόπαις χέλυς (χελώνα, είδος μουσικού οργάνου) δεν μπορεί να σημαίνει τη «λύρα… των αγοριών την ερωμένη» αλλά τη «λύρα την παιδεραστική»(!).


Αυτές και όποιες ενδεχόμενες ενστάσεις και αντιρρήσεις με κανένα τρόπο δεν μειώνουν την προσφορά των Χουρμουζιάδη και Μπουκάλα. Πέρα από το γεγονός ότι μας επανεισάγουν στο είδος του Αρχαίου Ελληνικού Επιγράμματος (προσφέροντάς μας και το πρωτότυπο) τόσο οι μεταφραστικές δοκιμές τους όσο και τα συνοδευτικά κείμενα δικαιολογούν και με το παραπάνω το εγχείρημα. Το Επίγραμμα, είτε ψάλλει τον έρωτα είτε θρηνεί τον θάνατο, είναι είδος χαριέστατο και η μελέτη του ψυχαγωγεί και ωφελεί. Χαιρετίζουμε συνεπώς την έκδοση των δύο τόμων και τους συνιστούμε ανεπιφύλακτα. Αλλωστε μόνο μελετώντας τους μπορούμε να τους εκτιμήσουμε δίκαια και σωστά.


Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.