Σιωπηρά σκηνοθέτησε,ζωγράφισε, έφυγε…
Ενας έλληνας σκηνοθέτης (που για ευνόητους λόγους σεμνότητας κρατά την ανωνυμία του) μόλις έμαθε τον θάνατο του 98χρονου «δασκάλου» του μινιμαλισμού είπε: «Πάνω από τον τάφο του πρέπει να γράψουν μόνο μία μικρή, τόση δα φράση: ο Ρομπέρ Μπρεσόν είναι ο καλύτερος ήχος μετά τη σιωπή». Σιωπηρά σκηνοθέτησε, ζωγράφισε, έγραψε. Το Σάββατο 18 Δεκεμβρίου σιωπηρά «αναχώρησε». Αλλά και σιωπηρά η γυναίκα του ανακοίνωσε την είδηση, τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατό του (Τρίτη 21 Δεκεμβρίου). Από το 1934, όταν σε ηλικία 33 ετών σκηνοθέτησε την πρώτη 25λεπτη ταινιούλα του «Δημόσιες σχέσεις» («Affaires publiques»), ως το 1983, οπότε υπογράφει το τελευταίο του αριστούργημα «Το χρήμα» («L’ argent»), μεσολάβησε μισός αιώνας. Στην πραγματικότητα όμως το διάστημα είναι μεγαλύτερο. Χρειάστηκαν 65 χρόνια (από το 1934 που ξεκίνησε ως το 1999) για να «φορτωθούν» στην κινηματογραφική Κιβωτό 14 σπάνια «κομμάτια» απλότητας και σοφίας του Ρομπέρ Μπρεσόν. Λίγα αλλά καλά. Το μεγάλο φυσικά ερώτημα είναι πόσοι τον αναγνωρίζουν ή, το ακόμη πιο απίστευτο, πόσοι τον ξέρουν. Ο Μπρεσόν όπως ελάχιστοι «αμετανόητοι» δημιουργοί έπραξαν, ουδέποτε υποχώρησε από τις αρχές του. Από ταινία σε ταινία επαναλάμβανε την ίδια… Ταινία. Ποια ήταν τα συστατικά της; Αξίζει να τα ακούσουμε από τα χείλη του. Οπως τα διατύπωσε σε δύο συνεντεύξεις του. Η πρώτη δόθηκε στον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και δημοσιεύτηκε στα «Cahiers du Cinema», τεύχος 178 (Μάιος 1966). Η δεύτερη στον Μισέλ Σιμάν και δημοσιεύτηκε σε ολοκληρωμένη μορφή στο τεύχος 430 του «Positif» τον Δεκέμβριο του 1996.
Απλότητα: «Οδεύω, χωρίς να το επιδιώκω, προς την απλότητα. Πιστεύω ότι η απλότητα είναι κάτι που ποτέ δεν πρέπει να το επιδιώκεις. Οταν έχεις δουλέψει αρκετά, τότε η απλότητα έρχεται από μόνη της. Είναι πολύ κακό να επιδιώκεις από πολύ νωρίς την απλότητα: εκεί οφείλονται η κακή ζωγραφική, η κακή λογοτεχνία, η κακή ποίηση. Η απλότητα πρέπει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Το έχω πει και στο παρελθόν: η φωτογραφία δεν λέει την αλήθεια. Το ίδιο άτομο κάτω από δύο διαφορετικούς φωτισμούς μοιάζει να είναι κάποιος άλλος».
Ελευθερία: «Το αφτί είναι πολύ πιο δημιουργικό από το μάτι. Το μάτι τεμπελιάζει, αντιθέτως το αφτί επινοεί. Η ακοή είναι μια αίσθηση πολύ πιο βαθιά… Δημιουργεί συνειρμούς. Το σφύριγμα του τρένου μπορεί να σου φέρει στον νου και να δημιουργήσει ανάγλυφα την εικόνα ενός ολόκληρου σταθμού. Οι πιθανοί συνειρμοί είναι άπειροι. Αλλο ένα καλό με τον ήχο είναι ότι αφήνει ελεύθερο τον θεατή. Και αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας: ένας θεατής όσο το δυνατόν πιο ελεύθερος. Ε, λοιπόν, αυτή η ελευθερία είναι μεγαλύτερη με τον ήχο παρά με την εικόνα».
Γράψιμο: «Οταν γράφω, γράφω σαν να ζωγραφίζω, σαν να χρωματίζω: πετάω μια πινελιά αριστερά, μια πινελιά δεξιά, λίγο στη μέση, σταματάω, ξαναρχίζω… Και πρέπει να γράψω κάποια πράγματα πρώτα για να πάψει να με καταπιέζει η λευκή σελίδα και να αρχίσω να γεμίζω τις τρύπες. Οπως βλέπετε, δεν είμαι του γραψίματος».
Φόρμα: «Για μένα η φόρμα είναι το μόνο πράγμα μέσα από το οποίο μπορώ να δω την ταινία μου. Είναι παράξενο: όταν την ξαναβλέπω, βλέπω μόνο πλάνα. Δεν έχω ιδέα αν η ταινία είναι συγκινητική ή δεν είναι. Δίνω τεράστια σημασία στη φόρμα. Και θεωρώ ότι τον ρυθμό τον καθορίζει η φόρμα. Ο ρυθμός όμως είναι παντοδύναμος. Είναι το πρώτο και το κύριο. Ακόμη και όταν σχολιάζουμε μια ταινία, πρώτα το βλέπουμε αυτό το σχόλιο, πρώτα το νιώθουμε, ως ρυθμό. Στη συνέχεια γίνεται χρώμα ψυχρό ή θερμό και ύστερα αποκτά νόημα. Το νόημα όμως έρχεται τελευταίο».
Σινεμά: «Δεν πάω σινεμά και δεν πάω γιατί φοβάμαι. Αυτός είναι ο μόνος λόγος. Νιώθω ότι απομακρύνομαι από τις σύγχρονες ταινίες κάθε ημέρα όλο και περισσότερο. Και κυριολεκτικά τρέμω γιατί βλέπω όλες αυτές τις ταινίες που τις αποδέχεται το κοινό. Διαπιστώνω λοιπόν ότι, χωρίς να το θέλω, συνεχώς απομακρύνομαι από έναν κινηματογράφο που, κατά τη γνώμη μου, έχει πάρει λάθος δρόμο, βουλιάζει στο μιούζικ χολ ή στο κινηματογραφημένο θέατρο, χάνει εντελώς τη δύναμη και το ενδιαφέρον του και βαδίζει στην καταστροφή. Οχι επειδή οι ταινίες κοστίζουν πολύ ακριβά ή επειδή η τηλεόραση ανταγωνίζεται τον κινηματογράφο. Οχι απλώς επειδή ο κινηματογράφος δεν είναι τέχνη, κι ας υποτίθεται ότι είναι. Είναι μια ψευδοτέχνη που προσπαθεί να εκφραστεί με τη μορφή μιας άλλης τέχνης. Δεν υπάρχει όμως τίποτε χειρότερο και τίποτε πιο αναποτελεσματικό από κάτι τέτοιες τέχνες. Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος δεν έχει τίποτε να ωφεληθεί με το να είναι μια φωτογραφική εκδοχή του θεάτρου ούτε με το να αποτελεί μια σύνθεση των υπολοίπων καλών τεχνών. Μ’ αρέσει να επαναλαμβάνω στους νέους μια φράση του Σταντάλ: «Οι άλλες τέχνες μού δίδαξαν την τέχνη της συγγραφής». Πρέπει κανείς να καλλιεργεί την όραση και την ακοή του. Το σινεμά αντιγράφει τη ζωή ή τη φωτογραφίζει, ενώ εγώ την ανασυνθέτω με όσο το δυνατόν πιο φυσικά και ακατέργαστα υλικά».
Ανθρωποι: «Εχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι είναι πολύ έξυπνοι, πολύ προικισμένοι, αλλά η ζωή τούς ισοπεδώνει. Κοιτάξτε τα παιδιά της αστικής τάξης. Αναφέρομαι στην αστική τάξη γιατί αυτή είναι η κατ’ εξοχήν τάξη που ισοπεδώνει τα παιδιά της. Γιατί τίποτε δεν προκαλεί τόσο φόβο όσο το ταλέντο ή η ευφυΐα. Και αρχίζει ο πανικός. Πανικοβάλλονται οι γονείς και ισοπεδώνουν τα παιδιά τους. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένα ζώα που τα ισοπεδώνουν με την εκπαίδευση, το ξύλο».
Χρήμα: «Είναι ένας ελεεινός ψευδοθεός! Στη σημερινή εποχή είναι πανταχού παρών. Είναι αλήθεια όμως ότι αυτό που έχει βαρύτητα είναι αόρατο. Τι κάνουμε εμείς εδώ; Τι είναι η ζωή; Τι είναι ο θάνατος; Πού πάμε; Ποιος κάνει όλα αυτά τα θαύματα του ζωικού και του φυτικού κόσμου;».
Ζωγραφική: «Εχω σταματήσει να ζωγραφίζω εδώ και πολύ καιρό. Η ζωγραφική δεν μπορεί να έχει περαιτέρω εξέλιξη. Οταν σταμάτησα να ζωγραφίζω, ήταν μια φριχτή εμπειρία. Στην αρχή ο κινηματογράφος δεν ήταν παρά μια προσωρινή λύση για να απασχολώ το πνεύμα μου. Πιστεύω πως είχα δίκιο που έκανα αυτή την επιλογή καθώς υπάρχουν περισσότερα περιθώρια εξέλιξης στον κινηματογράφο από ό,τι στη ζωγραφική. Για όσους έχουν κάτι να πουν, το σινεμά είναι η ζωγραφική ή το γράψιμο του μέλλοντος. Με δύο μελάνια όμως: ένα για το μάτι και ένα για το αφτί».
Επιθυμία: «Οι χαρακτήρες μου αγγίζουν τα όρια του εαυτού τους. Αν δεν τους έβαζα να το κάνουν, θα ήταν νεκροί. Ενα λουλούδι δεν θα το ζωγράφιζα ποτέ ως μπουμπούκι αλλά ολάνθιστο. Θα απεικόνιζα την ομορφιά της ωριμότητας, την καρδιά του μυστηρίου του».
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ
1934 «Δημόσιες υποθέσεις» (διάρκεια 25´)
1943 «Οι άγγελοι της αμαρτίας» (97´)
1945 «Οι κυρίες του δάσους της Βουλώνης» (84´)
1951 «Το ημερολόγιο ενός εφημερίου» (110´)
1956 «Ενας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» (95´)
1959 «Ο πορτοφολάς» (75´)
1962 «Η δίκη της Ζαν ντ’ Αρκ» (65´)
1966 «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» (95´)
1967 «Μουσέτ» (82´)
1969 «Μια γλυκιά γυναίκα» (88´)
1972 «Τέσσερις νύχτες ενός ονειροπόλου» (83´)
1974 «Ο Λανσελότος της λίμνης» (93´)
1977 «Ο Διάβολος πιθανώς…» (97´)
1983 «Το χρήμα» (85´)