«Καρυωτάκης» με άρωμα από… καμπαρέ




Απορροφημένος από τις δεκάδες υποχρεώσεις του στο Μέγαρο Μουσικής ο Νίκος Τσούχλος θα μπορούσε να έχει εγκαταλείψει εντελώς την τέχνη του, τη διεύθυνση ορχήστρας. Οχι επειδή δεν θα τον ενδιέφερε πια, αλλά από ανάγκη, λόγω έλλειψης χρόνου. Και όμως κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία, με «δίψα», όπως και ο ίδιος επισημαίνει, συναντά τους μουσικούς της ορχήστρας και ξαναπιάνει την μπαγκέτα του. Αυτή τη φορά η αφορμή για μικρή απόδραση από τα καθήκοντα του διευθυντή καλλιτεχνικού προγραμματισμού του Μεγάρου δεν έρχεται από το ίδιο το Μέγαρο Μουσικής, αλλά από τη Λυρική Σκηνή. Ο Ν. Τσούχλος θα διευθύνει τη νέα παραγωγή της όπερας του Μίκη Θεοδωράκη «Κώστας Καρυωτάκης» σε σκηνοθεσία του Γκερτ Χοφ. Για αυτή την παραγωγή μίλησε στο «Βήμα», δίνοντας έμφαση στην ικανοποίηση που ένιωσε όταν κατά την περίοδο των δοκιμών βρήκε συμπαραστάτη στο πλευρό του αλλά και εμψυχωτή του τον ίδιο τον συνθέτη του έργου.


Το στοιχείο του σαρκασμού


«Το νέον της παραγωγής δεν αφορά μόνο τη σκηνοθεσία αλλά και τη μουσική» λέει. «Δεν παρουσιάζουμε την παλαιά ενορχήστρωση που είχε παιχθεί στη Λυρική πριν από μερικά χρόνια, αλλά μια καινούργια ενορχήστρωση για μικρό σύνολο, η οποία έχει γίνει από τον Γερμανό Χένινγκ Σμιτ, στενό συνεργάτη του Θεοδωράκη. Η μουσική έχει τώρα μια αίσθηση αρκετά «καινούργια», σύγχρονη, που ταιριάζει πολύ στο κείμενο και η οποία ενισχύει, προβάλλει περισσότερο στοιχεία που προϋπήρχαν στο έργο, όπως, για παράδειγμα, την ειρωνεία».


Ο ανανεωμένος «Κώστας Καρυωτάκης» δεν θα διαθέτει αυτή τη φορά τον μαλακό, στρογγυλό ήχο μιας συμφωνικής ορχήστρας, αλλά θα είναι «ένα μουσικό κείμενο γεμάτο γωνίες, τριγμούς, αιχμές… Υπάρχουν κάποια σημεία που ίσως ακουστούν κάπως άγρια. Οπως υπάρχει και ένα άρωμα από… καμπαρέ, με ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο του σαρκασμού, που ηθελημένα χρησιμοποιεί ο Θεοδωράκης στο έργο. Ολα αυτά για τα οποία σας μίλησα κάνουν τη φετινή συνεργασία μου με τη Λυρική εξαιρετικά ενδιαφέρουσα».


Ο σαρκασμός είναι κατά τον αρχιμουσικό το στοιχείο «που πρέπει να αναδειχθεί για να είναι η παράσταση επιτυχημένη. Εχουμε δουλέψει πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν ξέρω αν τελικά θα τα καταφέρουμε. Ξέρω όμως και πιστεύω ότι ο «Κώστας Καρυωτάκης» είναι η πιο ενδιαφέρουσα όπερα του Μίκη Θεοδωράκη».


Ο ίδιος ο συνθέτης συνεργάστηκε στενά με τον μαέστρο κατά την περίοδο των δοκιμών. Η σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δύο ανθρώπους χαρακτηρίζεται από τον Ν. Τσούχλο «ιδιαίτερα ζεστή αλλά και δημιουργική. Ο πληθωρικός Θεοδωράκης, που θα μπορούσε ακόμη και με… καπελώσει με την τεράστια ενέργειά του, τον χείμαρρο των σκέψεών του, στάθηκε δίπλα μου πολύτιμος συμπαραστάτης. Εκτός από άνθρωπος πληθωρικός είναι και καλλιτέχνης πεντακάθαρος στις προθέσεις του. Οπως είναι πάντα ανοιχτός στον διάλογο, δεν προσπαθεί να επιβάλει αυτό που νομίζει, αλλά ακούει, συζητάει, χειροκροτεί την προσπάθεια του ερμηνευτή να καταλάβει και να προσφέρει».


Στο λιμπρέτο της όπερας τα μαρτύρια της Ελλάδας παρουσιάζονται μέσα από μια περιπλάνηση σε αιώνες Ιστορίας. Τα πρόσωπα (από τη Φαίδρα ως τον Οθωνα και την Αμαλία και από εκεί ως τον Κώστα Καρυωτάκη) και οι εποχές μπλέκονται, ο ρεαλισμός συναντά διαρκώς το όνειρο (και τον εφιάλτη) σε μια σειρά ιστορικών γεγονότων που μπερδεύονται ασταμάτητα, σε ένα ταξίδι υπερβάσεων, αναμνήσεων και πόνου. «Παρ’ όλη την πολυπλοκότητα και τον μεταφορικό χαρακτήρα του το εν λόγω λιμπρέτο έχει πολύ μεγάλη σαφήνεια στις προθέσεις του» λέει ο Ν. Τσούχλος, και συνεχίζει: «Αυτό είναι κάτι που βοήθησε ιδιαίτερα όχι μόνο τον σκηνοθέτη αλλά και εμένα. Από την άλλη, οι διαρκείς εναλλαγές στη μουσική υπήρξαν μεγάλο ερέθισμα. Η παρτιτούρα έχει αρκετές απαιτήσεις από μαέστρο και μουσικούς και είναι πραγματική απόλαυση να καταφέρνεις να ανταποκρίνεσαι σε αυτές τις απαιτήσεις, αναδεικνύοντας τελικά θαυμάσιες μελωδικές γραμμές αλλά και όλα εκείνα τα σχόλια που μέσα από μουσική και κείμενο κάνει ο Θεοδωράκης».


Η γλώσσα της μουσικής


Η όπερα σε πρώτο επίπεδο μιλάει κυρίως στους Ελληνες, «γιατί μόνον άνθρωποι που έχουν υποστεί τη βαυαροκρατία, που έχουν ζήσει, μυριστεί τα ίχνη εκείνης της περιόδου, που έχουν έστω διαβάσει, μάθει τι συνέβαινε και τι απέμεινε μπορούν πραγματικά να νιώσουν το βαθύτερο νόημά της. Ο Ελληνας μπορεί να καταλάβει αμέσως τον ρεαλισμό, ενώ ο ξένος θα το δει πιθανώς πιο γενικά, πιο φιλοσοφικά. Υπάρχουν όμως μέσα στον «Κώστα Καρυωτάκη» και οικουμενικά στοιχεία, όπως είναι η δίψα για ελευθερία, η υποταγή και η επανάσταση, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του πολίτη… Σε γενικές γραμμές είναι ένα έργο που με την πρώτη ανάγνωση σου γεννά πολλά ερωτήματα με τον βαθύτατο σουρεαλισμό που περιέχει. Τελικά το στοιχείο που το καθιστά ευανάγνωστο είναι η μουσική του Θεοδωράκη. Η μουσική σού λύνει όλες τις απορίες που μπορεί να σου είχαν δημιουργηθεί όταν είχες διαβάσει το λιμπρέτο και σε οδηγεί στην κατανόηση και στη συγκίνηση».


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ


Ο «Κώστας Καρυωτάκης» του Μίκη Θεοδωράκη ανεβαίνει στη Λυρική Σκηνή την Παρασκευή στις 7 μ.μ., σε μουσική διεύθυνση Νίκου Τσούχλου και σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια Γκερτ Χοφ. Με τους Παύλο Σαμψάκη, Αλεξάνδρα Παπατζιάκου, Κύρο Πατσαλίδη, Γιάννη Χριστόπουλο, Μίνα Πολυχρόνου, Παύλο Ράπτη, Τζούλια Σουγλάκου, Σταμάτη Μπερή κ.ά. Παραστάσεις θα δοθούν και στις 10, 13 και 16 Δεκεμβρίου.