Σελίδες αυτοβιογραφίας


Από την «Ηλέκτρα» του 1936, την πρώτη παράσταση που ανέβασε ποτέ επαγγελματικός θίασος στο Ηρώδειο, ως την πρώτη παράσταση αρχαίας τραγωδίας που δόθηκε τους νεότερους χρόνους στην Επίδαυρο, και πάλι με την «Ηλέκτρα», τον Σεπτέμβριο του 1938. Από εκεί στην «Ορέστεια» του 1949 με τη μυθική σήμερα διανομή και στον «Ιππόλυτο» του 1954, την παράσταση που αποτέλεσε τον προάγγελο για την καθιέρωση του Φεστιβάλ Επιδαύρου την επόμενη χρονιά. Αλλά και στην περίοδο του Πειραϊκού Θεάτρου που διαδέχθηκε, από το 1957, αυτήν του Εθνικού, τότε που περιόδευε στις χώρες του κόσμου με «Πέρσες», «Ηλέκτρα», «Μήδεια» «Ιππόλυτο» και «Ορέστεια» («Χοηφόρες» – «Ευμενίδες») αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.


Ο Δημήτρης Ροντήρης υπήρξε ο πρώτος έλληνας σκηνοθέτης που αφιέρωσε τη ζωή του σε μια συστηματική προσπάθεια σκηνικής ερμηνείας του αρχαίου δράματος, παλεύοντας επί πέντε σχεδόν δεκαετίες να εκφράσει την ουσία του», για να καταλήξει σε μια ολοκληρωμένη πρόταση ερμηνείας. Σταθμό στην πορεία του όμως αποτέλεσαν και οι παραστάσεις με έργα του κλασικού, του νεοκλασικού και του νεότερου δραματολογίου, τα οποία υπερβαίνουν σε αριθμό τα 150.


Παρά το γεγονός ότι υπήρξε και μεγάλος δάσκαλος ηθοποιών, ο Δημήτρης Ροντήρης δεν άφησε πίσω του παρά ελάχιστα κείμενα θεωρητικά και ακόμη λιγότερες συνεντεύξεις, γεγονός που καθιστά πολύτιμες τις «Σελίδες αυτοβιογραφίας» του οι οποίες θα κυκλοφορήσουν τον επόμενο μήνα από τις εκδόσεις Καστανιώτη με επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια της θεατρολόγου Δηούς Καγγελάρη.


Τις «Σελίδες αυτοβιογραφίας», που σήμερα ανήκουν στο Αρχείο Ροντήρη του οποίου την ευθύνη ταξινόμησης και αξιοποίησης έχουν οι «Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού», ο δημιουργός άρχισε να γράφει στα τελευταία χρόνια της ζωής του έπειτα από επιμονή του Κώστα Νίτσου, χωρίς ωστόσο να προλάβει να τις ολοκληρώσει. «Υπάρχουν μεγάλα κενά και χάσματα» σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου ο θεατρολόγος Δημήτρης Σπάθης, διευκρινίζοντας: «Ο συγγραφέας άφησε ακάλυπτες μεγάλες περιόδους της δραστηριότητάς του και δεν πρόλαβε να μιλήσει για πολλές πλευρές της συμμετοχής του στη θεατρική δράση ούτε να αναπτύξει τις απόψεις του σε ζητήματα υποκριτικής, σκηνοθεσίας ή της καλλιτεχνικής δημιουργίας εν γένει. Ωστόσο το ελλιπές, αποσπασματικό και ανολοκλήρωτο αυτοβιογραφικό κείμενο περιέχει ψήγματα πληροφοριών σπάνιας αξίας που, αρχίζοντας από την παιδική ηλικία του αυτοβιογραφούμενου, φωτίζουν ενδιαφέρουσες πλευρές της αγωγής, της ψυχολογίας και της προσωπικότητας του καλλιτέχνη».


Ξεχωριστό είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι αναφορές στις σπουδές του Δημήτρη Ροντήρη στη Βιέννη, στα χρόνια της μαθητείας του στην ελληνική σκηνή στο πλευρό του Φώτου Πολίτη και του Αιμίλιου Βεάκη καθώς και του «μεγάλου του δασκάλου» Θωμά Οικονόμου, αλλά και στη συνεργασία του με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη· ενώ, π.χ., δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την περίοδο ακμής του κρατικού θεατρικού οργανισμού στο τέλος της δεκαετίας του ’30, με την οποία ο σκηνοθέτης συνέδεσε το όνομά του.


Τα αποσπάσματα από τις «Σελίδες αυτοβιογραφίας» που σήμερα προδημοσιεύει «Το Βήμα» αναφέρονται στη συνεργασία του με τον Φώτο Πολίτη στο Εθνικό Θέατρο, τις πανηγυρικές εκπομπές της Απελευθέρωσης που διοργάνωσε τον Οκτώβριο του 1944 κατόπιν εντολής του Γεωργίου Παπανδρέου, στη γνωριμία του με τον Δημήτρη Μητρόπουλο, στην απόλυσή του το 1955 από τη θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και στην ίδρυση του Πειραϊκού Θεάτρου. Η συνεργασία με τον Φώτο Πολίτη



Ετσι ωραία και αρμονικά συνεχίστηκε η συνεργασία μας [με τον Φώτο Πολίτη]. Στο μεταξύ, ανάμεσα στα άλλα έργα παρουσιάστηκαν και οι «Βρυκόλακες» του Ιψεν. Το τι δουλειά έγινε με όλους τους ηθοποιούς και την πρωταγωνίστρια και προπαντός με τον Μινωτή δεν λέγεται. Εκτός από τις δοκιμές που κάναμε στο θέατρο, έκανα κάθε μέρα δοκιμές με τον Μινωτή, που φτάνανε πολύ συχνά ως τις τρεις το πρωί στο σπίτι μας! Κι έτσι ακολούθησε η μεγάλη επιτυχία του, που τον ανέβασε εκεί που ούτε το φανταζότανε, όπως τόνιζε, ως τη στιγμή που άρχισε ν’ αρνιέται και να προδίδει τα πάντα, ως και την αξία μου και την ασύλληπτη προσπάθεια που κατέβαλλα συνέχεια διδάσκοντάς τον. «Ο μεγάλος δάσκαλος», όπως διαλαλούσε, «με έκανε να φτάσω εκεί που έφτασα». Και μετά την αγνωμοσύνη του, για όλα όσα του πρόσφερα, συνωμότησε, ύστερα απ’ τη φιλοδοξία που τον είχε κυριέψει, με όσους βρήκε πρόθυμους συνεργάτες, και πέτυχε την απομάκρυνσή μου από το Εθνικό!


Σ’ αυτό το διάστημα της συνεργασίας μου με τον Πολίτη παρουσιαστήκανε και μερικά σύννεφα στον ορίζοντα του Εθνικού Θεάτρου. Είχα διαπιστώσει ανάμεσα στα άλλα πως ο Φώτος δεν ήτανε στα κέφια του. Πολλές φορές με φώναζε στο γραφείο του και με παρακαλούσε να κάνω εγώ τις δοκιμές αντ’ αυτού. Υπήρξε και περίπτωση που με παρακάλεσε να τον αντικαταστήσω και δυο μέρες, αν θυμάμαι καλά. Τον έβλεπα στενοχωρημένο. Τον ρώτησα τι του συμβαίνει, δεν μου έδωσε καμιά απάντηση. Σε κάτι ψιθύρους που φτάσανε στα αυτιά μου, δεν έδωσα καθόλου προσοχή, γνωρίζοντας τα ανόητα και κουτσομπολιά που, ως συνήθως, διαδίδονταν στα παρασκήνια του θεάτρου. Και μάλιστα για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, πως πρόκειται ν’ αναγκάσουν τον Πολίτη να παραιτηθεί απ’ τη θέση του! Αυτά συμβαίνανε, αν δεν κάνω λάθος, κατά το τέλος της περιόδου 1933-34 ή, μάλλον, στις αρχές της περιόδου 1934-35.


Η κατάσταση όμως προχωρούσε στην ίδια ατμόσφαιρα. Ο Πολίτης έδειχνε πραγματικά συνεχώς στενοχωρημένος κι ύστερα από καιρό, έφτασε στο σημείο να ‘ρχεται στις δοκιμές και μετά από λίγο, αφού με παρακαλούσε να συνεχίσω μόνος μου τη δοκιμή, σηκωνότανε κι έφευγε, χωρίς να ξαναγυρίσει ως το τέλος. Κάποτε πληροφορήθηκα από κάποιο έγκυρο πρόσωπο της διοίκησης, που του είχα εμπιστοσύνη, πως ο Πολίτης βρισκότανε σε διένεξη με τη διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου και κάποια στιγμή διαδόθηκε, πως αν εξακολουθούσε η διαφωνία του και τον αναγκάζανε σε παραίτηση, θα την κάνανε δεκτή και θα τον αντικαθιστούσαν με τον Ροντήρη.


Εκανα κάθε προσπάθεια αμέσως για να εξακριβώσω αν ήτανε βάσιμη η φήμη που άρχισε να κυκλοφορεί κάπως διστακτικά (και ο Φώτος Πολίτης είχε τρεις μέρες να φανεί στη σκηνή, αφού με κάλεσε και μου είπε πως θα ‘λειπε, γιατί είχε κάποια δουλειά να τελειώσει), και μόλις διαπίστωσα πως υπήρχε κάποια βάση σ’ αυτή τη διάδοση, άφησα τη δοκιμή στη μέση. Ζητώντας συγγνώμη απ’ τους ηθοποιούς ανεβαίνω στο γραφείο του Πολίτη. Χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει ο ίδιος ο Φώτος. «Με συγχωρείς», του λέω, «αν σε διέκοψα απ’ τη δουλειά σου».


«Οχι, μη μου ζητάς συγγνώμη», μου τονίζει, μα η στενοχώρια ήτανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Ξέρεις γιατί ήρθα Φώτο», του λέω. «Εμαθα κάτι που θέλω να πιστέψω πως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Διαδίδεται πως βρίσκεσαι σε διαφωνία με το Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου και πρόκειται να παραιτηθείς, αν δεν υπάρξει τρόπος να αρθεί η διαφωνία. Και μάλιστα αναφέρεται και το όνομά μου ως αντικαταστάτης σου. Λοιπόν σου δηλώνω, αν είναι βάσιμες αυτές οι κακοήθεις διαδόσεις, πως, μαζί με την παραίτησή σου, υπογράφω κι εγώ την παραίτησή μου απ’ το Εθνικό Θέατρο. Το δηλώνω ρητά και κατηγορηματικά».


Είδα τον Φώτο να γεμίζει δάκρυα απ’ τη συγκίνησή του. Στεκότανε ορθός. Με αγκαλιάζει και με φιλάει. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, αγαπητέ μου Δημήτρη», μου λέει. Του σφίγγω το χέρι πολύ συγκινημένος κι εγώ, και αφού του τόνισα πως πρέπει να πάψει να είναι στενοχωρημένος, έφυγα για να συνεχίσω τη δοκιμή. Στο διάλειμμα έρχεται στο γραφείο μου ο Μιχαηλίδης, ταραγμένος και συγκινημένος: «Τι του κάνατε του κυρίου Πολίτη και είναι τόσο συγκινημένος; Τώρα που πήγα στο γραφείο του τον είδα με δάκρυα στα μάτια. «Τι σας συμβαίνει, κύριε Πολίτη;», τον ρώτησα ανήσυχος.


«Ακουσε, Μιχαηλίδη», μου απαντάει, «είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους και ο Ροντήρης με έκανε να την ξανακερδίσω». Και ξανάρχισε πάλι να γεμίζει δάκρυα. Μα τι του είπατε, τι του κάνατε;» με ρώτησε πάλι ο Μιχαηλίδης.


«Καλύτερα να σου τα πει ο ίδιος ο κύριος Πολίτης. Οταν τον ξαναδείς να τον ρωτήσεις», του απάντησα. Επειδή όμως επέμενε, του διηγήθηκα το περιστατικό, όπως έγινε. Αρχισαν και σ’ εκείνον να ‘ρχονται δάκρυα στα μάτια. Ηρθε κοντά μου, έσκυψε και μου φίλησε το χέρι με μεγάλη συγκίνηση.


Μ’ αυτή την ενέργειά μου, που καθώς φαίνεται μαθεύτηκε, σταμάτησαν όσα θα μπορούσαν να φέρουν αναστάτωση στη λειτουργία του Εθνικού, για να μην πω στον ξεπεσμό του, από κάθε πλευρά. Και μ’ αυτό τον τρόπο, ξαναμπήκε στον κανονικό ρυθμό της η λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου. Ξανάρθε το χαμόγελο στο πρόσωπο του Φώτου και ανέλαβε πάλι τις δοκιμές. Μονάχα που τώρα, καμιά φορά, το μεσημέρι ή το απόγευμα, έφευγε απ’ τις πρόβες λίγο νωρίτερα. Με περίμενε το μεσημέρι στο γραφείο του και το απόγευμα στο καφενείο, απέναντι και δεξιά απ’ το θέατρο, ώστε πηγαίνοντας στα σπίτια μας, να κουβεντιάζουμε τα διάφορα θέματα, θεατρικά και φιλολογικά, όπως κάναμε παλιά.


Πήγανε καλά όλα τα έργα, και όταν ήρθε το καλοκαίρι αρχίσαμε να προετοιμάζουμε το δραματολόγιο της χειμερινής περιόδου. Βέβαια, το Εθνικό Θέατρο δεν προσέφερε τις κατάλληλες ευκολίες ­ άλλωστε δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή οι τεχνολογικές ευχέρειες που υπάρχουν σήμερα ­ κι έτσι οι δοκιμές ήταν βασανιστικές με τη ζέστη του καλοκαιριού, στη σκηνή ενός κλειστού θεάτρου, όπως το Εθνικό. Και όμως, πρέπει να ομολογήσω, πως η εκτίμησή μου για ολόκληρο το καλλιτεχνικό και τεχνικό προσωπικό στερεώθηκε ακλόνητα, γιατί παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες, δεν υπήρξε καμιά διαμαρτυρία, εξόν από κάτι μικροπαραπονάκια που ακούγονταν, έτσι στα πεταχτά. Ολοι δουλεύανε με ζήλο, με την ίδια ένταση στις δοκιμές, και προπάντων στις επαναλήψεις, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά κι ας έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι, στα πουκάμισά τους. Οταν τελείωσαν οι δοκιμές, όσοι θέλανε, μπορούσαν να έρθουν μαζί μου για να τους κάνω ιδιαίτερες πρόβες. Επειδή η ζέστη στο θέατρο ήτανε αφόρητη, οι πρόβες γίνονταν είτε στο σπίτι μας που ήτανε κοντά, στη βεράντα στην οδό Βερανζέρου, είτε κι αλλού, όπου βρίσκαμε κατάλληλο χώρο. Ακόμα ως και στην πλατεία του Συντάγματος(!) που είχε δροσιά. Εκεί, βέβαια, οι πρόβες κρατούσαν ως τις τρεις το πρωί, μερικές φορές!


Οταν άρχισαν οι τελευταίες γενικές δοκιμές για το έργο της έναρξης ήτανε φθινόπωρο κι έτσι οι όροι της εργασίας ευνοϊκότεροι. Και οι ιδιαίτερες δοκιμές γίνονταν σχεδόν τις περισσότερες φορές στο Εθνικό, χωρίς βέβαια να εμποδίζουμε το τεχνικό προσωπικό στη δουλειά του. Αλλιώτικα, τις κάναμε στο γραφείο μου, άμα ήτανε για έναν μονάχα ηθοποιό. Για ομαδικές δοκιμές πηγαίναμε δεξιά απ’ την κύρια σκηνή, στην πλάγια δηλαδή σκηνή, ή στο εργαστήρι του Κλώνη, στο επάνω πάτωμα. Κι αν όλα αυτά δεν ήτανε ελεύθερα, στη βεράντα του σπιτιού μας!


Μ’ αυτό τον τρόπο, προχωρούσαμε στη δουλειά μας, ώσπου δόθηκε η πρώτη παράσταση. Και δεν υπήρξε αντίρρηση ούτε απ’ τον μεγάλο τεχνίτη του Εθνικού, τον ανεπανάληπτο Αιμίλιο Βεάκη, όταν συμμετείχε στη διανομή.


Οι εκπομπές της Απελευθέρωσης



Μετά την Απελευθέρωση ο Γεώργιος Παπανδρέου έδωσε διαταγή, όπως μου είπε ο Λουκής Ακρίτας, απ’ τη Μέση Ανατολή να αναλάβω να ετοιμάσω με τον καλύτερο τρόπο ­ και ήταν βέβαιος γι’ αυτό, όπως μου τόνισε ο Λουκής ­ την τελετή της εορτής στην Ακρόπολη, για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Δέχτηκα με συγκίνηση αυτή την εξαιρετική αποστολή και προσπάθησα να ανταποκριθώ όσο μπορούσα καλύτερα στην τιμή που μου έγινε. Πραγματικά το αποτέλεσμα ήτανε τέτοιο, ώστε όσες φορές μετά άκουσα εκδηλώσεις για εθνικές γιορτές, οι περισσότερες, για να μην πω όλες, είχανε επηρεαστεί απ’ αυτή την εκδήλωση. Και μερικές ήτανε πιστή επανάληψή της.


Οταν ο Γεώργιος Παπανδρέου γύρισε στην Ελλάδα, πήγα και τον χαιρέτησα στο σπίτι του στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. Με υποδέχτηκε τόσο πολύ θερμά που με συγκίνησε. Απ’ την ημέρα εκείνη με είχε δίπλα του όλες τις ώρες που δεχόταν συγκινημένος όλους όσοι έρχονταν να τον χαιρετήσουν, εκφράζοντάς του τον θαυμασμό και την αφοσίωσή τους για όσα είχε προσφέρει στην πατρίδα μας. Δεν με άφηνε να φύγω ούτε στιγμή από κοντά του, τις πρώτες μέρες της επιστροφής του.


Οταν έγινε η πρώτη κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας, διορίστηκε αναπάντεχα διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ο Θεοτοκάς, με σκηνοθέτη τον Καραντινό! Πρώτη μεγάλη απογοήτευσή μου υπουργός Παιδείας ήτανε κάποιος βουλευτής από τη Χίο, συμπατριώτης του Θεοτοκά.


Η γνωριμία του με τον Δημήτρη Μητρόπουλο


Κάποια μέρα με πήρε στο τηλέφωνο ο Καλομοίρης και ζήτησε να με δει. Ανταμώσαμε στο σπίτι του, στο Παλιό Φάληρο. Μου είπε πως πρόκειται να παιχτεί «Το γεφύρι της Αρτας», με διευθυντή Ορχήστρας τον Δημήτρη Μητρόπουλο και μου πρότεινε (δε λέω με παρακάλεσε) να κάνω εγώ τη σκηνοθεσία. Και ο Μητρόπουλος θέλει να το σκηνοθετήσω εγώ.


«Σου έχει μεγάλη εκτίμηση. Είμαστε στενοί φίλοι και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην καλλιτεχνική σου αξία, για να μην πω σε θαυμάζει. Οπως κι εγώ το ίδιο», μου τόνισε ο Καλομοίρης. Τον ευχαρίστησα για την τιμή που μου κάνει, και του είπα ότι: έχω όλη τη διάθεση να ανταποκριθώ στην τιμητική αυτή προσφορά, μα θα δώσω θετική απάντηση αφού πρώτα συναντηθώ με τον Μητρόπουλο. Συμφώνησε και ορίσαμε να ανταμώσουμε όσο το δυνατόν το γρηγορότερο.


Μετά τη συνάντηση με τον Μητρόπουλο καταλήξαμε στην απόφαση συμμετοχής μου στο ανέβασμα του έργου. Στόχος μας να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια ώστε η παράσταση να αποδώσει με τα σκηνικά μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας ό,τι καλύτερο θα ‘τανε δυνατόν. Εμαθα σχεδόν απ’ έξω όλη τη μουσική, μου την έμαθε δηλαδή ο Μητρόπουλος, παίζοντάς μου στο πιάνο όσες ώρες μπορούσε τη μουσική. Και πριν αρχίσουν οι δοκιμές και σ’ όλη τη διάρκεια των δοκιμών. Ασχολήθηκα πολύ, με την εμπειρία που είχα αποχτήσει απ’ την πολύχρονη δουλειά μου στο θέατρο, εκτός απ’ την ουσιαστική ερμηνεία του έργου και με την όσο μπορούσε αρτιότερη σκηνική του εμφάνιση. Για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή παρουσιάστηκε ο ορίζοντας με εναλλαγές φωτισμού τέτοιες που ούτε το φανταζόντουσαν οι τεχνικοί του θεάτρου. Ομως, για να επιτύχουμε αυτό το αποτέλεσμα, με βοήθησαν με τέτοια αφοσίωση και πολύμοχθη δουλειά που με είχανε συγκινήσει. Γι’ αυτό δεν έπαψα να εκφράζω έντονα τον έπαινο για την προσφορά τους. Δεν πάψανε να δουλεύουν σκληρά ως την πρεμιέρα. Φτάσαμε στη γενική δοκιμή. Οταν τελείωσε η πράξη με το γκρέμισμα του γεφυριού, που πραγματικά ήτανε κάτι που δύσκολα, για να μην πω, δεν είχε εμφανιστεί σε ελληνική σκηνή, όλοι εκφράσανε τον ενθουσιασμό τους, μαζί με την κατάπληξή τους, για ό,τι είχανε δει. Εγώ περίμενα τον Μητρόπουλο, για να μου πει την εντύπωσή του απ’ το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας. Τον είδα, μόλις τελείωσε η μουσική μαζί με το κλείσιμο της αυλαίας, να αφήνει την μπαγκέτα και να φεύγει βιαστικός προς τα παρασκήνια. Ετσι μου φάνηκε.



Στο μεταξύ ο Καλομοίρης είχε έρθει κοντά μου και η συγκίνησή του ήτανε μεγάλη, καθώς μου εξέφραζε τις ευχαριστίες του και τον θαυμασμό του. Το ίδιο και ολόκληρο το προσωπικό και όσοι γνωστοί παρακολουθούσαν τη δοκιμή. Εγώ είχα αρχίσει να ανησυχώ που δεν εμφανιζόταν ο Μητρόπουλος. Μου πέρασε απ’ τον νου η ιδέα, μήπως δεν του άρεσε το γκρέμισμα του γεφυριού. Ηξερα πως πολλές φορές εκδηλωνόταν με απότομο τρόπο, άμα δεν του άρεσε κάτι. Πέρασε ένα τέταρτο και είπα να συνεχίσουμε τη δοκιμή. Μαζευτήκανε όλοι, εκτός από τον Μητρόπουλο. Ο Καλομοίρης άρχισε να ρωτάει πού βρίσκεται. Οι αρμόδιοι ­ διευθυντής της σκηνής και οδηγός ­ τρέχανε δεξιά αριστερά, φωνάζοντας: «Κύριε Μητρόπουλε!». Ο Καλομοίρης ανησύχησε, φώναζε κι αυτός: «Δημήτρη, Δημήτρη, πού βρίσκεσαι!». Ο διευθυντής της σκηνής εμφανίστηκε λαχανιασμένος, λέγοντας: «Δεν τον βρίσκουμε πουθενά. Ψάξαμε παντού. Πού χάθηκε;». Υστερα από μισή ώρα μπαίνει ορμητικός ο Μητρόπουλος. Ανεβαίνει στο πόντιουμ, στην εξέδρα, μαζεύονται οι μουσικοί, σηκώνει την μπαγκέτα. Ενώ ο Καλομοίρης τον ρωτούσε γιατί εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα, εγώ τον πλησιάζω και τον ρωτάω: «Γιατί έφυγες, Δημήτρη;». «Θα σου εξηγήσω αργότερα», μου απαντάει χαμογελώντας. «Πώς σου φάνηκε το γκρέμισμα του γεφυριού;». «Εξοχο! Πάμε τώρα να συνεχίσουμε τη δοκιμή και έπειτα θα τα πούμε».


Προχωρήσαμε στη δοκιμή και όταν τελειώσαμε, ενώ όλοι εκφράζανε τον ενθουσιασμό τους, ήρθε κοντά μου ο Μητρόπουλος, με πιάνει απ’ το χέρι ­ ήτανε πολύ συγκινημένος ­, με πάει παράμερα ενώ οι άλλοι και ο Καλομοίρης τον ρωτούσανε από μακριά γιατί είχε εξαφανιστεί τόσην ώρα και μου λέει, δακρυσμένος απ’ τη συγκίνησή του: «Μόλις είδα το καταπληκτικό γκρέμισμα του γεφυριού, που θύμισε ευρωπαϊκή παράσταση, τελείωσα καταμαγεμένος τη μουσική και έφυγα τρεχάτος, για να πάω στην Ακαδημία. Ζήτησα τα απαραίτητα στοιχεία και υπόγραψα μια αίτηση για να σου δοθεί υποτροφία, να πας στο εξωτερικό για να παρακολουθήσεις το ευρωπαϊκό θέατρο. Οπως έκανα κι εγώ».


Μ’ αγκάλιασε και με φίλησε με τέτοια θέρμη, τόσο εγκάρδια, που μονάχα ο αγαπημένος μου αδερφός, τ’ αγαπημένα μου αδέρφια θα μπορούσαν να εκδηλωθούν με τέτοιο τρόπο (δεν αναφέρω τη μητέρα μου, η στοργή της ξεπερνάει κάθε όριο!). Ητανε πραγματικός αδερφός μου, εκείνη τη στιγμή. Μα και πόσες άλλες φορές στη διάρκεια της φιλίας μας δεν υπήρξαν στιγμές, που εκφράσαμε ο ένας στον άλλο την αδερφική μας αγάπη, χωρίς να υπάρχει κανένα ίχνος ιδιοτέλειας. Η αγνότητα κυριαρχούσε.


Υστερα από καιρό όταν έγινε Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας ο Παλαμάς, με εισήγησή του έγινε δεκτή ομόφωνα η πρόταση του Μητρόπουλου και μου δόθηκε η υποτροφία.


Εβαλα τα δυνατά μου για να ετοιμαστώ για την αναχώρησή μου, όσο μπορούσα το γρηγορότερο. Στο μεταξύ είχαμε αρραβωνιαστεί με την εξαίρετη κοπέλα, την Βάννα Τσουκαλά και σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος μας. Την άλλη μέρα φύγαμε για τη Βιέννη.


Η απόλυσή του από το Εθνικό



Το 1955, ο τότε υπουργός Παιδείας κ. Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος με απέλυσε απ’ τη θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, γιατί δεν ανταποκρινόμουν όπως έπρεπε στα καθήκοντά μου ως διευθυντής.


Ο ίδιος ο Υπουργός, που σε κάθε συνάντησή μας, όταν ερχότανε στο θέατρο, δεν σταματούσε τα εγκώμιά του για την πολύπλευρη και εξαιρετική προσφορά μου, στο Εθνικό Θέατρο. Τόσα εγκώμια που έφταναν τα όρια της υπερβολής. Αφήνω όλα τα άλλα για να αναφέρω μονάχα ένα περιστατικό, που έγινε μερικούς μήνες πριν την αδιάντροπη αυτή πράξη του, της απόλυσής μου:


Κάποια μέρα ήρθε σπίτι μας, στην οδό Βερανζέρου, μια επιτροπή από εκλεκτά μέλη της Λυρικής Σκηνής, αφού προηγήθηκε τηλεφώνημά τους. Υστερα από πολλές εγκωμιαστικές εκδηλώσεις με παρακάλεσαν, υπογραμμίζοντας το μεγάλο ενδιαφέρον μου ως πνευματικού ανθρώπου και εξαίρετου καλλιτέχνη, για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του τόπου μας και ιδιαίτερα για το Θέατρο ­ όπως το έχω αποδείξει με τη μακροχρόνια καλλιτεχνική προσφορά μου, από κάθε πλευρά στο Εθνικό Θέατρο ­ φτάσανε στο αντικείμενο της επίσκεψής τους. Με παρακάλεσαν να δεχτώ να αναλάβω τη διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής, που βρισκόταν σε τέτοιο ξεπεσμό που υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει.


Τους εξέφρασα τις ευχαριστίες μου για την τιμή που μου κάνανε, θεωρώντάς με τον μόνο ικανό να σώσει τη Λυρική Σκηνή απ’ τη δυσάρεστη κατάσταση που βρισκόταν. Τους τόνισα πως η στενοχώρια μου ήταν μεγάλη που, παρά τα όσα θλιβερά άκουσα, ήμουνα αναγκασμένος να μην ανταποκριθώ στην επιθυμία τους να βοηθήσω ένα τόσο σημαντικό Ιδρυμα. Και άρχισα να τους εξηγώ για ποιους λόγους δεν μπορούσα να επωμιστώ μια τέτοια τεράστια ευθύνη…


Και ύστερα από λίγο χρόνο με απέλυσε απ’ το Εθνικό! Θαύμα πολιτικού άνδρα! Προτού παραιτηθεί το ΔΣ, μου έδωσε εντολή να συναντήσω τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Εθνικής Αμυνας κ. Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Υπουργό κ. Γεώργιο Ράλλη, και να διαμαρτυρηθώ έντονα για την αχαρακτήριστη αυτή ενέργεια της Κυβέρνησης. Εγινε η συνάντηση και ανέφερα στο ΔΣ τις αντιδράσεις των αρμοδίων. Μετά την οριστική απόλυσή μου, παραιτήθηκε ολόκληρο το ΔΣ, εξόν από δύο, τον Καρθαίο και τον Μαρινάτο.


Οταν ήρθε το θέμα στη Βουλή έγινε μεγάλος πάταγος. Ητανε όμως ξεκαρδιστική η απάντηση που έδωσε ο κ. Κανελλόπουλος, ο οποίος, όταν τον είχα συναντήσει με κράτησε μια ώρα στο γραφείο του και εγκωμιάζοντας την καταπληκτική, πολύχρονη καλλιτεχνική δράση μου, άφησε στο τέλος την εντύπωση πως θα φροντίσει για την αποκατάσταση του δίκαιου αιτήματός μου. Τον ευχαρίστησα και έφυγα. Οταν το βράδυ το διηγιόμουνα σε γνωστούς μου στον προθάλαμο του ξενοδοχείου Κινγκ Τζωρτζ όλοι σχεδόν εκφράσανε τη δυσπιστία τους για όσα μου υποσχέθηκε πως θα κάνει ο Κανελλόπουλος. Εγώ έφερα αντιρρήσεις γιατί γνωριζόμαστε από νέοι, χρόνια ολόκληρα και συζητούσαμε πάντα για σοβαρά, πνευματικά θέματα. Το μόνο δυσάρεστο συναίσθημα που είχα, ήτανε όταν μια μέρα, πριν φύγει για τη Μέση Ανατολή, συναντηθήκαμε στην οδό Ακαδημίας και του διατύπωσα την έκπληξή μου που δεν ανταμώσαμε τόσον καιρό και μάλιστα σε τέτοιες δύσκολες μέρες για τον τόπο μας και επομένως για όλους μας, και μου απάντησε: «Ναι, έχεις δίκιο! Θα σου τηλεφωνήσω μια απ’ αυτές τις μέρες. Είχα τόση δουλειά!». Και την άλλη μέρα έφυγε για τη Μέση Ανατολή!


Είχανε όμως δίκιο όσοι δυσπιστούσανε σε αυτά που τους διηγήθηκα. Οταν έγινε σάλος στη Βουλή για την απόλυσή μου, σηκώθηκε και δικαιολόγησε την Κυβέρνηση, και μέσα στα τόσα απίθανα που είπε, βρήκε και ένα επιχείρημα γι’ αυτή την ενέργεια της Κυβέρνησης, που προκάλεσε τα γέλια όλου του κόσμου. Βουλή και θεωρεία!


«Παρ’ όλη την αξία του Ροντήρη η Κυβέρνηση μπορεί να κάνει και καμιά αλλαγή, αν το κρίνει σκόπιμο, για να κριθούν και άλλοι ικανοί του θεάτρου!».


Το τι έγινε την άλλη μέρα το βράδυ στο χωλ του Κινγκ Τζωρτζ από κείνους που είχανε δυσπιστήσει στα όσα μου είχε πει στο γραφείο του, δεν περιγράφεται. Θα προσπαθήσω όμως να τα περιγράψω, ελπίζω σε ειδικό κεφάλαιο, για τις κατά καιρούς παραιτήσεις και απολύσεις μου.


Εκανα ένσταση κατά της παράνομης απόφασης για την απόλυσή μου. Ωσπου να αποφασίσει το δικαστήριο, έπρεπε να παραμείνω διευθυντής του θεάτρου. Μα κι αυτό το νόμιμο δικαίωμα το παραβιάσανε!


Το αποτέλεσμα είναι πως η σκευωρία πέτυχε. Επεισαν την Κυβέρνηση και με απέλυσε από τη Διεύθυνση του Εθνικού. Και μάλιστα εν απουσία μου, ενώ βρισκόμουνα στο εξωτερικό, φροντίζοντας για περιοδεία του Εθνικού, με αρχαίες τραγωδίες!


Την απόλυσή μου την πληροφορήθηκα από τον φίλο μου δημοσιογράφο Γιώργο Ρούσσο, που κατάπληκτος, τον είδα να παρουσιάζεται μπροστά μου στη Μαλακάσα για να με υποδεχτεί, όπως μου είπε, όταν τον ρώτησα επανειλημμένα, πώς ήρθε έτσι ξαφνικά, αφού σε μισή ώρα θα έφτανα στην Αθήνα. Ερχόμουνα με τον σιδηρόδρομο. Στη διαδρομή ως την Αθήνα μου είπε πως ήρθε, ύστερα από συνεννόηση με τη Βάννα, να μου αναγγείλει μαλακά την απόλυσή μου από τη διεύθυνση του Εθνικού, για να μην το μάθω ξαφνικά και ταραχτώ ψυχικά. Του απάντησα, αφού τον ευχαρίστησα για τη φιλική του αυτή ενέργεια, πως ήμουνα συνηθισμένος από κάτι τέτοιες εκδηλώσεις.


Ετσι έφυγα και κλείστηκα σπίτι μου αποκαρδιωμένος απόλυτα για την επικείμενη κατάπτωση του Εθνικού, όπου είχα αρχίσει να βάζω σιγά σιγά κάποιες βάσεις για τη δημιουργία κατάλληλα καταρτισμένου έμψυχου υλικού που θα ήτανε άξιο να μας διαδεχτεί εμάς τους υπεύθυνους τεχνίτες της θεατρικής τέχνης, ύστερα από μόχθους τόσων χρόνων!


Κάθησα στο σπίτι μου και άρχισα να ασχολούμαι με μεταφράσεις. Δεν έβγαινα έξω. Ημουνα πολύ στενοχωρημένος. Οταν είχα τελειώσει τη «Λουίζα Μίλλερ» και τους «Ληστές» του Σίλλερ, άρχισα να συνεχίζω τη μετάφραση έργων του Αριστοφάνη, που σκόπευα να ανεβάσω με το Εθνικό Θέατρο και είχα αναθέσει στη χορογράφο Λουκία να προετοιμάζει τον χορό για ένα άρτιο επίτευγμα, χωρίς όμως να αναφέρει σε κανέναν τίποτα, για να μη σπεύσουν άλλοι ανίδεοι, τσαρλατάνοι να παρουσιάσουν πρωτύτερα Αριστοφάνη. Εργάστηκε με πραγματικό φανατισμό και ενθουσιασμό και σε δυο χρόνια τα αποτελέσματα ήταν καταπληκτικά. Δεν πρόλαβα όμως να επιτύχω τη μεγάλη αυτή επιθυμία τη δική μου και της ακούραστης συνεργάτισσάς μου. Το ίδιο έπαθα και με το Πειραϊκό Θέατρο.


Αφησα όμως σ’ αυτούς που με διαδεχτήκανε ένα χορό άρτια γυμνασμένο, που δεν τον φανταζόντουσαν ούτε στο όνειρό τους. Σε λίγο έπαθα αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς στο δεξί μου μάτι, απ’ τη στενοχώρια μου τη μεγάλη, όπως μου εξήγησε ο έξοχος καθηγητής και άνθρωπος Γιάννης Χαραμής. Εμεινα ένα μήνα στο Οφθαλμιατρείο. Είκοσι μέρες ξαπλωμένος ακίνητος εντελώς.


Ωσπου να πάμε στη Γλυφάδα για ανάρρωση, όπως συμβούλεψε ο καθηγητής, καθόμουνα όσο μπορούσα στη βεράντα τα πρωινά και τα απογεύματα, χωρίς να ασχολούμαι με τίποτα, με συντροφιά την πολυαγαπημένη μου Βάννα, που σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής μου δεν ξεκολλούσε ούτε στιγμή από κοντά μου, βοηθώντας με, με όλα τα μέσα που μπορούσε και προπάντων με τον ανεκτίμητο ψυχικό της θησαυρό.


Η γέννηση του Πειραϊκού Θεάτρου


Μια μέρα μου τηλεφωνήσανε μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Πειραιά, πως θέλανε να ‘ρθουν σπίτι να κουβεντιάσουμε για κάποιο σοβαρό θέμα που απασχολούσε τον Δήμο. Η Βάννα τούς είπε πως βρισκόμουνα σε ανάρρωση, ύστερα από βαριά αρρώστια που είχα περάσει. Αυτοί όμως επιμένανε. «Δεν πρόκειται να τον ενοχλήσουμε πολύ», τη βεβαιώσανε. «Θα μιλήσουμε για κάτι, που είμαστε βέβαιοι πως θα τον ευχαριστήσει». Ηρθε η Βάννα και με ρώτησε και τους όρισα τη μέρα και την ώρα της συνάντησής μας. Ηρθανε. Καθήσαμε στη βεράντα μας και αμέσως με ρωτήσανε τι είχα πάθει. Οταν τους ενημέρωσα, έμειναν εμβρόντητοι: «Και εμείς ήρθαμε να σας παρακαλέσουμε για κάτι, αλλά ύστερα από όλα αυτά δεν θα μπορέσετε να μας βοηθήσετε».


«Εξηγήστε μου τι θέλετε, και μετά θα δούμε», τους είπα. Μου τονίσανε, πως πόθος τους ήταν, πολύ καιρό τώρα, να ιδρύσουν ένα Θεατρικό Οργανισμό στον Πειραιά, και φυσικό ήτανε να απευθυνθούν στον πιο έμπειρο και ξεχωριστό καλλιτέχνη του θεάτρου, που χρόνια τώρα ανέβασε σε τόσο υψηλό επίπεδο το Εθνικό Θέατρο ύστερα από το χαμό του εξαιρετικού Φώτου Πολίτη.