Τιτικάκα: μια λίμνη στα σύννεφα
Το τρένο αγκομαχά στην ανηφόρα που φαίνεται να μην έχει τέλος. Η διαδρομή από το Κούζκο προς την παραλιακή πόλη Πούνο, μια πόλη στα 3.800 μ. στις όχθες της λίμνης Τιτικάκα, διαρκεί τουλάχιστον 11 ώρες χωρίς τις καθυστερήσεις. Η σιδηροδρομική γραμμή ανεβαίνοντας προς στο Αλτιπλάνο, το απέραντο υψίπεδο που απλώνεται από το Περού ως τα νότια σύνορα της Βολιβίας, διασχίζει περάσματα που ξεπερνούν τα 4.000 μ. Τα τραντάγματα από την κακή κατασκευή των γραμμών κάνουν τα παλιά βαγόνια να χορεύουν επικίνδυνα και μαζί τους οι επιβάτες, οι οποίοι επιδεικνύουν αξιόλογες ακροβατικές ικανότητες περνώντας από το ένα βαγόνι στο άλλο κρεμασμένοι από τις εξωτερικές πόρτες, αφού πολλά από τα βαγόνια δεν επικοινωνούν εσωτερικά. Αριστερά μας ένας μικρός ασήμαντος χείμαρρος, η αρχή του ποταμού Ουραμπάμπα, που στο μακρινό ταξίδι του προς τον Βορρά, αφού ενωθεί με τα νερά που κατεβαίνουν τις πλαγιές των Ανδεων, θα μεταμορφωθεί σε υδάτινο γίγαντα με το ξακουστό όνομα Αμαζόνιος.
Τα τελευταία υψώματα χάνονται πίσω μας και δίνουν τη θέση τους στην επίπεδη ερημιά του Αλτιπλάνο. Κοπάδια λάμα απομακρύνονται φοβισμένα από τον θόρυβο του τρένου, ενώ άγρια σκυλιά τρέχουν λυσσαλέα ξοπίσω μας. Ο παγωμένος αέρας που μπαίνει από τα παράθυρα και οι γρήγορες κοφτές αναπνοές μας επιβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε πια αρκετά ψηλά και το βαθύ απέραντο γαλάζιο της λίμνης Τιτικάκα δεν θα αργήσει να εμφανιστεί στον ορίζοντα.
Τσουχτερό κρύο
Αν και το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής σύμφωνα με τον χάρτη ακολουθεί τις όχθες της λίμνης, αυτή αποφεύγει τα βλέμματά μας κρυμμένη πίσω από το βαθύ σκοτάδι. Ο ήλιος έχει δύσει προ πολλού μετά τις αλλεπάλληλες καθυστερήσεις του τρένου, έτσι η θέα που με τόση αγωνία περιμέναμε περιορίζεται στα χλωμά φώτα της πόλης που καθρεφτίζονται στο νερό.
Το Πούνο είναι μια μάλλον άσημη επαρχιακή πόλη, χτισμένη στις όχθες μιας λίμνης που το όνομά της έχει κάνει τον γύρο του κόσμου μέσα από ντοκυμαντέρ, βιβλία και οδοιπορικά. Τυλιγμένοι με ζεστά μάλλινα ρούχα και τον απαραίτητο αλπακά, παλτό από μαλλί λάμα, ξεκινάμε νωρίς το πρωί προς τις όχθες της λίμνης. Το κρύο στα 3.800 μ. είναι τσουχτερό, ενώ ταυτόχρονα ο ήλιος κατακαίει κάθε γυμνό σημείο του δέρματος. Το φως είναι εκτυφλωτικό καθώς οι ακτίνες του ήλιου περνάνε μέσα από μια κρυστάλλινη ατμόσφαιρα χωρίς ίχνος υγρασίας. Το μόνο που περιορίζει την όραση εδώ είναι η καμπυλότητα της Γης.
Το βαθύ σκούρο γαλάζιο του νερού μάς φέρνει κυκλαδίτικες εικόνες στον νου, μόνο που εδώ δεν κυριαρχεί το λευκό αλλά τα ζεστά γήινα χρώματα. Ολόκληρη η πόλη φαίνεται να φοβάται το νερό αποτραβηγμένη προς τον απέναντι λόφο, αφήνοντας τα σπίτια των φτωχών με τα γυμνά τούβλα και τις μεταλλικές σκεπές κοντά στην όχθη.
Ενα πολύχρωμο πλήθος γυναικών αποβιβάζεται με θόρυβο και δυνατές φωνές από την ξύλινη βάρκα που δένει τη στιγμή εκείνη στον τσιμεντένιο μόλο. Είναι γυναίκες της φυλής Ούρο που πηγαίνουν με την πραμάτεια τους στην κεντρική αγορά. Με τα καλάθια τους γεμάτα ψάρια, τις πολλαπλές χρωματιστές φούστες και με το μωρό στην πλάτη, τυλιγμένο στο υφαντό με τα έντονα χρώματα, ξεμακραίνουν με τα πόδια γυμνά παρά το τσουχτερό κρύο προς το κέντρο της πόλης. Η φυλή αυτή εγκατέλειψε το σταθερό έδαφος εδώ και πολλούς αιώνες για να ζήσει στα πλωτά καλαμένια «νησιά», στην προσπάθειά τους να απομονωθούν από τους Ινκας ή τους ξένους εισβολείς. Αρκετοί μιλάνε τη δική τους ξεχωριστή γλώσσα, οι περισσότεροι όμως μιλάνε αγιμάρα, την τοπική γλώσσα των Ινδιάνων της περιοχής. Σήμερα η φυλή αριθμεί 300 περίπου άτομα εγκατεστημένα μόνιμα σε 40 καλαμένια «νησιά» που πλέουν ελεύθερα σε μικρή απόσταση από τις όχθες της λίμνης. Σε κάθε «νησί» ζουν από δύο ως δέκα οικογένειες, μας λέει ο Πιέντρο, ο νεαρός οδηγός μας, ο οποίος αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει στον κόσμο των καλαμένιων νησιών. Παλαιότερα τα «νησιά» ήταν λιγότερα με περισσότερες οικογένειες. Η διαμάχη με τον γείτονα μπορεί να λυθεί πολύ απλά πάνω σε ένα καλαμένιο νησί: απλώς το κόβεις και πλέεις σε απόσταση ασφαλείας από τον κακό γείτονα! Για τον λόγο αυτόν τα «νησιά» σήμερα είναι περισσότερα και μικρότερα. Στο μεγαλύτερο «νησί» υπάρχει μάλιστα και σχολείο με δάσκαλο που πηγαινοέρχεται καθημερινά από την κοντινότερη πόλη, το Πούνο. Οι ιστορίες των Ινδιάνων που ζουν γύρω από τη λίμνη λένε ότι οι Ούρο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ομάδα φυγόπονων ανθρώπων που ήθελαν να απαλλαγούν από τον κόπο που απαιτούν η καλλιέργεια της γης και η φροντίδα των ζώων. Η λίμνη έχει άφθονα ψάρια και το νερό της είναι καθαρό και πόσιμο. Αποτραβήχθηκαν λοιπόν στην ασφάλεια και την ηρεμία των πλωτών «νησιών» τους διατηρώντας με σοφία ως σήμερα την απόσταση που τους χωρίζει από τη σύγχρονη ζωή στην πόλη.
Η ζωή των Ούρο είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα καλάμια, τα «τοτόρα» που φυτρώνουν στις όχθες και σε κάθε ρηχό σημείο της λίμνης, μας εξηγεί ο Πιέντρο. Με τα καλάμια αυτά κατασκευάζονται σχεδόν τα πάντα, το ίδιο το «νησί», οι καλύβες, οι βάρκες, ως και μικροαντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Νησιά από καλάμια
Ταξιδεύουμε ήδη μία ώρα προς τα ανοιχτά με τη βάρκα του Πιέντρο και πλησιάζουμε ένα ρηχό σημείο της λίμνης στο οποίο πλέει ένα από τα καλαμένια νησιά. Η κατασκευή θυμίζει πλωτή εξέδρα με τρεις-τέσσερις καλύβες στις άκρες αφήνοντας ελεύθερο τον χώρο στη μέση. Τα πόδια μας βουλιάζουν στο μαλακό καλαμένιο έδαφος, μερικές φορές αρκετά βαθιά ως το νερό. Τα καλάμια που βρίσκονται συνεχώς μέσα στο νερό σαπίζουν, μας εξηγεί ο Πιέντρο. Για να διατηρηθεί το «νησί» είναι υποχρεωμένοι να προσθέτουν συνεχώς νέα καλάμια από πάνω. Τους χειμωνιάτικους μήνες που δεν υπάρχει καθόλου υγρασία στην ατμόσφαιρα χρειάζεται μια καινούργια στρώση καλαμιών κάθε ενάμιση μήνα περίπου. Τους καλοκαιρινούς μήνες όταν βρέχει τα καλάμια σαπίζουν γρηγορότερα και πρέπει να ανανεώνονται πολύ πιο σύντομα, μερικές φορές και κάθε 15 ημέρες. Αυτό σημαίνει πολλή δουλειά για όλα τα μέλη των οικογενειών που ζουν εδώ.
Η υποδοχή από τους κατοίκους δεν είναι ιδιαίτερα θερμή. Προς στιγμήν νιώθουμε μεγάλη αμηχανία καθώς στεκόμαστε μπροστά από τα σπίτια τους με το άπληστο βλέμμα μας να καταγράφει εικόνες αλλόκοτες για το δυτικό μυαλό μας. «Δεν υπάρχει λόγος να νιώθετε άσχημα» μας καθησυχάζει ο οδηγός μας «επισκεπτόμαστε μόνο τα νησιά των οποίων οι κάτοικοι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους. Αλλωστε έχουν τους λόγους τους».
Πράγματι οι γυναίκες έχουν αρχίσει ήδη να απλώνουν τα υφαντά τους και άλλα χειροτεχνήματα από τα οποία συμπληρώνουν το πενιχρό εισόδημά τους. Το απαραίτητο παζάρι και ο πάγος έχει σπάσει, οι περαστικοί ταξιδιώτες είναι και αυτοί μέρος της καθημερινής ζωής τους, όπως το ψάρεμα και το μάζεμα των καλαμιών.
Στο Τακίλε
Οι τσιριχτές φωνές των παιδιών που παίζουν πάνω στο πλωτό «νησί» σβήνουν σιγά σιγά καθώς απομακρυνόμαστε με πλώρη το αληθινό νησί Τακίλε. Τίποτε δεν θυμίζει ότι βρισκόμαστε σε λίμνη, ο κυματισμός, το βαθύ γαλάζιο και πεντακάθαρο νερό μόνο σε θάλασσα μπορούν να ανήκουν. Η στεριά διακρίνεται μόνο προς τον Νότο, προς τις υπόλοιπες κατευθύνσεις το βλέμμα απλώνεται στο απέραντο γαλάζιο με τα αχνά περιγράμματα των «νησιών». Μια μικρογραφία του Αιγαίου εδώ, τέσσερα χιλιόμετρα πάνω από την αληθινή θάλασσα.
Το Τακίλε είναι ένα πραγματικό και αρκετά βραχώδες νησί που υψώνεται επιβλητικά πάνω από την επιφάνεια της λίμνης. Οι κάτοικοι εδώ δεν έχουν γνωρίσει ποτέ εισβολέα. Οι Ισπανοί και όποιοι άλλοι έφθασαν κάποτε στις όχθες της Τιτικάκα σταμάτησαν εκεί, αφού τα μόνα πλεούμενα που υπήρχαν διαθέσιμα ήταν οι καλαμένιες βάρκες, το ξύλο ήταν και τότε όπως και σήμερα ένα σπάνιο υλικό.
Οι κάτοικοι του Τακίλε θεωρούν τους εαυτούς τους ξεχωριστή φυλή με μια οργάνωση κοινοβιακού χαρακτήρα. Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει πολλά, οι γάμοι με ξένους είναι σπάνιοι, ενώ ελέγχουν και το πλήθος των τουριστών που θα επισκεφθεί το νησί τους. Στο νησί δεν υπάρχει δρόμος, δεν υπάρχει κανένα όχημα (ούτε καν ποδήλατο) και η ηλεκτροδότηση είναι περιορισμένη. Θα συναντήσετε όμως σε πολλά σπίτια ηλιακές κυψέλες για τη φόρτιση συσσωρευτών που χρησιμοποιούνται για φωτισμό και για ηλιακές κουζίνες, ένα μεγάλο κάτοπτρο που συγκεντρώνει τις ηλιακές ακτίνες στο μαγειρικό σκεύος που τοποθετείται στην κατάλληλη θέση.
Τα 500 και πλέον σκαλοπάτια που οδηγούν στο χωριό, που βρίσκεται αρκετά ψηλά, είναι μια οδυνηρή εμπειρία αν δεν έχετε προσαρμοσθεί στο υψόμετρο. Στην είσοδο του χωριού τέσσερις άνδρες πλέκουν τα χαρακτηριστικά κόκκινα σκουφιά τους. Ανάλογα με το χρώμα που έχουν τα σκουφιά, στέλνουν και το μήνυμα προς το άλλο φύλο. Λευκό με κόκκινο σημαίνει ότι ο κάτοχος είναι ελεύθερος, ενώ κόκκινο φοράνε οι παντρεμένοι. Το πλέξιμο είναι μια προσφιλής απασχόληση των ανδρών και θα τους δείτε παντού, ακόμη και όταν βαδίζουν στα μονοπάτια του νησιού, να το συνεχίζουν ασταμάτητα.
Ο θεός Ηλιος
Η ηρεμία στο Τακίλε είναι διάχυτη παντού. Γήινα χρώματα, εκπληκτική θέα προς τα ζαφειρένια νερά της λίμνης και στον ορίζοντα οι κορυφές των Ανδεων που αναδύονται μέσα από λευκά σύννεφα. Μια ομάδα παιδιών παίζουν μπάλα μπροστά από το σχολείο τους, μια εκκλησία με χορταριασμένο καμπαναριό και ένα μικρό χαμηλοτάβανο παντοπωλείο με παλιά σκαλιστή ζυγαριά συμπληρώνουν την εικόνα από τη μικρή πλατεία του χωριού.
Με τον ήλιο να δύει μέσα στην κρυστάλλινη ατμόσφαιρα και την παγωνιά να μουδιάζει τα χέρια και τα πόδια μας επιστρέφουμε με τη βάρκα προς το Πούνο. Καπνοί από καλαμιές που καίγονται υψώνονται στο βάθος. Οι μύθοι των Ινδιάνων μάς έρχονται στον νου, μύθοι που μιλάνε για τη γέννηση του θεού Ηλιου μέσα από τα νερά της λίμνης και για τη γέννηση του πολιτισμού των Ινκας.
Μια δεύτερη ματιά στο τοπίο και αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρο γιατί οι θεοί διάλεξαν αυτή την περιοχή της Γης για να γεννηθούν.
Τα περισσότερα σχολικά βιβλία του κόσμου αναφέρουν τη λίμνη Τιτικάκα σε υψόμετρο 3.820 μ. στα σύνορα Περού και Βολιβίας ως την υψηλότερη πλωτή λίμνη του κόσμου. Με συνολικό μήκος πάνω από 170 χλμ., μέσο πλάτος 56 χλμ. και 41 νησιά είναι ταυτόχρονα και μια από τις μεγαλύτερες λίμνες της Ν. Αμερικής. Για πολλά χρόνια εθεωρείτο απύθμενη, οι πιο πρόσφατες μετρήσεις όμως έχουν δείξει ένα μέγιστο βάθος περίπου 300 μ. Μεγάλο μέρος του ανανεώσιμου νερού προέρχεται από 25 ποταμούς που εκβάλλουν στη λίμνη, ενώ εκροή υπάρχει μόνο σε έναν. Χαρακτηριστικό της έλλειψης υγρασίας και της μοναδικής διαύγειας της ατμόσφαιρας είναι ότι το 95% του νερού που εισρέει εξατμίζεται εξαιτίας του ξηρού κλίματος της περιοχής.
Αν το ταξίδι σας ξεκίνησε από το Περού, τότε το τρένο από την Αρεκίπα ή το Κούζκο είναι το καλύτερο μέσο για να φθάσετε στο Πούνο, στις όχθες της λίμνης. Η διαδρομή με θέα τους παγετώνες των Ανδεων και το ερημικό τοπίο του Αλτιπλάνο θα σας αποζημιώσουν για το πολύωρο ταξίδι. Από το Πούνο αναχωρούν καθημερινά βάρκες προς τα πλωτά «νησιά» των Ούρος και για το νησί Τακίλε. Στο δεύτερο μάλιστα μπορείτε να διανυκτερεύσετε σε κάποιο από τα πολύ απλά δωμάτια και να απολαύσετε το μοναδικό ηλιοβασίλεμα και τον εξαιρετικής διαύγειας έναστρο ουρανό του Νότου, μακριά από τα φώτα των πόλεων.
Τη λίμνη μπορείτε να επισκεφθείτε και από την πλευρά της Βολιβίας. Υπάρχουν καθημερινά δρομολόγια λεωφορείων από τη Λα Παζ προς την Κοπακαμπάνα, μια μικρή αλλά συμπαθητική πόλη στις όχθες της λίμνης. Από εδώ δεν μπορείτε να επισκεφθείτε τα πλωτά «νησιά» των Ούρος, αλλά μόνο τα νησιά Isla del Sol και Isla del Luna για τα οποία υπάρχουν καθημερινά δρομολόγια.
Η καλύτερη εποχή για να επισκεφθείτε τη λίμνη Τιτικάκα είναι τη στεγνή περίοδο, που τυπικά ξεκινά από τον Απρίλιο και διαρκεί ως τον Οκτώβριο. Η ιδιομορφία όμως του εδάφους με τις μεγάλες υψομετρικές διαφορές έχει αποτέλεσμα να ισχύουν εντελώς διαφορετικές κλιματικές συνθήκες μεταξύ περιοχών που απέχουν λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα. Γι’ αυτό η επιλογή της εποχής πρέπει να γίνει σε συνάρτηση με τη συνολική διαδρομή που θα ακολουθήσετε.