Τον Ιανουάριο του 2017 και έχοντας μόλις λίγες ημέρες αναλάβει καθήκοντα, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραφε ένα προεδρικό διάταγμα με το οποίο απαγόρευε επ’ αόριστον την είσοδο στη χώρα υπηκόων από Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν και Υεμένη. Η εγκυρότητα και η νομιμότητά του αμφισβητήθηκαν από χιλιάδες πρόσφυγες, η Πολιτεία της Ουάσιγκτον εφάρμοζε ασφαλιστικά μέτρα για αναστολή της ισχύος του, και ακολούθως Νέα Υόρκη, Χαβάη και άλλες Πολιτείες προσέφευγαν στα ομοσπονδιακά δικαστήρια, τα οποία τις δικαίωναν ότι, πράγματι, επρόκειτο για ένα αντισυνταγματικό διάταγμα.
Ενάμιση χρόνο μετά, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας με ψήφους πέντε έναντι τεσσάρων επικυρώνει την εν λόγω προεδρική οδηγία, επιβεβαιώνοντας και δικαιώνοντας τη ριζική στροφή και πλέον σταθερή προσήλωση του Τραμπ προς τον απομονωτισμό και το δόγμα «Πρώτα η Αμερική». «Είναι μια στιγμή πλήρους δικαίωσης έπειτα από μήνες υστερικών διαμαρτυριών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους Δημοκρατικούς, που αρνούνται να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να προστατεύσουν τα σύνορα και τη χώρα μας. Οσο είμαι πρόεδρος θα υπερασπίζομαι την κυριαρχία και την ασφάλεια του αμερικανικού λαού και θα μάχομαι για ένα σύστημα μετανάστευσης που υπηρετεί τα εθνικά συμφέρονται και τους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών» έγραψε ο Τραμπ σε μια πανηγυρική ανακοίνωση που εξέδωσε από τον Λευκό Οίκο.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η πολιτική αυτή είναι αναγκαία για την προστασία της χώρας από ενδεχόμενες επιθέσεις εξτρεμιστών ισλαμιστών, πλην όμως και οι έξι προαναφερθείσες χώρες έχουν προσφυγικό προφίλ, βρίσκονται δηλαδή σε εμπόλεμη κατάσταση. Κατά το διεθνές δίκαιο, a priori αποκλεισμός υπηκόων από συγκεκριμένη χώρα με βάση τη θρησκεία και την εθνικότητα συνιστά κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μικρή λεπτομέρεια για τον αμερικανό πρόεδρο.
Η απλοϊκή του σκέψη λέει πως οι πρόσφυγες είναι «επικίνδυνοι εισβολείς» και «μιάσματα», είτε πρόκειται για πολίτες από μουσουλμανικές χώρες είτε για πολίτες από χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου στην πλειονότητά τους βρίσκονται σε έναν άλλον ιδιότυπο πόλεμο. Αυτόν του οργανωμένου εγκλήματος και της απόλυτης ανέχειας.

Ακροδεξιά ατζέντα

Ετσι παρά το μάζεμα που επιχείρησε να κάνει –υπό το βάρος της παγκόσμιας κατακραυγής –υπογράφοντας διάταγμα για να σταματήσει η απάνθρωπη πολιτική χωρισμού των παιδιών παράτυπων μεταναστών που περνούν τα σύνορα με το Μεξικό από τους γονείς τους, ο Τραμπ επανήρθε δριμύτερος. Ανακοινώνοντας στο οικουμενικό του κοινό –μέσω Twitter δηλαδή –ότι «δεν μπορούμε να δεχθούμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που προσπαθούν να εισβάλλουν στη χώρα μας, όταν κάποιος μπαίνει, θα πρέπει αμέσως, χωρίς δικαστές και δίκες, να τους στέλνουμε πίσω από εκεί που ήρθαν», πρότεινε ούτε λίγο ούτε πολύ απελάσεις με συνοπτικές διαδικασίες σε μια ωμή πολιτική προβολής ισχύος.

«Μην απατάσθε για τα κίνητρα του Τραμπ ως προς τη μετανάστευση» έγραφαν οι «Financial Times», συμπληρώνοντας πως η διαμάχη του χωρισμού των οικογενειών είναι απλώς το πρελούδιο για την πραγματική μάχη της νόμιμης μετανάστευσης και δη τη νομιμοποίηση των παράνομων μεταναστών που έφθασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ήταν παιδιά, δηλαδή των λεγόμενων «Ονειροπόλων».
Γιατί το κυρίως θέμα θα το ξεδιπλώσει μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, όπως προδιέγραψε. Μέσω Twitter και πάλι, κάλεσε τους Ρεπουμπλικανούς βουλευτές να μην αναλώνονται και πολύ με τη μετανάστευση, γιατί «τον ερχόμενο Νοέμβριο θα έχουμε εκλέξει περισσότερους αντιπροσώπους σε Γερουσία και Κογκρέσο», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα επανέλθει δριμύτερος και χωρίς διόλου να πτοηθεί από το γεγονός ότι την περασμένη Τετάρτη η Βουλή των Αντιπροσώπων (μεταξύ αυτών και βουλευτές του κόμματός του) απέρριψε με 301 ψήφους κατά και 121 υπέρ σχέδιο νόμου για το Μεταναστευτικό που είχε προτείνει το κόμμα του. Ο ίδιος, όπως αναφέρει ρεπορτάζ των «New York Times», ξεκαθάρισε στους Ρεπουμπλικανούς ότι περιμένει από αυτούς να θέσουν τη μετανάστευση στο επίκεντρο της στρατηγικής τους για τις εκλογές του Νοεμβρίου, κάτι που όπως θεωρεί θα καθορίσει την τύχη της προεδρίας του.
Σε αυτή την επιθετική πολιτική και την εθνική περιχαράκτωση που προτάσσει ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να βρίσκει μιμητές σε όλη την Ευρώπη. Το ένα μετά το άλλο –είτε λιγότερο είτε περισσότερο συντηρητικά –πολιτικά κόμματα στη Γηραιά Ηπειρο αλλά και ακροδεξιά κόμματα που μετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς (βλ. Ιταλία, Αυστρία) αντλούν έμπνευση από τον αμερικανό πρόεδρο.
Ο έλεγχος της μετανάστευσης, η κατοχύρωση των εθνικών συμφερόντων, ο προστατευτισμός, τα αυστηρότερα μέτρα, η ισλαμοφοβία, η αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας είναι κυρίαρχα θέματα στην ατζέντα και στα κυβερνητικά τους προγράμματα, που πλέον διαμορφώνουν μια νέα δυναμική.
Στον πλανήτη «αναδύεται μια εθνικιστική Διεθνής», έγραφε προ ημερών ο Giedon Rachman των «Financial Times», αναφερόμενος σε μια ευρύτερη τάση του απομονωτισμού που καταγράφεται παγκοσμίως (ακόμα και στην Ινδία, όπως αναφέρει, όπου η κυβέρνηση Μόντι απορρίπτει τον διεθνισμό) και η οποία έχει λάβει εντονότερα χαρακτηριστικά μετά την άφιξη του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.

Αποδόμηση της παγκοσμιοποίησης

Υπό αυτό το πλαίσιο, που εμπεδώνεται ως επί το πλείστον με αμφιλεγόμενες μεθόδους, όπως είναι ο διαχωρισμός των παιδιών από τους γονείς στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού ή η κατασκευή συρματοπλεγμάτων σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, ή προτάσεις σαν αυτή του Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία για μαζική απέλαση των Ρομά, το μέλλον του κόσμου προμηνύεται σκοτεινό.
Και τούτο διότι, όπως καταλήγει ο Rachman, «οι διεθνείς κανόνες δεν είναι απλώς το προϊόν των ιδεολογικών προτιμήσεων μιας παγκόσμιας ελίτ. Είναι τα απαραίτητα εργαλεία για την αλληλεπίδραση των κρατών σε μια σειρά θεμάτων. Και η κατάργησή τους θα οδηγήσει σε αναρχία, εμπορικό ή πραγματικό πόλεμο».
Ο Τραμπ πάντως τον έχει ήδη κηρύξει. Γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του διεθνείς κανόνες και εφαρμόζοντας δικούς του, αλλά και αποχωρώντας από συνθήκες, θεσμούς και συμμαχίες που χτίστηκαν προς όφελος της ανθρωπότητας και όχι μιας κλίκας, όπως ο ίδιος πιστεύει και διατρανώνει.

Η Ευρώπη παίρνει τη σκυτάλη


«Ας πάνε αλλού και όχι εδώ». Η επωδός του Ντόναλντ Τραμπ συνοψίζει με σαφήνεια το πώς αντιλαμβάνονται και οι συντηρητικοί της Ευρώπης την κατάσταση για τους πρόσφυγες που καταφθάνουν κατά εκατοντάδες κάθε μέρα στις πόρτες της. Πρόκειται για μια σκληρή γραμμή που τείνει να γίνει επικρατούσα πολιτική τάση στη Γηραιά Ηπειρο. Η αρχή δόθηκε με τις χώρες του Βίζεγκραντ και την άρνησή τους να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, για να μεταφερθεί σήμερα στη Γερμανία και στο κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών που αξιώνει από τη γερμανίδα καγκελάριο επαναπροώθηση των εισερχόμενων μεταναστών.
Την ίδια ώρα στην Ιταλία ο Ματέο Σαλβίνι κλείνει τα λιμάνια απαγορεύοντας τον κατάπλου πλοίων ΜΚΟ που μεταφέρουν μετανάστες. Στην Αυστρία ο Σεμπάστιαν Κουρτς αρνείται την προώθηση μεταναστών εντός ευρωζώνης, στην Ουγγαρία ο Βίκτορ Ορμπαν, δηλώνοντας πως «είναι δικαίωμά μας να αποφασίσουμε με ποιον θέλουμε να ζήσουμε», τονίζει ότι «έχει την ηθική υποχρέωση» να αρνείται να δέχεται πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο, ως μέρος της πολιτικής των ποσοστώσεων. Αλλά ακόμα και «ευνοϊκοί» για τους μετανάστες ευρωπαϊκοί προορισμοί, όπως η Σουηδία, πλέον αρνούνται να δεχθούν μεγάλο αριθμό προσφύγων.

Λύση μεν, αλλά…

Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμα και η εξεύρεση λύσης που φάνηκε να δίνεται στη Σύνοδο Κορυφής έστω και στο και πέντε και έπειτα από έντονες διαφωνίες, σοβαρές ενστάσεις και το παρ’ ολίγον βέτο της Ιταλίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον.
Η Ευρώπη είναι βαθιά διαιρεμένη σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στρατόπεδα: ανάμεσα σε εκείνους που επιζητούν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και προτάσεις που θα επωμίζονται όλοι ανεξαιρέτως και σε εκείνους που προσηλώνονται σταθερά στη γραμμή της περιφρούρησης από τη μεταναστευτική «απειλή» και με κάθε τρόπο επιχειρούν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, φορτώνοντας το βάρος στους υπολοίπους και βάζοντας σε κίνδυνο τη συνέχιση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Οι πρώτες δηλώσεις της γερμανίδας καγκελαρίου εξάλλου δείχνουν και τη διστακτικότητά της ως προς τις αληθινές προθέσεις επί του συνόλου των ηγετών να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις που έλαβαν: «Εχουμε ακόμη πολλή δουλειά να κάνουμε για να γεφυρώσουμε τις διαφορετικές απόψεις» δήλωσε παραδεχόμενη ότι συνεχίζουν να υπάρχουν βαθιές διαφορές ανάμεσα στις χώρες-μέλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κείμενο συμπερασμάτων υπάρχουν ακόμη θολά σημεία, όπως η δημιουργία hotspot σε εθελοντική βάση, την ώρα που και ο δρόμος για το ενιαίο σύστημα ασύλου είναι μακρύς.

Θα πετύχει η αποστολή πολιτικής επιβίωσης της Μέρκελ;

Πολλοί τη χαρακτήρισαν «αποστολή πολιτικής επιβίωσης». Ο λόγος για τη Σύνοδο Κορυφής στην οποία η Μέρκελ για πρώτη φορά δεν μετέβη από θέση ισχύος, αλλά αναζήτησε σωσίβιο προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να βρει μια συνολική λύση στο Προσφυγικό με τους ευρωπαίους εταίρους. Πίσω στο Βερολίνο ο κυβερνητικός εταίρος της Χορστ Ζεεχόφερ της έβαζε χρονική διορία μέχρι το πέρας της Συνόδου να διαπραγματευτεί διμερείς συμφωνίες με άλλα κράτη-μέλη για την επαναπροώθηση προσφύγων.

Το πρώτο στήριγμα, όπως πρώτοι αποκάλυψαν οι «Financial Times», η γερμανίδα καγκελάριος το βρήκε στη χώρα μας. Πολύ πιθανό να το βρει και στην Ιταλία και τα υπόλοιπα κράτη πρώτης γραμμής. Η ίδια έχει αποδείξει ότι είναι ιδιαίτερα καλή στις διαπραγματεύσεις, όμως αυτή η μάχη για το άσυλο έχει ραγίσει το γυαλί στον εδώ και πολλές δεκαετίες γάμο με το αδελφό της κόμμα.
Για το επόμενο διάστημα το διαζύγιο μπορεί να το γλιτώσει, μιας και δεν γυρίζει πίσω με άδεια χέρια. Ομως οι εκλογές του Οκτωβρίου στη Βαυαρία πλησιάζουν και οι Χριστιανοκοινωνιστές, όσο κι αν είναι σήμερα ικανοποιημένοι, δεν θα πάψουν να εμμένουν στη σκληρή τους γραμμή, με κάθε κόστος. Το αντιμεταναστευτικό ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία εξάλλου καραδοκεί, και όπως όλα δείχνουν, θα έχει ισχυρή εκπροσώπηση στην τοπική Βουλή.

Δυσλειτουργικό μοντέλο

Ακόμη και για την περίπτωση των πραγματικών προσφύγων και όχι εκείνων που κάνουν αίτηση ασύλου ως τέτοιοι, το «πατάκι εισόδου» της Ευρώπης έχει λιώσει, αναφέρουν με γλαφυρότητα αναλυτές στον διεθνή Τύπο. Η πραγματικότητα είναι ότι η Σύμβαση της Γενεύης του 1951, η οποία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για το Διεθνές Προσφυγικό Δίκαιο, δεν σχεδιάστηκε ποτέ για τεράστιες ροές ανθρώπων, τουλάχιστον όχι όπως αυτές που γνώρισε τα τελευταία χρόνια η Γηραιά Ηπειρος με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2015.

Στο βιβλίο του «After Europe» ο πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Ερευνών της Βουλγαρίας και μόνιμος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης Ιβάν Κράτσεφ γράφει με τη διεισδυτική του ματιά: «Μην κατηγορείτε τις ακροδεξιές παρυφές για τη δυσαρέσκεια της Ευρώπης. Κατηγορήστε τις ελίτ που δεν αντιλαμβάνονται. Η αδυναμία και η απροθυμία των φιλελεύθερων ελίτ να συζητήσουν για τη μετανάστευση και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της αλλά και η επιμονή τους ότι οι υπάρχουσες πολιτικές έχουν πάντα θετικό αποτέλεσμα είναι αυτό που κάνει τον φιλελευθερισμό υποκριτικό».
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά. Μπορεί ο φιλελευθερισμός να επιζήσει αυτής της τεράστιας πρόκλησης; Μπορεί η Ευρώπη να δημιουργήσει θεσμικές δομές για ένα πρόβλημα που εσφαλμένα αντιμετώπισε ως προσωρινό φαινόμενο και με τρόπο απλής διαχείρισης; Ο χρόνος θα δείξει. Στο μεταξύ, άλλο ένα Aquarius, άλλο ένα Lifeline γεμάτο πρόσφυγες και μετανάστες θα αναζητεί ασφαλές λιμάνι κάπου στη Μεσόγειο. Μέχρι να το βρει, θα υπάρξουν και άλλα. Πολλά ακόμη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ