«Είμαι παντρεμένος, με δύο παιδιά, και στη Συρία εργαζόμουν ως παιδίατρος. Ζούσαμε στην πόλη Ράκα, γνωστή πλέον ως προπύργιο του ISIS. Λειτουργούσα μια ιδιωτική κλινική σε μια φτωχή περιοχή της πόλης και περιέθαλπα δωρεάν εκτοπισμένους από τη Χομς και το Χαλέπι που είχαν βρει καταφύγιο εκεί.
Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2013, αναζωπυρώθηκαν οι μάχες, γίνονταν αεροπορικές επιδρομές και έπεφταν πυροβολισμοί από ελεύθερους σκοπευτές. Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA) είχε κερδίσει έδαφος στη Ράκα και η πόλη βομβαρδιζόταν καθημερινά από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Μια μέρα στεκόμουν με έναν γείτονα έξω από την κλινική μου, όταν τον πυροβόλησαν μπροστά στα μάτια μου. Τότε αποφάσισα να κλείσω την κλινική γιατί ήταν τρομακτικά επικίνδυνο. Μία εβδομάδα αργότερα, μια βόμβα χτύπησε ένα κοντινό τζαμί και η κλινική μου καταστράφηκε ολοσχερώς. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόταν κανείς στο κτίριο.
Εκείνη την περίοδο, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αναζητούσαν ιατρικό προσωπικό για μια εκστρατεία εμβολιασμού στο Ταλ Αμπιάντ, το οποίο βρίσκεται 100 χλμ. βόρεια της Ράκα, και με επέλεξαν.
Εν τω μεταξύ, μια σειρά από ομάδες της αντιπολίτευσης ήλεγχε διαδοχικά τη Ράκα: πρώτα ο FSA, μετά η ομάδα al-Nusra και μέχρι το τέλος του 2013 το ISIS είχε εμφανιστεί και προσπαθούσε να πάρει τον έλεγχο της περιοχής.
Στην αρχή, το ISIS δεν ενδιαφερόταν για την ιατρική πλευρά των πραγμάτων, αλλά αυτό δεν διήρκεσε πολύ. Επειτα από μερικούς μήνες, αποφάσισαν να ελέγχουν τα νοσοκομεία, τις κλινικές και τις ιατρικές προμήθειες στη Ράκα. Οι περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να αισθάνονται την απειλή. Σχεδόν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί έφυγαν από τη Ράκα και πολλοί σύροι γιατροί εγκατέλειψαν τη χώρα.
Οσο για εμένα, αποφάσισα να ανοίξω μια κλινική στο σπίτι μου για να βοηθάω όσο μπορώ. Ως γιατρός, ήθελα να φροντίζω ασθενείς, αλλά ταυτόχρονα να προστατεύω τον εαυτό μου.
Σύντομα, μέλη του ISIS άρχισαν να έρχονται στο σπίτι μου για περίθαλψη. Δεν ήμουν άνετος με αυτό, αλλά ενεργούσα σύμφωνα με την ιατρική ηθική: φροντίδα όλων των ασθενών, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Ωστόσο, η παρουσία μελών του ISIS στο σπίτι μου ήταν τρομακτική για την οικογένειά μου και για εμένα τον ίδιο. Κατέφθαναν με τζιπ, έκαναν πολύ θόρυβο και οδηγούσαν πολύ γρήγορα. Υστερα από μερικούς μήνες, όταν η συμμαχία υπό την αμερικανική ηγεσία άρχισε τον βομβαρδισμό κατά του ISIS, ήρθαν ένα βράδυ και με ανάγκασαν να πάω μαζί τους για να περιθάλψω τους τραυματίες. Η οικογένειά μου φοβήθηκε ότι δεν θα επιστρέψω. Σκεφτόμουν συνεχώς ότι είτε θα σκοτωνόμουν από τις αεροπορικές επιδρομές είτε από τον ISIS.
Κάποια στιγμή, μέλη του ISIS ξεκίνησαν να μου ασκούν πίεση να ενταχθώ στο νοσοκομείο που ήλεγχαν στην πόλη. Οι περισσότεροι γιατροί έχουν εγκαταλείψει τη Συρία και γι’ αυτό με χρειάζονταν. Εγώ αρνήθηκα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι απειλές. Δεν μπορούσα να κρυφτώ πουθενά. Ούτε στα μικρά χωριά γύρω από τη Ράκα, αλλά ούτε στην ίδια την πόλη. Αρχισα να συνειδητοποιώ ότι η μόνη μου διέξοδος ήταν να φύγω από τη Συρία. «Προτιμώ να επιβιβαστώ σε μία από τις βάρκες του θανάτου, παρά να ρισκάρω μένοντας εδώ», σκεφτόμουν.
Η ζωή στη Ράκα ήταν τρομακτική. Την ημέρα μάς βομβάρδιζαν οι δυνάμεις της κυβέρνησης και τη νύχτα οι δυνάμεις του συνασπισμού. Ο ήχος από τα μαχητικά αεροπλάνα ήταν τόσο δυνατός που ήταν σαν να γίνεται σεισμός. Ενας στενός μου φίλος σκοτώθηκε από κυβερνητική αεροπορική επιδρομή.
Συνειδητοποίησα ότι η ζωή µου είχε σταματήσει και το μοναδικό πράγμα που έπρεπε να κάνω ήταν να σώσω την οικογένειά μου. Ηξερα ότι στη Συρία τα παιδιά μου δεν θα είχαν μια κανονική ζωή. Δεν θα είχαν καν τη δυνατότητα για εκπαίδευση. Ηθελα να προστατεύσω τη ζωή μου για να σώσω τις ζωές των παιδιών μου.
Αρχισα να σχεδιάζω την αναχώρησή μου. Στόχος μου ήταν να ταξιδέψω στην Τουρκία, στη συνέχεια να μπω σε μια βάρκα για την Ευρώπη, με τελικό προορισμό την Ολλανδία. Η γυναίκα μου ήταν στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης, στο τρίτο μας παιδί. Ηταν τόσο εξαντλημένη από την εγκυμοσύνη που της ήταν αδύνατο να ταξιδέψει. Ετσι, η ιδέα ήταν να ταξιδέψω με έναν φίλο, και μόλις έπαιρνα τα απαραίτητα χαρτιά, η οικογένειά μου θα με ακολουθούσε.
Την τελευταία ημέρα προτού φύγω κοιμήθηκα με τα παιδιά μου. Αν και δεν ήξεραν ότι θα έφευγα, κατά κάποιον τρόπο το ένιωσαν. Μακάρι να τα είχα φέρει μαζί μου.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο να φύγω από τη Ράκα. Μαίνονται παντού μάχες μεταξύ ISIS, κούρδων μαχητών, του Μετώπου al-Nusra και του FSA. Επρεπε να περάσω από τρία σημεία ελέγχου μεταξύ Ράκα και Εφρέεν. Ηταν σαν να έπρεπε να περάσουμε μέσα από τρεις διαφορετικές χώρες.
Οταν έφτασα στην Τουρκία, άκουσα ότι η κυβέρνηση συνελάμβανε τους ανθρώπους που πήγαιναν στη Σμύρνη. Βαθιά μέσα μου υπήρχε μια φωνή που ήλπιζε ότι αυτό το ταξίδι θα αποτύγχανε και θα έπρεπε να επιστρέψω στη Συρία.
Οταν φτάσαμε στη Σμύρνη, υπήρχε παντού κόσμος: οι άνθρωποι κοιμούνταν στους δρόμους, πεινούσαν. Ηταν άνθρωποι που είχαν δώσει όλα τα χρήματά τους στους διακινητές, αλλά δεν είχαν καταφέρει να φύγουν. Ακούγαμε πολλές ιστορίες για σκάφη που βυθίστηκαν. Ο φίλος μου κι εγώ πήγαμε στη θάλασσα για να ρίξουμε μια ματιά. Ηταν δύσκολο να βλέπουμε το πέλαγος, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα μπορούσαμε να πνιγούμε εκεί.
Οταν ήρθε η ώρα, ήταν δύσκολο να πάρω την απόφαση να ανέβω επάνω στην κατάμεστη φουσκωτή βάρκα. Μερικοί έκλαιγαν, άλλοι προσεύχονταν. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο για να αντιμετωπίσει τον φόβο. Φτάσαμε τελικά στο Φαρμακονήσι και την επόμενη ημέρα μεταφερθήκαμε στη Λέρο. Ταξιδέψαμε από την Ελλάδα στην πΓΔΜ, και συνεχίσαμε μέσω Σερβίας. Δεν είχα κοιμηθεί για επτά ημέρες. Ονειρευόμουν να βρω ένα μαξιλάρι για να κοιμηθώ, νερό για να πλυθώ και ένα τηλέφωνο για να καλέσω την οικογένειά μου.
Στο Βελιγράδι κατάφερα τελικά να βρω μία τοπική κάρτα SIM για να τηλεφωνήσω στο σπίτι μου. Μίλησα με τη γυναίκα και την κόρη μου. Ο γιος μου αρνήθηκε να μου μιλήσει. Ενιωθε ότι τον είχα εγκαταλείψει. Μου ράγισε την καρδιά.
Από το Βελιγράδι, διασχίσαμε χωράφια με καλαμπόκι, και μετά πληρώσαμε 450 ευρώ σε έναν διακινητή για να μας πάει στην Αυστρία. Τη νύχτα κοιμηθήκαμε σε ένα πάρκο στη Βιέννη και το πρωί αγοράσαμε εισιτήρια τρένου για το Αμστερνταμ.
Η γυναίκα μου γέννησε τον Οκτώβριο, λίγο αφότου έφτασα στην Ολλανδία. Μου έστειλε μια φωτογραφία του μωρού. Μιλάω με την οικογένειά μου καθημερινά, αλλά ο γιος μου εξακολουθεί να αρνείται να μου μιλήσει. Κάθε φορά που μιλάω στην κόρη μου, η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σαν ένα άλογο που τρέχει και δεν μπορώ να ηρεμήσω. Μου είναι ανυπόφορο να ακούω τα πολεμικά αεροπλάνα, γνωρίζοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα ρίξουν τις βόμβες. Η οικογένειά μου είναι τρομοκρατημένη, κι εγώ είμαι μίλια μακριά και δεν μπορώ να την προστατεύσω».

Ποίημα του δρος Μαρουάν

Στην εξορία
Στην εποχή των ονείρων που ματαιώθηκαν
Η βροχή πέφτει στη γη που δεν τη χρειάζεται πλέον
Και τα πουλιά σταματούν να πετούν
Ετσι είναι για κάποιον που δεν ανήκει πουθενά
Είμαι ένας απλός πρόσφυγας, με ένα χάρτη γεμάτο χαμένα βήματα
και το πρόσωπο μιας πατρίδας που πνίγηκε στον καπνό και βάφτηκε με αίμα.

* Τα ονόματα έχουν αλλαχθεί.


* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ