Φωτογραφίες: Νίκος Τσίρος/Studio ΔΟΛ

Στην αρχή το θέμα δεν έμοιαζε ελκυστικό. Ο αρχιτέκτων Αλέξανδρος Νικολούδης, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων και μπολιασμένος με τις ιδέες του καλλιτεχνικού ρεύματος των Beaux-Arts, δεν θα μπορούσε να εντυπωσιαστεί εύκολα. Το μέγαρο προοριζόταν για τον πλούσιο κεφαλλονίτη επιχειρηματία Γεράσιμο Λιβιεράτοκαι εκείνος, παρ’ ότι στην αρχή της καριέρας του, έπρεπε να σταθμίσει τα δεδομένα προτού θυσιάσει τα μυστικά που είχε εκμαιεύσει κατά την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα. Η τοποθεσία όμως –το πολυσύχναστο σημείο της Αθήνας στη συμβολή των οδών Ηπείρου 2 και Πατησίων 55, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο -, που αποτελούσε μέρος συνάντησης των καλοντυμένων γυναικών, οι οποίες παρήλαυναν με τα ομπρελίνα τους, αλλά και η γωνιακή θέση του, τον έκαναν να ενδώσει.

Ετσι, το 1909, ο Αλέξανδρος Νικολούδης ολοκλήρωσε την ωδή του στο γαλλικό νεομπαρόκ και το αποτέλεσμα, ένα κτίριο-στολίδι συνολικής επιφάνειας 1.240 τ.μ., σε τρία διαφορετικά επίπεδα, απείχε από την κυρίαρχη μορφολογία των αστικών κατοικιών του αθηναϊκού νεοκλασικισμού. Με τον πομπώδη χαρακτήρα του παριζιάνικου προτύπου και τα σχήματα της αρ νουβό, η αστική μονοκατοικία, η οποία τους καλούς καιρούς περιβαλλόταν από άμαξες που κατέφθαναν για τα πάρτι της υψηλής κοινωνίας, έμελλε να είναι το πρώτο και να μείνει στην Ιστορία ως το σημαντικότερο έργο του ενός εκ των ιδρυτών της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Από το καπνιστήριο στο μπουντουάρ

Σύμφωνα με το βιβλίο της Αμαλίας Κωστάκη για τον Αλέξανδρο Νικολούδη, ο αρχιτέκτονας ακολούθησε την τριμερή κατανομή, που θέλει τους δημόσιους χώρους να τοποθετούνται στο ισόγειο, τους ιδιωτικούς στον όροφο και τους χώρους του προσωπικού στο ημιυπόγειο. Μπαίνοντας από το επιβλητικό θύρωμα εισόδου στην οδό Ηπείρου και περνώντας στο υπερυψωμένο ισόγειο, ο επισκέπτης συναντά το σαλόνι, το καθιστικό και την τραπεζαρία, που πλαισιώνεται από τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες με τα γραμμικά σύμβολα, οι οποίες, μάλιστα, αποκαταστάθηκαν πρόσφατα από μια ομάδα φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών. Το γραφείο και η βιβλιοθήκη δεσπόζουν επίσης στο ισόγειο, όπως και το καπνιστήριο –επίσης με τοιχογραφίες –που έχει τις ρίζες του στις αγγλικές λέσχες και είναι το «αρχαιότερο» της Αθήνας. Η εικόνα των ανδρών που αποσύρονταν εδώ μετά το δείπνο για να καπνίσουν το πούρο τους συνοδεία κονιάκ κατακλύζουν τη φαντασία.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα που οδηγεί στην αίθουσα μπιλιάρδου, το βλέμμα στέκεται στο εντυπωσιακό βιτρό, επάνω από το ενδιάμεσο πλατύσκαλο, λίγο προτού στραφεί αναπόφευκτα στον θόλο. Ο όροφος αυτός φιλοξενεί τα υπνοδωμάτια, με εκείνο της οικοδέσποινας να ξεχωρίζει καθώς είναι το μεγαλύτερο και διαθέτει και μπουντουάρ. Σύμφωνα με το βιβλίο της Αμαλίας Κωστάκη, η τραπεζαρία –κόσμημα του ορόφου –αντανακλά «τη βαρύτητα που δόθηκε στον σχεδιασμό της, αφού είναι ο πιο περίτεχνα διακοσμημένος χώρος υποδοχής, με ξυλεπενδύσεις στους τοίχους».
Από χέρι σε χέρι

Το Μέγαρο Λιβιεράτου –γνωστό σήμερα και ως Υπατία –άλλαξε αρκετές φορές φυσιογνωμία. Φιλοξένησε τη μαιευτική κλινική στην οποία εργαζόταν και ο Γρηγόρης Λαμπράκης –σε μια ταινία η Τζένη Καρέζη φαίνεται να βγαίνει από το συγκεκριμένο μαιευτήριο -, ενώ για ένα διάστημα υπήρξε έδρα της ιαπωνικής πρεσβείας. Το 1932 πραγματοποιήθηκε και η πρώτη ανακαίνιση που πιστοποιείται από τις εφημερίδες του συγκεκριμένου έτους, οι οποίες βρέθηκαν πρόσφατα πίσω από τα επιχρίσματα και από τις αντίστοιχες προσκλήσεις για το ρεβεγιόν που είχαν ξεμείνει στο υπόγειο. Τότε, μάλιστα, τα λουδοβίκεια μοτίβα δεν ήταν στη μόδα και έτσι τα αμπελοστάφυλα που στόλιζαν το ταβάνι «κρύφτηκαν» και η οροφή κατέβηκε κατά ένα μέτρο. Σε μια κρίσιμη στιγμή, τη δεκαετία του ’70, εκδόθηκε άδεια για να μεταμορφωθεί το μέγαρο σε πολυκατοικία, ωστόσο η παρέμβαση της Μελίνας Μερκούρη για τα διατηρητέα κτίρια, χρόνια αργότερα, αποδείχθηκε σωτήρια.
Σήμερα, το στολίδι της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα στέκει αγέρωχο απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει φιλοξενήσει και διάφορες εκδηλώσεις –ανάμεσά τους εκθέσεις της UNESCO. Το κτίριο, που χαρακτηρίζεται κλασικό στο είδος του, έχει περάσει στα χέρια του Κωνσταντίνου Ρουτζούνη. Η τελευταία ανακαίνισή του, η οποία πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2006-2009 με υποδειγματικό τρόπο από την ΤΕΡΝΑ και τον αρχιτέκτονα Θανάση Κυρατσού, επανέφερε το εγκαταλελειμμένο μέγαρο, που είχε υποστεί και εκτεταμένες φθορές από τον σεισμό του 1981, στην αρχική μορφή του. Οι αλλαγές έγιναν με άξονα το ίδιο το κτίριο, καθώς αυτό αντιμετωπίστηκε ως ζωντανός οργανισμός που υπαγόρευε τον σωστό δρόμο. Χαρακτηριστική προσθήκη, το άγαλμα της Υπατίας στην είσοδο, από ιταλό γλύπτη του 17ου αιώνα, το οποίο ο ιδιοκτήτης με τη σύζυγό του απέκτησαν ύστερα από μεγάλη προσπάθεια. Αυτό είναι και το άγαλμα που χάρισε στο μεγαλοπρεπές κτίριο το νέο όνομά του, με το οποίο συνεχίζει να γράφει ιστορία.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ