Στα 23 του κέρδισε μια υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στην Οξφόρδη, μεγάλο επίτευγμα για έναν νεαρό από την αφανή Τασμανία. Oταν έτρεξε να το πει στη μητέρα του, εκείνη απλώς αποκρίθηκε: «Αυτό είναι καλό, γιε μου. Πήγαινε να βρεις τον πατέρα σου, μπορεί να τον ενδιαφέρει». Ο Φλάναγκαν ο πρεσβύτερος, ο πρώτος στην οικογένειά του που κατάφερε να μάθει γράμματα και να γίνει τελικά διευθυντής δημοτικού σχολείου, απάντησε στα νέα του γιου του με έναν στίχο από το ποίημα «Αν» του Κίπλινγκ: «Αν ν’ αντικρίζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυο τυραννικούς απατεώνες» (μτφ. Κ. Βάρναλη).
Ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν δεν το ξέχασε ποτέ, ούτε όταν ανέβηκε στη σκηνή του Γκίλντχολ στην καθιερωμένη τελετή απονομής στο Λονδίνο για να πάρει το βραβείο Man Booker για το 2014. Στο κάτω-κάτω, ο «θρίαμβος» είχε έρθει μετά από πολλές προσωπικές «συμφορές», χάρη στην αφήγηση της απίστευτης και σκληρής ιστορίας του πατέρα του. Ως αιχμάλωτος πολέμου από τους Ιάπωνες στον Β’ Παγκόσμιο είχε στρατολογηθεί για να δουλέψει στα καταναγκαστικά έργα του διαβόητου «Σιδηροδρόμου του θανάτου» προκειμένου να ενώσει την 400 χιλιομέτρων απόσταση ανάμεσα στη Βιρμανία και το Σιάμ μέσα σε 18 μήνες. «Το μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά» (εκδόσεις Ψυχογιός) ήταν, τηρουμένων των αναλογιών βεβαίως, ο δικός του ατελείωτος σιδηρόδρομος. Ενα μυθιστόρημα που έγραφε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, διάστημα στο οποίο πέταξε πέντε εκδοχές του στα σκουπίδια. Και να φανταστεί κανείς ότι «βιαζόταν», γιατί ήθελε να προλάβει να το τελειώσει προτού πεθάνει ο πατέρας του (ο Αρτσι Φλάναγκαν «έφυγε» τελικά γνωρίζοντας ότι ο γιος του είχε επιτέλους ολοκληρώσει το βιβλίο που επιθυμούσε). «Δεν είμαι καλός συγγραφέας, αλλά είμαι ένας εξαίρετος επιμελητής κειμένων» αστειεύεται.
Καμιά δεκαπενταριά χρόνια πιο πριν, μια άλλη οικογενειακή ιστορία είχε αποτελέσει το εφαλτήριο για τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου του. Στον «Ηχο του ενός χεριού» (εκδόσεις Ψυχογιός), που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν περιγράφει τη δύσκολη ζωή ενός μετανάστη σλοβενικής καταγωγής, ο οποίος αναγκάστηκε να αφήσει την ανέχεια και τη βαρβαρότητα στη χώρα του στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να ξενιτευτεί σε ένα από τα πιο απομακρυσμένα σημεία του κόσμου. Ο ήρωάς του, Μπόγιαν Μπίλο, προσφέρει τα απαραίτητα φτηνά εργατικά χέρια σε ένα υδροηλεκτρικό φράγμα και ο αλκοολισμός είναι η μόνη διαφυγή από την πραγματικότητα, ιδίως αφότου τον εγκαταλείπει και η γυναίκα του και πρέπει να φροντίσει μόνος του την τρίχρονη κόρη του. Θα χρειαστούν χρόνια αποξένωσης και συναισθηματικών αναταράξεων μέχρι να αποκατασταθεί η μεταξύ τους σχέση.
Μια ιστορία συναφής με αυτήν του σλοβένου πεθερού του, αλλά και με εκείνες πολλών από τους κατοίκους της μικρής πόλης Λόνγκφορντ στη Βόρεια Τασμανία όπου γεννήθηκε ο Φλάναγκαν. «Μεγάλωσα σε μια μικρή, απομονωμένη πόλη ανθρακωρύχων μέσα στην άγρια φύση ενός μεγάλου τροπικού δάσους» θα πει στο BHΜΑgazino. «Η πόλη ήταν γεμάτη με οικογένειες Γιουγκοσλάβων, Πολωνών, Ιταλών, Ελλήνων, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει από την Ευρώπη τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μεγάλωσα ακούγοντας τις απίστευτες ιστορίες τους. Σκεφτόμουν πόσο μαγικό ήταν ότι σε αυτή τη μικρή πόλη που πολλοί αποκαλούσαν «το τέλος του κόσμου», στις πιο απλές και συνηθισμένες ζωές είχαν αποτυπωθεί όλες οι μεγάλες αφηγήσεις της Ιστορίας του 20ού αιώνα. Και μπροστά στη φρίκη αυτής της Ιστορίας σκέφτηκα ότι η μόνη απάντηση που μπορούν να δώσουν δύο άνθρωποι είναι να παραδεχτούν την αγάπη που έχει ο ένας για τον άλλον».

Η τυραννία του σινεμά και η δημοκρατία των βιβλίων

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα έκανε μια διαφορετική επιλογή ο Φλάναγκαν. Παρά την τραχύτητα της περιγραφής στα βιβλία του υπάρχει πάντα μια ουμανιστική διάσταση που τελικά επιβάλλει την παρουσία της σε αυτή τη διαρκή αναμέτρηση του ανθρώπου με οτιδήποτε τον υπερβαίνει. Ισως γι’ αυτό έχει συγκριθεί με τον Χέρμαν Μέλβιλ. «Ολες οι συγκρίσεις είναι μια μορφή αδυναμίας κατανόησης» θα αντιδράσει με λακωνικότητα στον παραλληλισμό. Στην «Απουσία» (εκδόσεις Ψυχογιός), για παράδειγμα, ο Φλάναγκαν έγραψε για μια μικρούλα Αβορίγινα η οποία γίνεται αντικείμενο ενός πολιτισμικού πειράματος που αποπειράται να αποδείξει κατά πόσο ο χριστιανισμός και η επιστήμη μπορούν να καθυποτάξουν το ένστικτο και την επιθυμία. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος δεν γράφει με μια ουμανιστική ατζέντα κατά νου. «Δεν είμαι και απόλυτα βέβαιος τι πραγματεύονται αυτά που έχω ήδη γράψει. Αλλά πρέπει να πω ότι τίποτα δεν είναι μικρότερης σημασίας για ένα μυθιστόρημα από τις απόψεις του συγγραφέα του σχετικά με αυτό. Εάν το μυθιστόρημα είναι επιτυχημένο, τότε σημαίνει ότι έχει καταφέρει να δραπετεύσει από τη στενότητα της φιλοδοξίας του συγγραφέα, από τις θέσεις του και απόψεις του και την προσωπικότητά του, και έχει γίνει κάτι πιο ευρύ μέσα στο οποίο οι υπόλοιποι μπορούν να ανακαλύψουν τη δική τους την ψυχή».
Ενίοτε, κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στον κινηματογράφο. «Ο ήχος του ενός χεριού», για παράδειγμα, έχει γίνει ταινία με σκηνοθέτη τον ίδιο τον Φλάναγκαν. Ηταν μια περιστασιακή απόπειρα ενασχόλησης με μια τέχνη η οποία, όπως λέει, κάνει τον δημιουργό σκλάβο στα δεσμά του. «Ο κινηματογράφος είναι μια τυραννία και ο τύραννος είναι τα λεφτά που απαιτούνται για τη δημιουργία του» καταθέτει. «Οι απαιτήσεις για χρήματα είναι που κάνουν πολλές ταινίες να καταλήγουν να μοιάζουν ανόητες, ή, ακόμη χειρότερα, αδιάφορες. Το γεγονός ότι πολύ περιστασιακά γίνεται μια σπουδαία ταινία αποτελεί έναν πολύ μεγαλύτερο θρίαμβο απ’ ό,τι συνειδητοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η συγγραφή, από την άλλη, παραμένει η δημοκρατία των γραμμάτων, μια μισογκρεμισμένη, συχνά σχεδόν ερειπωμένη δημοκρατία ομολογουμένως, αλλά, έστω κι έτσι, προτιμώ να ζω σε μια δημοκρατία παρά σε μια τυραννία, σπαταλώντας τη ζωή μου εκλιπαρώντας κουστουμαρισμένους ηλιθίους. Τα βιβλία παραμένουν ένας τρόπος για να εκφράσεις την αλήθεια σου, απερίσπαστος από τις προσταγές της εξουσίας ή του χρήματος. Και στον καιρό που ζούμε, αυτή η ελευθερία τα καθιστά πιο επίκαιρα από ποτέ».

Ταξίδι στις αποτυχίες

Για τον υπόλοιπο κόσμο, ο 56χρονος Ρίτσαρντ Φλάναγκαν προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει μακρά λογοτεχνική παράδοση, αν και η αλήθεια είναι ότι πλέον τα πηγαίνει αρκετά καλά, δεδομένου ότι το δικό του είναι το πέμπτο αυστραλιανό Booker (O Πίτερ Κάρεϊ έχει βραβευθεί δύο φορές) από το 1982. Κατάγεται βέβαια από ένα κομμάτι της Αυστραλίας, από το νησί της Τασμανίας, το οποίο, όπως λέει ο ίδιος, σηματοδοτούσε μέχρι σχετικά πρόσφατα οτιδήποτε μισούσαν οι Αυστραλοί για τους εαυτούς τους· μεταξύ άλλων, το παρελθόν τους ως σωφρονιστικής αποικίας, μια και οι πιο σκληροί εγκληματίες της Βρετανίας εκεί κατέληγαν τον 19ο αιώνα (1833-1853), ομοίως και οι γυναίκες που χρειάζονταν επειγόντως αναμόρφωση. Οπως και την, κατά ορισμένους ιστορικούς, γενοκτονία των Αβοριγίνων από τους Αγγλους τον 19ο αιώνα αλλά και την περιβαλλοντική καταστροφή που συντελέστηκε σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεχωρίσεις υπό τέτοιες συνθήκες, ιδίως όταν πρωτοξεκινάς. «Κάθε συγγραφέας δίνει τον δικό του αγώνα και ελάχιστοι διανύουν μια εύκολη διαδρομή. Η δυσκολία τού να είσαι συγγραφέας δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο. Είναι κυρίως ένα ταξίδι σε όλο και μεγαλύτερες αποτυχίες». Αυτός κι αν έχει δοκιμάσει το δικό του μερίδιο… Οταν προσπαθούσε να γράψει το πρώτο του βιβλίο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δούλευε ως χτίστης. Χάρη στις γνωριμίες του με την εργατική τάξη στην πρωτεύουσα της Τασμανίας, Χόμπαρτ, όπως για παράδειγμα με τον σωματοφύλακα του διαβόητου αυστραλού μεγαλοαπατεώνα Τζον Φρίντριχ, του ανατέθηκε να γίνει ο αφανής συγγραφέας (ghost writer) των απομνημονευμάτων του για το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 10.000 δολαρίων. Εργάστηκε προς αυτόν τον σκοπό για τρεις εβδομάδες, όμως ο Φρίντριχ στο μεταξύ αυτοκτόνησε. Ο Φλάναγκαν ωστόσο αποκόμισε κάτι πολύ σημαντικό από αυτή την εμπειρία: έμαθε να γράφει. Το πρώτο του βιβλίο, «Death of a River Guide» εκδόθηκε το 1994.
Θα ακολουθούσαν άλλα τέσσερα (τα «Εγχειρίδια Ιχθύων» και «Η άγνωστη τρομοκράτισσα» έχουν κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα) μέχρις ότου γίνει διεθνώς γνωστός και μη εξαιρετέος χάρη στο Booker. Στο μεταξύ, ο Φλάναγκαν αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κι ας είχε συμμετάσχει στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας «Αυστραλία» του Μπαζ Λούρμαν με πρωταγωνίστρια τη Νικόλ Κίντμαν. Μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά είναι αλήθεια ότι σκόπευε να δουλέψει στα ανθρακωρυχεία προκειμένου να συντηρήσει την πενταμελή οικογένειά του. «Δεν ήταν μια προοπτική που έβλεπα με ενθουσιασμό» λέει στο BHMAgazino. «Ομως, σε αντίθεση με την αυστραλιανή δημοσιογραφία, ήταν μια δουλειά που θα με πλήρωνε αρκετά έτσι ώστε μέσα σε έναν χρόνο να μπορώ να αποταμιεύσω όσα μου χρειάζονταν για να ζήσω άλλον έναν χρόνο γράφοντας».
Στο παρά πέντε, τον πρόλαβε το Booker 2014 και οι 50.000 στερλίνες που το συνοδεύουν. Ηταν η χρονιά που το βρετανικό λογοτεχνικό βραβείο «άνοιξε» για να συμπεριλάβει πέρα από τις χώρες-μέλη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας οποιοδήποτε μυθιστόρημα γράφεται στην αγγλική γλώσσα. Η αναμενόμενη άλωση των βραβείων από τους αμερικανούς λογοτέχνες οδήγησε συγγραφείς σαν τον Αυστραλό Πίτερ Κάρεϊ να μιλήσουν για την «απώλεια ενός συγκεκριμένου πολιτιστικού στίγματος» από τον λογοτεχνικό θεσμό. «Σέβομαι το επιχείρημα του Πίτερ, το οποίο ενστερνίζονται πολλοί φίλοι μου. Αλλά αναρωτιέμαι ταυτόχρονα αν γίνεται μεγάλη και αχρείαστη συζήτηση για τη δύναμη της αμερικανικής λογοτεχνίας. Στην ουσία δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε και στο μεγαλύτερο μέρος της δεν είναι καν ενδιαφέρουσα. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με φόβο, ως μια σαρωτική δύναμη πολιτισμού. Είναι σίγουρα υπερπροβεβλημένη. Ομως υπάρχουν πολλές άλλες χώρες που παράγουν πολύ πιο ενδιαφέροντα βιβλία και συγγραφείς».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στο εξωτερικό το πρώτο βιβλίο του μετά τη βράβευσή του, βασισμένο στην εμπειρία του ως του αφανούς συγγραφέα του Φρίντριχ, και ο Τασμανός υποστηρίζει ότι δεν αισθάνεται αγωνία για την τύχη και την αποδοχή που θα επιφυλάξει το κοινό στο πολυαναμενόμενο και προκαταβολικά προβεβλημένο πόνημά του. «Ο συγγραφέας περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη σκιά του έργου του. Εάν κάποια φορά τον βρει ο ήλιος κατά τύχη, θα πρέπει να είναι ευγνώμων και να το απολαύσει για όσο διαρκεί, γνωρίζοντας ότι αναπόφευκτα θα επιστρέψει στη σκιά. Οπότε αισθάνθηκα ότι δεν χρειαζόταν να αγωνιώ για κάτι. Επειτα, δεν μπορείς να γράφεις νιώθοντας φόβο. Πρέπει να είσαι ελεύθερος, διατεθειμένος να αναλαμβάνεις ρίσκα σε καθημερινή βάση, να περπατάς σε ένα τεντωμένο σκοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω».

Aνθρώπινες πληγές στη Λέσβο

Ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν ζει μια ήσυχη ζωή στην πρωτεύουσα της Τασμανίας, «στην άλλη άκρη του κόσμου», όπως τονίζει σχεδόν σε κάθε του συνέντευξη, σε μια χώρα η οποία «έχει τα προβλήματά της, πιστέψτε με, αλλά παραμένει μια καλή χώρα για να ζεις». Είναι ακτιβιστής, υπέρμαχος της προστασίας των τροπικών δασών, και κάποιες φορές και ρεπόρτερ. «Ενας συγγραφέας πρέπει να ακουμπάει το χέρι του στις ανθρώπινες πληγές» θα πει επιγραμματικά. Εξ ου το 2016 ταξίδεψε στον Λίβανο, στην Τουρκία και στην Ελλάδα για να «ψηλαφίσει» τη δοκιμασία των σύρων μεταναστών. Το εκτενές άρθρο του «Σημειώσεις πάνω στην έξοδο των Σύρων: Επική σε κλίμακα, αδιανόητη έως ότου τη διαπιστώσεις με τα μάτια σου», εικονογραφημένο και με φωτογραφίες του Αγγελου Τζωρτζίνη, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «The Guardian».
«Επισκέφθηκα τη Λέσβο και συνάντησα πολλούς πρόσφυγες. Αισθάνθηκα έντονη συναισθηματική φόρτιση με όλες τις εικόνες που είδα και τις εντυπώσεις που αποκόμισα. Είδα ένα νησί με ακτογραμμή έναν πορτοκαλί φλοιό από παρατημένα σωσίβια. Είδα το ξεφούσκωτο σωσίβιο ενός παιδιού πάνω στα βράχια. Είδα μια νέα γυναίκα από το Κουρδιστάν να κάθεται ακίνητη σαν τη γυναίκα του Λωτ σε μια καρέκλα σε ένα διαμέρισμα στη Μυτιλήνη, περιτριγυρισμένη από την οικογένειά της και βυθισμένη σε μια ανείπωτη οδύνη. Την προηγούμενη ημέρα, καθώς προσπαθούσαν να περάσουν στην Ελλάδα από την Τουρκία, η βάρκα τους είχε βουλιάξει και ο τρίχρονος γιος της είχε πνιγεί. Είδα τη συμπόνια των Ελλήνων οι οποίοι αντεπεξήλθαν σε αυτό το μεγάλο πλήγμα του κύματος των προσφύγων που κατέκλυσε το νησί τους με ανοχή και καλοσύνη σε γενικές γραμμές».
«Αυτό που με στενοχωρεί στη χώρα μου είναι πως μέσα στην καλή μας τύχη και την ευημερία έχουμε ξεχάσει αυτούς που χρειάζονται τη βοήθειά μας» καταλήγει. «Εάν οι Αυστραλοί έβλεπαν αυτά που είδα εγώ στη Λέσβο –πόσο υπέφεραν οι μετανάστες από τη μία, την καλοσύνη των Ελλήνων από την άλλη -, νομίζω πως θα αισθάνονταν ό,τι αισθάνθηκα κι εγώ: μια συντριπτική ντροπή για την άρνηση της Αυστραλίας να αναλάβει το δικό της μερίδιο σε αυτό το φορτίο και να βοηθήσει όπως θα όφειλε».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ