Πριν από περίπου μία δεκαετία, ο Γιώργος Λάνθιμος ζούσε στην Ελλάδα, ήταν γνωστός κυρίως ως σκηνοθέτης τηλεοπτικών διαφημίσεων και μουσικών βιντεοκλίπ, είχε λάβει μέρος στον σχεδιασμό των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και τελείωνε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Κινέττα». Σήμερα ζει στο Λονδίνο, όπου μετακόμισε πριν από τέσσερα χρόνια, και με την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του «Ο αστακός» –μια ιρλανδο-βρετανο-ελληνική συμπαραγωγή με διεθνές καστ που γυρίστηκε στην Ιρλανδία και απέσπασε το Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών –συμμετέχει στο 59ο BFI London Film Festival. Στο ενδιάμεσο, σκηνοθέτησε θεατρικά έργα και δύο μεγάλου μήκους ταινίες («Κυνόδοντας», «Αλπεις») που τιμήθηκαν με πολλά βραβεία στα μεγαλύτερα διεθνή φεστιβάλ. Το 2011, μάλιστα, ο «Κυνόδοντας» έφτασε έως το Χόλιγουντ, διεκδικώντας το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, κάνοντας τον Λάνθιμο ευρέως γνωστό και βάζοντας το σύγχρονο ελληνικό σινεμά στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη.


Ο Κόλιν Φάρελ και η Ρέιτσελ Βάις σε σκηνή από τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου.

Μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα από τότε που έφυγε από την Ελλάδα, ο Λάνθιμος βρέθηκε, από το να κάνει ταινίες βασισμένος στη βοήθεια φίλων, λόγω περιορισμένων οικονομικών μέσων, στο σημείο να θεωρείται και να είναι ένας από τους πλέον ανερχόμενους σκηνοθέτες –και σίγουρα ο πιο επιτυχημένος έλληνας σκηνοθέτης της γενιάς του στο εξωτερικό -, με πολλούς καταξιωμένους ηθοποιούς να θαυμάζουν τη δουλειά του και να επιδιώκουν να συνεργαστούν μαζί του. Παρ’ όλα αυτά, το ιδιαίτερο και προσωπικό σινεμά που θέλει να κάνει εξακολουθεί να συνοδεύεται από δυσκολίες. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως παρότι ήλπιζε ότι οι αλλεπάλληλες βραβεύσεις του θα έκαναν πιο εύκολη τη διαδικασία ανεύρεσης χρηματοδότησης για τις επόμενες ταινίες του, η πραγματικότητα είναι συχνά διαφορετική. Αν και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ξαναγυρίσει μια ταινία στην Ελλάδα, προς το παρόν τα μελλοντικά του σχέδια περιλαμβάνουν ένα ψυχολογικό θρίλερ και το «The Favourite», μια ταινία εποχής για τη βασίλισσα Αννα της Αγγλίας, όπου θα πρωταγωνιστούν η Κέιτ Γουίνσλετ (την Πέμπτη 15 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε πως η Κέιτ Γουίνσλετ πιθανώς θα αντικατασταθεί από τη Ρέιτσελ Βάις), η Εμα Στόουν και η Ολίβια Κόλμαν.

Ο «Αστακός», που συνέγραψε με τον επί σειρά ετών συνεργάτη του, Ευθύμη Φιλίππου, είναι μια αντισυμβατική ιστορία αγάπης με στοιχεία μαύρης κωμωδίας και διαδραματίζεται σε ένα κοντινό μέλλον, όπου, σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, όσοι μένουν μόνοι συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί, έχουν 45 ημέρες στη διάθεσή τους για να βρουν ταίρι, αλλιώς θα μεταμορφωθούν στο ζώο της επιλογής τους. Οι ισορροπίες ωστόσο ανατρέπονται όταν ο Ντέιβιντ (Κόλιν Φάρελ) δραπετεύει, βρίσκοντας καταφύγιο στο Δάσος όπου ζουν οι Μοναχικοί και, ενάντια στους κανόνες τους, ερωτεύεται μια γυναίκα (Ρέιτσελ Βάις). Το καστ συμπληρώνουν οι Λέα Σεϊντού, Τζον Σ. Ράιλι, Ολίβια Κόλμαν, Αριάν Λαμπέντ, Αγγελική Παπούλια κ.ά.


Γιώργος Λάνθιμος

«Μου αρέσει η αβεβαιότητα, είναι μέρος της ζωής»

Δεν συνηθίζεις να συζητάς για το παρελθόν ή για τα κίνητρα των χαρακτήρων με τους ηθοποιούς σου. Προτιμάς οι χαρακτήρες να παραμένουν μυστηριώδεις ακόμη και για εσένα;
«Η αλήθεια είναι πως δεν συζητάμε για αυτά ούτε μεταξύ μας. Ο,τι γνωρίζουμε για τους χαρακτήρες είναι ό,τι βρίσκεται στο σενάριο. Η ύπαρξη και διατήρηση του μυστηρίου είναι χρήσιμη για εμένα, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σχέση μου με τους ηθοποιούς. Δεν θέλω να ξέρω τι σκέφτονται, ώστε να μπορώ να είμαι όσο αντικειμενικός γίνεται όταν γυρίζουμε την ταινία και να μην επηρεάζομαι από συγκεκριμένες σκέψεις. Νομίζω είναι κάτι χρήσιμο και για εκείνους.

Μου αρέσει η αβεβαιότητα, είναι μέρος της ζωής μας, εξάλλου. Ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων πώς θα αντιδράσει κάποιος, τι θα πει ή τι πραγματικά αισθάνεται. Επομένως, μου αρέσει να υπάρχει αβεβαιότητα και στο γύρισμα. Οι ηθοποιοί δεν ξέρουν τι είναι σωστό και τι λάθος, ούτε ξέρουν τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνουν. Το μόνο που χρειάζεται είναι απλώς να είναι εκεί, παρόντες, και να “παίξουν”, όχι όμως με την παραδοσιακή έννοια της λέξης. Αυτό που έχει σημασία είναι οι πράξεις, οι δράσεις τους και η σωματική προσέγγιση γύρω από το τι κάνουν».

Φαντάζομαι κάποιοι από αυτούς θέλουν να συζητήσουν τους ρόλους τους μαζί σου, ίσως οι ξένοι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάστηκες στον «Αστακό», που είναι συνηθισμένοι να δουλεύουν διαφορετικά. «Κάποιες φορές ναι. Αλλά νομίζω ότι με ένα υλικό όπως του “Αστακού”, που ο κόσμος του είναι ιδιαίτερος και έχει τους δικούς του κανόνες, καταλαβαίνουν πως η προσέγγιση πρέπει να είναι διαφορετική. Ακόμη και εκείνοι που στην αρχή μπορεί να αναρωτιούνται, γρήγορα καταλαβαίνουν και προσαρμόζονται. Γιατί, αν δεν συμβεί αυτό, τότε υπάρχει πρόβλημα.

Οι ξένοι ηθοποιοί στον “Αστακό”, όμως, ήταν καταπληκτικοί. Στην αρχή είναι αλήθεια πως είχα μια ανησυχία για το πώς θα πήγαιναν τα πράγματα, αλλά ήταν όλοι τους έξυπνοι, ταλαντούχοι, αφοσιωμένοι και κατάλαβαν το υλικό. Ηταν η πιο ομαλή και ανώδυνη εμπειρία που θα μπορούσα να έχω. Ηταν όπως όταν δούλευα με φίλους μου στην Ελλάδα».

Ποιες είναι οι σκέψεις σου για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά; «Δεν ξέρω. Θα έλεγα ότι το ελληνικό σινεμά βρίσκεται σήμερα σε ένα καλό αλλά και συγχρόνως δύσκολο σημείο. Εξακολουθεί να μην υπάρχει η δομή. Αλλά, την ίδια στιγμή, για διάφορους λόγους – είτε λόγω των ίδιων των ταινιών είτε λόγω της κατάστασης στην Ελλάδα, που συχνά φέρνει τη χώρα στο επίκεντρο – υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Επομένως, τουλάχιστον οι έλληνες σκηνοθέτες έχουν την ευκαιρία να τους προσέξουν, κάτι που άνοιξε και τον δρόμο για διεθνείς συμπαραγωγές. Νομίζω, λοιπόν, ότι τα πράγματα ίσως είναι λίγο καλύτερα. Από την άλλη, δεν είμαι τόσο μέσα σε αυτόν τον κόσμο ώστε να μπορώ να ξέρω».

Υπάρχει κάτι που σου λείπει από την Ελλάδα, εκτός από τη δυνατότητα να δουλεύεις με τους στενούς συνεργάτες σου; «Το να κάνω ταινίες στην Ελλάδα σίγουρα είχε και θετικά στοιχεία: ήμασταν απόλυτα ελεύθεροι, δουλεύαμε με φίλους που το βασικό τους κίνητρο ήταν απλώς η αγάπη τους για αυτό που έκαναν και μπορούσαμε να είμαστε ευέλικτοι. Από την άλλη, είχαμε περιορισμούς στο τι ταινίες μπορούσαμε να κάνουμε, λόγω ανεπαρκών πόρων. Οταν, λοιπόν, εξαντλήσεις τις χάρες που σου αναλογούν – γιατί έτσι κάναμε ταινίες –, πρέπει να πας σε κάποια άλλη χώρα και να δοκιμάσεις να κάνεις σινεμά με διαφορετικό τρόπο.

Πάντα ήθελα να φύγω από την Ελλάδα και να ζήσω αλλού. Εχοντας γυρίσει εκεί τρεις ταινίες, με τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες που αυτό είχε, ήξερα πως αν ήθελα να προχωρήσω και να αναπτυχθώ, έπρεπε να είμαι σε ένα μέρος που έχει την απαραίτητη δομή για να στηρίξει το σινεμά, γι’ αυτό και μετακόμισα στο Λονδίνο».

Με ποιον τρόπο ήταν διαφορετική η εμπειρία τού να γυρίσεις τον «Αστακό» στο εξωτερικό, σε σχέση με τις ταινίες που γύρισες στην Ελλάδα; «Από τη στιγμή που ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, είχα απόλυτο δημιουργικό έλεγχο και ελευθερία. Τόσο οι παραγωγοί όσο και οι ηθοποιοί στήριζαν απόλυτα αυτό που ήθελα να κάνω. Οσον αφορά την περίοδο μέχρι να καταφέρουμε να βρούμε χρηματοδότηση, δεν ήταν εύκολη, και αυτό είναι προφανές, μιας και η ταινία είναι συμπαραγωγή πολλών διαφορετικών φορέων – πολλές χώρες έβαλαν από λίγα χρήματα. Υποθέτω δεν υπήρχαν πολλοί που ήθελαν να πάρουν το ρίσκο να κάνουν μια τέτοια ταινία. Αλλά στο τέλος καταλήγεις να δουλέψεις με όσους είναι έτοιμοι να σε υποστηρίξουν.

Ο προϋπολογισμός δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος σε σχέση με άλλες αντίστοιχες ταινίες, αλλά σίγουρα ήταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τις ταινίες που έκανα στην Ελλάδα, αυτή τη φορά μπορέσαμε να πληρώσουμε όλους όσοι συμμετείχαν. Η βασική διαφορά είναι ότι πρόκειται για έναν κόσμο που λειτουργεί απολύτως επαγγελματικά. Είναι σίγουρα ένα διαφορετικό περιβάλλον στο οποίο πρέπει να προσαρμοστείς. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το να μπορέσω να κάνω μια ταινία έτσι ήταν σίγουρα μια πρόοδος».

Ρέιτσελ Βάις
«Ηθελα να μπω στο κινηματογραφικό σύμπαν του Λάνθιμου»

Τι σας τράβηξε στην ιστορία όταν διαβάσατε πρώτη φορά το σενάριο;
«Το κύριο “θέλγητρο” για εμένα ήταν ο Γιώργος ως σκηνοθέτης. Ο “Κυνόδοντας” είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που έχω δει. Επομένως, δεν ήταν ότι με συνεπήρε το σενάριο του “Αστακού” ή ο ρόλος μου, αλλά το γεγονός ότι ήθελα να μπω στο κινηματογραφικό σύμπαν του Γιώργου και να γίνω μέρος της τρελής φαντασίας του. Ο ίδιος λόγος με έκανε να παίξω και στη “Νιότη”: ήθελα να δουλέψω με τον Πάολο Σορεντίνο. Οι δυο τους έχουν διαφορετικό στυλ, αλλά και ένα κοινό: δεν θέλουν να αναλύουν τις ταινίες τους. Επίσης, είναι πολύ πειθαρχημένοι και παίρνουν πολύ σοβαρά τη δουλειά τους. Οι πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες σήμερα είναι Ευρωπαίοι».

Τελικά πώς σας φάνηκε η διαδικασία των γυρισμάτων; «Ηταν τρομακτική όσο και ευχάριστη. Το να λες μια ιστορία με αυτόν τον τρόπο και να προσπαθείς να βρεις τον νατουραλιστικό αλλά και μινιμαλιστικό τόνο που χρησιμοποιεί ο Γιώργος ήταν κάτι καινούργιο για εμένα. Κατά έναν τρόπο βρίσκω το στυλ του πολύ αγγλικό – οι χαρακτήρες του είναι καταπιεσμένοι, δεν δείχνουν τα συναισθήματά τους».

Πώς είναι στο γύρισμα; Πώς δουλεύει με τους ηθοποιούς; «Δεν κάναμε καμία συζήτηση για τον ρόλο. Επομένως, πώς τα καταφέρνει; Δεν ξέρω. Πώς τους οδηγεί όλους στην ίδια “παλέτα” και στον ίδιο τόνο; Πραγματικά δεν έχω ιδέα. Θα παρομοίαζα τον τρόπο δουλειάς του με αυτόν ενός μαέστρου, που σου ζητάει να κάνεις κάτι ξανά και ξανά μέχρι να μπεις στον κατάλληλο ρυθμό».

Του αρέσει οι ταινίες του να είναι ανοιχτές σε πολλές ερμηνείες. Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις για την ιστορία του «Αστακού»; «Για εμένα η ταινία έχει να κάνει με το ότι ως άνθρωποι έχουμε σταματήσει να σκεφτόμαστε με αυθεντικό τρόπο. Οι σκέψεις μας είναι επιβεβλημένες από την οικογένεια, τη θρησκεία ή την κοινωνία. Ζούμε τη ζωή μας σαν πρόβατα και σπάνια κάποιος επαναστατεί εναντίον των κανόνων. Τώρα, για παράδειγμα, συμμετέχουμε σε αυτή τη συνέντευξη και συμπεριφερόμαστε όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν κάνουμε κάτι έξω από αυτό. Εγώ, βέβαια, παράλληλα τρώω μεσημεριανό (σ.σ.: στην αρχή της συζήτησης ρώτησε αν μπορούσε να φάει) και αυτό μάλλον είναι κάπως ασυνήθιστο, αλλά ως εκεί.

Πολλοί θεωρούν την ταινία μια αλληγορία, αλλά όταν είσαι μέσα σε μια αλληγορία, δεν θέλεις να τη σκέπτεσαι ως τέτοια. Υποδύομαι μια γυναίκα με μυωπία που της αρέσουν τα κουνέλια και ο Ντέιβιντ, η οποία φοβάται την Αρχηγό των Μοναχικών. Είναι μια απλή προσέγγιση, σαν σε παραμύθι. Αν προσπαθούσα να αναλύσω τον χαρακτήρα μου, δεν θα μπορούσα να τον υποδυθώ».

Πώς σας φάνηκε η ταινία όταν την είδατε για πρώτη φορά; «Μου άρεσε ακόμη περισσότερο τη δεύτερη φορά. Είναι τόσο προσεγμένη, έχεις τόσα πράγματα να απορροφήσεις. Ο Γιώργος είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης και είμαι πολύ εντυπωσιασμένη από τη δουλειά του».

Κόλιν Φάρελ
«Ο “Κυνόδοντας” με είχε επηρεάσει πολύ»


Πώς καταλήξατε να δουλέψετε με τον Λάνθιμο; «Είχα δει τον “Κυνόδοντα” και με είχε επηρεάσει πολύ. Οταν, λοιπόν, ο ατζέντης μου μού έστειλε το σενάριο του “Αστακού” και μου είπε ότι ο Γιώργος ετοιμαζόταν να κάνει την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το σενάριο πραγματικά με άφησε άφωνο, δεν έμοιαζε με τίποτε άλλο που είχα διαβάσει έως τότε».

Με ποιον τρόπο ήταν διαφορετική η εμπειρία τού να δουλέψετε με τον Γιώργο; «Εως τώρα, οι ταινίες στις οποίες έχω συμμετάσχει συνήθως περιλαμβάνουν μακροσκελείς συζητήσεις με τον εκάστοτε σκηνοθέτη για τον χαρακτήρα που πρόκειται να υποδυθώ. Για τον ρόλο του Ντέιβιντ δεν συζητήσαμε απολύτως τίποτα, κάτι που ήταν ασυνήθιστο αλλά και απελευθερωτικό. Δεν χρειάστηκε να “ντύσω” τον ρόλο μου με τις απόψεις μου για αυτόν. Οι επιλογές είχαν ήδη γίνει από τον Ευθύμη και τον Γιώργο πάνω στο σενάριο. Το να κάνουμε όσο λιγότερα μπορούσαμε ήταν ο μόνος τρόπος να τιμήσουμε αυτό το εξαιρετικό σενάριο.

Κάποιοι θέλουν να κάνουν πρόβες επί τρεις εβδομάδες πριν από το γύρισμα, άλλοι σου μιλάνε συνεχώς για τον ρόλο και σου στέλνουν e-mail με ιδέες μέσα στη νύχτα και κάποιοι άλλοι, όπως ο Γιώργος ή ο Γούντι Αλεν, δεν θέλουν να συζητούν καθόλου για το υλικό».

Πώς θα περιγράφατε τον τρόπο δουλειάς του Γιώργου στο σετ; «Είναι πολύ ήρεμος, μεθοδικός και σχολαστικός. Νομίζω ότι μεγάλο κομμάτι της ευφυΐας του έχει να κάνει με τα κάδρα του. Το τι διαλέγεις να έχεις στο κάδρο και, άρα, το πού οδηγείς την προσοχή του θεατή σου είναι πολύ σημαντικό. Ο Γιώργος παίρνει πολύ σοβαρά αυτό που κάνει. Είναι κάτι που τον προβληματίζει, και αυτό το σέβομαι, αλλά νομίζω δεν θα έπρεπε να τον απασχολεί τόσο, γιατί είναι πολύ καλός».

Πώς σας επηρέασε το διαφορετικό look που υιοθετήσατε για την ταινία; «Με “προσγείωσε” σωματικά στον ρόλο. Είχα μια εντελώς διαφορετική αίσθηση του σώματός μου, το ένιωθα ξένο. (Του εξηγώ πως, εμφανισιακά, μου έφερε στο μυαλό τον Ευθύμη Φιλίππου.) Ναι! Είναι αλήθεια. Θα σας δείξω μια φωτογραφία. (Ψάχνει να τη βρει στο κινητό του.) Είχα πάρει μερικά κιλά και είχα αφήσει μουστάκι προτού γνωρίσω τον Ευθύμη. Και μετά, όταν τον είδα, σκέφτηκα “Χμ, μάλλον μοιάζουμε κάπως”. Σε κάποια φάση, κάποιος του ζήτησε αυτόγραφο νομίζοντας ότι ήμουν εγώ. (Και τι έκανε ο Ευθύμης; τον ρωτάω.) Είπε: “Οχι, όχι, δεν είμαι εγώ”. (Προσπαθεί να μιμηθεί τον Ευθύμη και μια ελληνική προφορά.) Να ’μαστε, την τελευταία ημέρα του γυρίσματος, καθόμαστε και καπνίζουμε ένα τσιγάρο. (Μου δείχνει τη φωτογραφία και μετά με ρωτάει αν έχω πάρει ποτέ συνέντευξη από τον Ευθύμη. Του λέω όχι, και ότι δεν του αρέσει να δίνει πολλές συνεντεύξεις, όπως δεν αρέσει και στον Γιώργο άλλωστε.) Ναι, ο Ευθύμης είναι ντροπαλός, αλλά ο Γιώργος είναι πιο φιλόδοξος. Είναι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος ο Ευθύμης. Τον αγαπώ πολύ».


Ο «Αστακός» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 22/10, από τη Feelgood Entertainment.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ