Βρεθήκαμε μέσα σε ένα άχαρο σκηνικό, σε ένα πολυσύχναστο καφέ της πλατείας Μαβίλη. Τη συζήτηση διέκοπταν σειρήνες, κόρνες, πιτσιρίκια που τσίριζαν και θρασύτατα περιστέρια που ανέβαιναν στο τραπέζι για λίγα ψίχουλα από το τοστ της. Μια πόλη και μια κοινωνία σε έξαρση, καθόλου μακριά από τον μικρόκοσμο της δεύτερης ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα «Μια έκρηξη», στην οποία η Αγγελική Παπούλια έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια ταινία θεαματική –τα πλάνα της είναι γεμάτα από το εκφραστικό βλέμμα αυτής της γυναίκας με την ομορφιά που δεν μπαίνει στον κόπο να αυτοσυγχαίρεται. Αθηναία, από τον Αγιο Δημήτριο, απόφοιτη της Δραματικής Σχολής «Εμπρός», πάτησε στο κόκκινο χαλί των Oσκαρ πριν από τρία χρόνια και γοήτεψε τον πλανήτη με την κλασάτη κομψότητά της. Κι όμως, κανείς από τα γύρω τραπέζια δεν παίρνει είδηση ποια είναι. Αυτό δεν είναι και το νόημα αυτής της ήρεμης διασημότητας;
Ας μιλήσουμε για την ηρωίδα που υποδύεσαι στην ταινία, τη Μαρία. Εχει περάσει στη Νομική αλλά δεν φοιτά ποτέ, παντρεύεται μικρή και κάνει παιδιά με τον άνδρα που ποθεί. Τι λείπει σε μια γυναίκα που έχει αυτές τις παραμέτρους στη ζωή της;
«Είχε φανταστεί άλλα πράγματα. Η πραγματικότητα τα διαστρέβλωσε, τα κατέστρεψε. Η σχέση της με τον άνδρα της ξεκίνησε με πολύ μεγάλο πάθος και οικειότητα και μετά από κάποια χρόνια αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν κοντά της. Ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Αναλαμβάνει η ίδια όλες τις ευθύνες της οικογένειάς της και των γονιών της, αλλά ο άνθρωπος που αγαπάει είναι μακριά. Αυτό ήταν μια μεγάλη απογοήτευση, μια μεγάλη ματαίωση».
Υποθέτω ότι η ταινία θέλει να μιλήσει γενικότερα για τη ματαίωση που υφίσταται ολόκληρη η κοινωνία.
«Παρακολουθεί στενά, για 10 χρόνια περίπου, τη ζωή μιας έξυπνης και δυναμικής γυναίκας, που έχει όλα τα εφόδια να τα καταφέρει και να ζήσει καλά. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Είναι η ματαίωση μιας γενιάς που εξαπατήθηκε από την προηγούμενη, διαψεύστηκε από τον εαυτό της, ενηλικιώθηκε και αφέθηκε να παρακολουθεί τα γεγονότα να τη συνθλίβουν».
Η ταινία καταπιάνεται και με ένα μεγάλο ταμπού, την άρνηση της μητρότητας, δεδομένου ότι η Μαρία εγκαταλείπει τα παιδιά της.
«Αυτή η γυναίκα προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της. Ή μάλλον να τον επινοήσει από την αρχή. Από τη στιγμή που έχει φτάσει σε σημείο οριακό, προσπαθεί να βρει έναν νέο τρόπο να επιβιώσει. Για να τα καταφέρει, πρέπει να υποστεί απώλειες. Μέσα σε αυτές είναι και τα παιδιά. Το σενάριο δίνει μια ελευθερία σε αυτό το πρόσωπο, η οποία σπάνια επιτρέπεται στην πραγματική ζωή. Συνήθως οι αντιλήψεις μας είναι πολύ οριοθετημένες για το πώς πρέπει να ζει μια γυναίκα σε σχέση με τον εαυτό της, τον άντρα και τα παιδιά της. Υπάρχει έντονος σεξισμός απέναντι στις γυναίκες».
Ο τρόπος που συνδέεται με τον άντρα της είναι έντονα σεξουαλικός. Δεν είναι αναμενόμενο όταν μια μακροχρόνια σχέση βασίζεται αποκλειστικά στο σεξ και στο πάθος κάποια στιγμή να καταρρεύσει;
«Εγώ δεν αντιλαμβάνομαι το σεξ ως κάτι που έχει να κάνει μόνο με τον έρωτα και το πάθος. Ειδικά όσον αφορά την ταινία θέλαμε να δείξουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι συνδέονται με έντονο, σωματικό τρόπο. Το να συνδέεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο με έναν άνθρωπο και όλος σου ο έρωτας και η αγάπη να διαπιστώνεται εκεί (ή μάλλον και εκεί) είναι κάτι που εμένα μου φαίνεται πολύ βαθύ. Γιατί το σώμα δεν είναι κάτι που αφορά την επιφάνεια».
Η αλλαγή επιτυγχάνεταιμόνο με το γκρέμισμα τελικά;
«Είμαι υπέρ του γκρεμίσματος, δεν μου αρέσουν οι μεσαίες λύσεις. Το λέει και ο Εζρα Πάουντ: «Ορμητικός στο γκρέμισμα. Εδώ το σφάλμα όλο σ’ ό,τι δεν πράχτηκε, όλο στην ατολμία που ετραύλιζε».Η ταινία μιλάει για το τι σημαίνει ελευθερία για κάποιον και σε ποιο σημείο μπορεί να φτάσει για να τη διεκδικήσει».
Τι είναι ελευθερία για σένα;
«Να κάνω επιλογές οι οποίες σχετίζονται με αυτό που έχω ανάγκη ή με αυτό που είμαι ή με αυτό που ψάχνω να βρω. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να παίρνω ρίσκο, να μην ξέρω ακριβώς τι θα βρω στην πορεία».
Ποιος είναι σε θέση να παίρνει ρίσκα;
«Εκείνος που δεν φοβάται να χάσει. Ζούμε προσπαθώντας να πετύχουμε. Να είμαστε λειτουργικοί, επικοινωνιακοί, ενταγμένοι. Συσσωρεύονται οι ιδιότητες, τα προσόντα και οι ψυχονοητικές διεργασίες που πρέπει να κάνεις για να τα καταφέρεις. Από τη στιγμή που αρχίζεις και χάνεις ανθρώπους, βεβαιότητες, ιδιότητες με τις οποίες έχεις οχυρώσει τον εαυτό σου, τη δουλειά σου, όλον τον μικρόκοσμο που έχεις φτιάξει γύρω σου, τότε συνειδητοποιείς πόσο γελοία είναι η κατάσταση που ονομάζεται ζωή. Σαν να ανακουφίστηκα όταν το συνειδητοποίησα, γιατί μπόρεσα να αρχίσω να στέκομαι με μια ελαφρότητα απέναντι στα πράγματα και να λέω «και τι έγινε;». Οπότε το ρίσκο δεν είναι κάτι τρομερό».
Εχω την αίσθηση ότι η ηρωίδα σου θα σε «ζήλευε». Διάλεξες να κάνεις κάτι, το ακολούθησες και το υπηρετείς, παίρνεις ικανοποίηση από αυτό. Εσύ τι ζηλεύεις από εκείνη;
«Βρήκα πολύ σημαντικό και συγκινητικό το ότι προσπαθεί να βρει ανεξαρτησία και ελευθερία για τον εαυτό της, ότι θέλει να τελειώνει με το παρελθόν της. Οτι δεν δέχεται τη ζωή της έτσι όπως είναι και προσπαθεί να την αλλάξει. Αυτό εμπεριέχει πολύ πόνο, αλλά παίρνει μια απόφαση και την τηρεί».
Και εσύ όμως είσαι θαρραλέα. Μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα» έφυγες για την Αμερική, έκανες μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή σου.
«Δεν υπάρχουν a priori τολμηροί και δειλοί άνθρωποι. Εξασκείσαι σε κάτι που έχεις ανάγκη. Εχω μια βαθιά ανάγκη να μην κλείνομαι και να μην περιορίζομαι σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα, ρόλους, χαρακτήρες, τρόπο ζωής. Ηθελα να κάνω ένα ταξίδι πολύ μακριά και να ζήσω λίγο διαφορετικά. Είχα ανάγκη για ένα διάλειμμα από αυτή τη δουλειά. Στη Νέα Υόρκη μπορείς πραγματικά να ζεις με τον τρόπο που θέλεις, για ένα διάστημα».
Θάρρος δεν είναι να επιλέγεις να μην υπερεκθέσεις τον εαυτό σου έπειτα από μια μεγάλη επιτυχία όπως η παρουσία σου στην απονομή των Οσκαρ;
«Ναι, είναι. Δεν μου λέει τίποτε να δω τον εαυτό μου φωτογραφημένο, δεν έχω αυτού του είδους τον ναρκισσισμό –έχω άλλης μορφής ναρκισσισμό. Πιστεύω ότι κάτι μού διαφεύγει όσον αφορά τα λόγια. Παρ’ όλο που είμαι ηθοποιός και δουλεύω με τον λόγο, πολλές φορές νιώθω ότι δεν είναι αρκετός για την επικοινωνία. Γι’ αυτό δεν μου αρέσει να δίνω συνεντεύξεις. Μιλάμε, λέμε, αλλά πάντα κάτι μάς διαφεύγει. Το δεύτερο είναι ότι έχω μια φυσική εσωστρέφεια και μια φυσική τάση απομόνωσης. Δεν μου αρέσει η έκθεση με αυτόν τον τρόπο. Το ότι είμαι ηθοποιός δεν σημαίνει πως είναι αυτονόητο ότι θέλω να κάνω δηλώσεις. Δεν θέλω να πιέζω τον εαυτό μου να κάνει πράγματα που δεν θέλει. Είναι μια στάση ζωής. Δεν αλλάζει ο τρόπος που ζω επειδή μια συγκεκριμένη περίοδο παίζω στο σινεμά ή στο θέατρο».
Τι είναι αυτό που παίρνεις από αυτή τη δουλειά;
«Προσπαθώ να καταλάβω κάτι βαθύτερο για τη ζωή. Να έρθω σε επαφή με κάτι που δεν είναι ορατό. Με αυτό που δεν βλέπω, με αυτό που δεν φαίνεται, με αυτό που δεν καταλαβαίνω. Προσπαθώ να επικοινωνήσω με μια κρυμμένη δυνατότητα που βρίσκεται γύρω μου. Δεν ξέρω αν τα έχω καταφέρει…».
Η ερμηνεία σου στην ταινία μοιάζει πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες…
«Δουλέψαμε πολύ καιρό με τον Σύλλα Τζουμέρκα. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το σινεμά είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν του Γιώργου Λάνθιμου, πολύ δικός του και πολύ ωραίος. Δουλέψαμε δημιουργικά την κατεύθυνση που θα έπαιρνε η ερμηνευτική προσέγγιση. Είναι πιο εκφραστική και πιο εξωστρεφής. Μόλις διάβασα το σενάριο που είχαν γράψει ο Σύλλας και η Γιούλα Μπούνταλη κατευθείαν ήθελα να το κάνω. Ηταν μια πρόκληση».
Εχεις πει «όχι» σε δουλειές στο σινεμά;
«Ναι, έχω πει, αλλά όχι πολλές φορές. Δεν μου έχουν κάνει και τόσο πολλές προτάσεις».
Οσον αφορά την εφετινή σας δουλειά στο Θέατρο Τέχνης, γιατί διαλέξατε να ανεβάσετε Τσέχοφ;
«Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον στους ήρωες του Τσέχοφ είναι ότι περνάει η ζωή τους χωρίς να μπορούν με κανέναν τρόπο να την κρατήσουν. Γλιστράει διαρκώς από τα χέρια τους».
Εχει να κάνει με τα τραγικά αδιέξοδα των ηρώων σε μικρές κοινωνίες;
«Οχι, για μένα δεν έχει να κάνει με τις μικρές κοινωνίες. Εγώ τους βλέπω σαν ήρωες μιας ταινίας του Κασσαβέτη, οι οποίοι, ενώ βρίσκονται σε πόλεις, είναι πάντα σε ένα οριακό σημείο. Βιώνουν μια συνεχόμενη παράλογη κατάσταση, δηλαδή τη ζωή. Οχι με τρόπο μπεκετικό αλλά τσεχοφικό: με τραγικότητα, με γελοιότητα, με χιούμορ. Δεν συμφωνώ με όλη αυτή τη μονομερή αντιμετώπιση των ηρώων του Τσέχοφ στο θέατρο τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι μόνο τραγικά πρόσωπα οι ήρωές του».
Ενα επίκαιρο χαρακτηριστικό του Βάνια είναι ότι δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του και κατηγορεί όλους τους άλλους για τα δεινά του.
«Είναι κάτι που το κατανοώ, γιατί συμβαίνει πολύ στους ανθρώπους. Από την άλλη, το βλέπω πάρα πολύ γύρω μου στην Αθήνα και στην Ελλάδα. Ανθρώπους-πολίτες που παραπονιούνται συνέχεια και ρίχνουν τις ευθύνες μακριά από τους ίδιους. Εχει μια ευκολία, αν και δείχνει ανωριμότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που φτιάξαμε την ομάδα Blitz. Δεν ήθελα να αλλάζω σκηνοθέτη από παράσταση σε παράσταση και να γκρινιάζω για τα ελαττώματά τους, όπως άκουγα αρκετούς συναδέλφους μου να κάνουν. Ηθελα να αναλάβω την ευθύνη του εαυτού μου».
Τα τελευταία δύο χρόνια ταξιδέψατε πολύ με τουςBlitzστο εξωτερικό, φαντάζομαι ότι πλέον μπορείτε να ζείτε από τη δουλειά σας.
«Μετά από δέκα χρόνια που δουλεύουμε (η ομάδα ιδρύθηκε το 2004), τα τελευταία δύο χρόνια που ταξιδεύουμε και πληρωνόμαστε από τα φεστιβάλ της Ευρώπης, εξάγοντας ουσιαστικά τέχνη, μπορούμε και ζούμε καλά. Μέχρι πριν είχαμε τεράστια προβλήματα. Εχουμε δουλέψει όλοι μας κατά καιρούς σε μπαρ και σε καφέ. Τώρα, την παράσταση στο Θέατρο Τέχνης δεν έχουμε λεφτά να την κάνουμε –το θέατρο δεν επιχορηγείται –και θα κάνουμε μια συμπαραγωγή με ένα θέατρο στη Γαλλία (Comedie de Reims) με καλλιτεχνικό διευθυντή τον ΛουντοβίκΛαγκάρντ. Οπότε δεν έχουμε «λύσει το πρόβλημά μας». Αυτό έχει συμβεί με εμάς και μπορώ να πω ότι πρόκειται για το πολύ καλό σενάριο».
Στο εξωτερικό κυνήγησες τη «διεθνή καριέρα»;
«Δεν κυνήγησα ποτέ αυτό που λέμε «καριέρα» είτε εδώ είτε στο εξωτερικό. Δεν έστειλα βιογραφικά, δεν πήγα σε κάστινγκ ή σε οντισιόν. Εχω διαλέξει έναν τρόπο να κινούμαι που έχει να κάνει με τους ανθρώπους με τους οποίους μού αρέσει να δουλεύω. Πάντα έτσι ήταν και δεν σκοπεύω να το αλλάξω».
Δεν έκανες οντισιόν για τον «Κυνόδοντα»;
«Οχι, με πήρε ο Γιώργος Λάνθιμος τηλέφωνο. Με είχε δει στο θέατρο».
Υπάρχει μερίδα του κοινού που πιστεύει ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχει υπεραναλύσει την προβληματική δομή της ελληνικής οικογένειας. Εσένα ποια είναι η άποψή σου;
«Ο ελληνικός κινηματογράφος κάνει πολύ καλά που ασχολείται με την ελληνική οικογένεια. Γιατί η οικογένεια είναι ένας από τους πυρήνες κάθε κοινωνίας. Η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή είναι άκρως ρατσιστική, σεξιστική, ομοφοβική, φασιστική και συντηρητική. Αυτό σημαίνει πως η ελληνική οικογένεια έχει συνδράμει ουσιαστικά και καταλυτικά σε αυτό. Είναι εστία βίας, κομπλεξισμού, αμορφωσιάς, επαρχιωτισμού, καταπίεσης, καφρίλας, ισοπέδωσης και υποκρισίας».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ