ΟΣΟΙ θεωρούσαν ότι ζούμε σε μια χώρα ελεύθερη και δημοκρατική θα πρέπει ενδεχομένως να το ξανασκεφτούν. Ο σημερινός Ελληνας δικαιούται απολύτως και ευτυχώς να επικρίνει τον Σημίτη, τον Καραμανλή ή τον Αβραμόπουλο, δικαιούται απολύτως και ευτυχώς να κατακρίνει τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, δικαιούται απολύτως και ευτυχώς να διαδηλώνει και να κάνει καταλήψεις επειδή δεν του αρέσουν ο Αρσένης και η πολιτική του, αλλά, αν ασχολείται με τα αθλητικά, δεν δικαιούται καθόλου να έχει γνώμη, άποψη, και να την εκφράζει δημοσίως.


Αν κάνει κάτι τέτοιο, παραπέμπεται σε αυτό το αδιανόητο δημιούργημα που ονομάζεται αθλητική Δικαιοσύνη.


Εδώ και μερικούς μήνες ένας ιδιότυπος αθλητικός αυταρχισμός επεκτείνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Τα κρούσματα πληθαίνουν: ο κ. Ντ. Μπάγεβιτς, ο κ. Ν. Λυμπερόπουλος, ο άγγλος προπονητής του Πανιωνίου κ. Ρ. Γουίλαν, ο κ. Στρ. Αποστολάκης απειλήθηκαν ή απειλούνται με τιμωρίες επειδή διατύπωσαν δημοσίως αρνητικές κρίσεις ή σχόλια για την ΕΠΟ, την ΕΠΑΕ ή τη διαιτησία. Ούτε έπραξαν τίποτε ούτε βιαιοπράγησαν ούτε καν επιτέθηκαν σε κανέναν… Είπαν ελευθέρως τη γνώμη τους σε μια χώρα όπου το δικαίωμα της γνώμης είναι απολύτως κατοχυρωμένο.


Ο καθένας έχει δικαίωμα να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί τους. Να κρίνει τις κρίσεις τους. Είναι αδιανόητο όμως να γίνονται οι απόψεις τους αντικείμενο πειθαρχικής δίωξης, την οποία μάλιστα διεκπεραιώνουν οι ίδιοι οι θιγόμενοι από αυτές. Αν κάποιος θεωρεί ότι συκοφαντήθηκε ή υβρίστηκε, μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια να βρει το δίκιο του. Καμία αρχή όμως δεν δικαιούται να αυτοεξαιρείται της κριτικής υπό την απειλή της δίωξης όσων τη διατυπώνουν. Είναι πάγια αρχή μιας δημοκρατίας ότι οι γνώμες δεν διώκονται και ότι η κριτική είναι ελεύθερη, ανεμπόδιστη, θεμιτή και επιθυμητή.


Με άλλα λόγια, στη χώρα όπου κρίνονται καθημερινά, σκληρά και απρόσκοπτα η κυβέρνηση, το κράτος, ο στρατός ή η Εκκλησία, είναι προκλητικό να τίθεται υπεράνω κριτικής (έστω άδικης, έστω αβάσιμης, έστω σκληρής…) η ΕΠΟ ή η διαιτησία. Ο κ. Μπάγεβιτς, ο κ. Λυμπερόπουλος και ο κ. Αποστολάκης έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να πιστεύουν ότι η ΕΠΟ είναι «καφενείο» και να το λένε. Ο κ. Γουίλαν έχει το απόλυτο δικαίωμα να πιστεύει ότι η ομάδα του έχασε από τη διαιτησία, από το (όποιο) παρασκήνιο ή από τον Θεό και να το δηλώνει. Ο κάθε αθλητής, ο κάθε άνθρωπος του αθλητισμού, έχει το αδιαμφισβήτητο συνταγματικό δικαίωμα να επικρίνει τις αθλητικές αρχές, όπως και όλες τις άλλες αρχές του τόπου χωρίς άλλες συνέπειες.


Το φαινόμενο δεν είναι απολύτως ελληνικό, απλώς στον ελληνικό αθλητικό χώρο εφαρμόζεται κατά γελοιωδέστερο τρόπο, με γελοιωδέστερες αφορμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αγγλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου απέλυσε τον Γκλεν Χοντλ από τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή επειδή δήλωσε πως πιστεύει στη μετεμψύχωση και πως τα άτομα με ειδικές ανάγκες ταλαιπωρούνται επειδή είχαν αμαρτήσει στην προηγούμενη ζωή τους! Θα μπορούσα ενδεχομένως να συμφωνήσω ότι η άποψη του Χοντλ είναι βλακώδης, αλλά γιατί οι πεποιθήσεις του περί μετεμψύχωσης τον καθιστούν ανίκανο να προπονεί την Εθνική Αγγλίας; Και γιατί πρέπει να τιμωρηθεί για τις πεποιθήσεις του αυτές απολυόμενος από την εργασία του; Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Αυτή η αυθαιρεσία, σε μια χώρα που υπερηφανεύεται για παραδόσεις δημοκρατίας και ανοχής, προκαλεί τις χειρότερες εντυπώσεις.


Τόσο σοβαρό θέμα είναι οι απόψεις του κ. Μπάγεβιτς ή του κ. Χοντλ ώστε να κρίνουν το επίπεδο δημοκρατίας μιας χώρας; θα με ρωτήσετε. Ασφαλώς και είναι! Διότι η δημοκρατία δεν τεμαχίζεται, ούτε λειτουργεί α λα καρτ. Είτε την έχεις είτε δεν την έχεις… Ενδεχομένως αυτός ο ιδιότυπος αθλητικός αυταρχισμός να είναι απλώς ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Αν είναι έτσι, αν απλώς τον χρησιμοποιούν οι διάφοροι αθλητοπατέρες για να επιβάλουν τον νόμο της σιωπής, τότε η πολιτεία έχει υποχρέωση να τους υπενθυμίσει τις βασικές αρχές της λειτουργίας της. Αν όμως τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα ­ ο υφυπουργός κ. Α. Φούρας και ο υπουργός κ. Ευ. Βενιζέλος ­ συνεχίσουν να τους παρακολουθούν αδιάφοροι σε αυτό το άθλιο έργο, τότε τα όρια της ανοχής και της συνενοχής αρχίζουν να γίνονται δυσδιάκριτα.