«Καμία επιείκεια από το δικαστήριο», ζήτησαν οι συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη Τσοχατζόπουλου, κατά την ολοκλήρωση των αγορεύσεών τους, το απόγευμα της Παρασκευής, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας. Ο κ. Διονύσης Κολοβός και οι κυρίες Αργυρώ Φανουράκη και Ουρανία Μενδρινού απαίτησαν εκ μέρους του Δημοσίου αποζημίωση ενός εκατομμυρίου ευρώ από κάθε κατηγορούμενο, εφόσον βεβαίως κηρυχθεί ένοχος, για τη ζημια που υπέστη η χώρα από τη δράση τους.

«Δυστυχώς για τον Άκη Τσοχατζόπουλο, υπάρχουν δικαστές και εισαγγελείς σε αυτή τη χώρα. Δυστυχώς για κείνον, το μαύρο κουτί της υπόθεσης δεν είναι το ΚΥΣΕΑ αλλά η ροή του χρήματος», τόνισε η κυρία Μενδρινού. Και πρόσθεσε: «η Ιφιγένεια του συστήματος δεν είναι ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως ακούστηκε σε αυτή την αίθουσα, αλλά ο δοκιμαζόμενος από την ανεργία ελληνικός λαός».

«Το ελληνικό Δημόσιο υπέστη ζημιά, τουλάχιστον αντίστοιχη του ποσού με τα ποσά της δωροδοκίας, αφενός στον πρώην υπουργό, αφετέρου σε αλλά πρόσωπα», τόνισε ο κ. Κολοβός.

Και απευθυνόμενος στον Άκη Τσοχατζόπουλο, είπε: «Δώστε επιτέλους τα στοιχεία την ύστατη στιγμή. Δώστε μια φωτεινή χαραμάδα ελπίδας στον ελληνικό λαό ότι κάτι πάει να αλλάξει. Η Ιστορία είναι στη γωνία και καταγράφει κ. Τσοχατζόπουλε. Δώστε επιτέλους στον εαυτό σας την ευκαιρία μερικής λεύκανσης του ονόματός σας».

Τα επιχειρήματα της Πολιτικής Αγωγής

«Ξέπλυμα τέτοιας έκτασης, δεν θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί, χωρίς συντονισμένη δράση», τόνισε εκ μέρους της Πολιτικής Αγωγής, η κυρία Αργυρώ Φανουράκη, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, το μεσημέρι της Παρασκευής. Είχε προηγηθεί η αγόρευση του κ. Διονύση Κολοβού, ο οποίος έδειξε τον Άκη Τσοχατζόπουλο και τον Γιάννη Σμπώκο ως τους ανθρώπους που έστησαν, παραπλανώντας το ΚΥΣΕΑ, τις αγορές των εξοπλιστικών για τις μίζες.

Η κυρία Φανουράκη χαρακτήρισε «καλοστημένο» το δίκτυο που είχε συσταθεί, με «την πιστή και εχέμυθη λογίστρια», «τον μπροστάρη και εξ απορρήτων εξάδελφο», τους χρηματιστές, χωρίς «τις ανεκτίμητες υπηρεσίες» των οποίων δεν θα χάνονταν έστω προσωρινά τα ίχνη του μαύρου χρήματος, αλλά και δεν θα προμηθευόταν ο πρώην υπουργός με «φρέσκο, ζεστό χρήμα». «Τα κρυμμένα ποσά είναι ακόμη πάρα πολλά» εκτίμησε η κυρία Φανουράκη.

Η «μάσκα» του Άκη και η «γενναία Αρετή»

«Είναι αρκετοί αυτοί που ήξεραν, όπως η Φρόσω Λαμπροπούλου, ότι αν τραβήξουν την κουρτίνα, θα βρεθεί ο Τσοχατζόπουλος», τόνισε από την πλευρά της η τρίτη συνήγορος του Δημοσίου κυρία Ουρανία Μενδρινού. «Η λογίστριά του ήταν ο εκτελεστικός βραχίονας του πρώην υπουργού, από τα αριστερά εκείνη, από τα δεξιά ο Νίκος Ζήγρας. Ο εξάδελφος ήταν η «μάσκα» του Τσοχατζοπουλου, για να τον κρύψει, όχι από τους άλλους, αλλά από τις διωκτικές αρχές. Στη συνέχεια, και αφού ο Ζήγρας αποχωρεί, αποδεικνύεται ότι κανεις δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του με την ίδια επιτυχία. Τα συμφέροντα του ταυτίζονται με αυτά του πρώην υπουργού. Ο Γιώργος Σαχπατζιδης που τον διαδέχεται, δρα για ίδιον όφελος. Εκεί, πλέον, απορρυθμίζεται η δράση της ομάδας, αργότερα θα αρχίσουν οι αποκαλύψεις».

Η ίδια δεν παρέλειψε πάντως να τονίσει ότι «ο Ζήγρας βοήθησε σημαντικά το έργο της Δικαιοσύνης». Η κυρία Μενδρινού εκτίμησε ότι «ο Σαχπατζίδης θα έκανε τα πάντα για το κέρδος», ενώ για την Αρετή Τσοχατζοπούλου έκρινε ότι «δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις για τις παλινδρομήσεις – σε σχέση με τα ακίνητα – που έχουν σημειωθεί. Γνωρίζει πολύ καλά τις μεθοδεύσεις, γνωρίζει ότι πρόκειται για πράξεις ξεπλύματος παράνομου χρήματος του πατέρα της».

Εξέφρασε μάλιστα τη διαφωνία της Πολιτικής Αγωγής με τους εισαγγελείς (που ήταν απαλλακτικοί), ως προς το ακίνητο της Καλλιθέας.

«Πρέπει να αναγνωρίσω ότι η στάση της Αρετής κατά την απολογία της, δείχνει μια γενναιότητα (δήλωσε «δεν θα γίνω κατήγορος του πατέρα μου»), σε αντίθεση με την άθλια στάση του πατέρα της, που ικέτευε τους δικαστές για τη σύζυγο του και ούτε μισή φορά δεν ικέτευσε για το παιδί του. Είναι μάνα τριών παιδιών, εκ των οποίων το ένα είναι ΑμεΑ», σημείωσε η κυρία Μενδρινού.

«Δεν υπάρχει τέτοιο πρότυπο γυναίκας»

Η αναφορά της συνηγόρου στο ακίνητο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, έκανε τον πρώην υπουργό να εκραγεί. «Με εντυπωσιάζει το πάθος και το μένος», είπε στον πρόεδρο που του ζητούσε να μείνει σιωπηλός.

Ο Άκης Τσοχατζόπουλος εξερράγη άλλη μια φορά όταν η Πολιτική Αγωγή κεραυνοβολούσε τη σύζυγό του, Βίκυ Σταμάτη.

«Εκανε προσπάθεια να μας πείσει ότι ασχολείται με το σπίτι και ότι οι αγορές της ήταν συνήθεις, όπως αυτές της μέσης Ελληνίδας», είπε η κυρία Μενδρινου. «Η μέση Ελληνίδα όμως προφανώς εργάζεται, δεν μπορεί να αγοράσει σπίτι στη Διονυσίου Αρεοπαγιτου, δεν μπορεί να ξοδέψει για επισκευές ποσό της τάξης του ενός εκατομμυρίου ευρώ για ένα ακίνητο που δεν της ανήκει, ούτε να έχει στην κατοχή της τζιπ Mercedes…»

«Τι είναι αυτά που λέτε; Ψεύδεσθε ασύστολα!», επιτέθηκε ο πρώην υπουργός, χωρίς να καταφέρει να διακόψει τη ροή του λόγου της: «το πρότυπο γυναίκας που προσπαθεί να παρουσιάσει, απλώς δεν υπάρχει».

Η μεθόδευση Άκη – Σμπώκου στο ΚΥΣΕΑ

Στην αρχή της διαδικασίας, πρώτος ο κ. Διονύσης Κολοβός μίλησε το πρωί για «μεθόδευση» και «ίντριγκα», με «σενάρια» και «πατέντες». Αυτές ήταν οι λέξεις – κλειδιά στο κατηγορώ που εξαπέλυσε εξαρχής η Πολιτική Αγωγή εναντίον του Άκη Τσοχατζόπουλου και των συνεργών του. Ο κ. Κολοβός επιτέθηκε στον πρώην υπουργό για το θέμα της δωροδοκίας, κατηγορώντας τον εν πολλοίς για εξαπάτηση ακόμη και του ΚΥΣΕΑ στην υπόθεση των υποβρυχίων.

Δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην προδικασία, την περίοδο προ της κρίσιμης απόφασης του ΚΥΣΕΑ το ’98, ο κ. Κολοβός έκανε χρήση επιστολής των Ελληνικών Ναυπηγείων προς τον τότε Υεθα, για να υπογραμμίσει: «Αποδεικνύεται ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος γνώριζε οκτώ μήνες πριν ότι η ανάθεση στα ΕΝΑΕ θα σήμαινε εναγκαλισμό με τη γερμανική Ferrostaal (λόγω συνεργασίας των ναυπηγείων με τη HDW). Η επιστολή αυτή απεκρύβη από το ΚΥΣΕΑ».
Χαρακτήρισε μάλιστα «προσχηματική» την τότε συμπεριφορά τόσο του Άκη Τσοχατζόπουλου, όσο και του Γιάννη Σμπώκου. «Εφευρίσκουν απαράβατους όρους στην υπόθεση των υποβρυχίων», είπε χαρακτηριστικά και παράλληλα υπογράμμισε: «βιαζόντουσαν να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες, καθώς οι Γερμανοί φοβούνταν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στην Ελλάδα, να γίνουν για παράδειγμα εκλογές».

«Χωρίς τη χειραγώγηση σε όλη τη διαδικασία, το σύστημα των Tor-Μ1 θα ήταν εξαρχής κομμένο. Δεν ήταν συμβατό με την αεράμυνα της χώρας», πρόσθεσε ο κ. Κολοβός για τα αντιπυραυλικά που προμηθεύτηκε η χώρα.

Ο κ. Κολοβός τόνισε ότι «ουδόλως πείθει» η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων από τον Άκη Τσοχατζόπουλο κατά γερμανικών εντύπων. «Αν θεωρούσε τα όσα είπαν οι Χάουν και Μύλενμπεκ συκοφαντικά, υβριστικά, θα είχε καταθέσει μήνυση. Δεν θα είχε αναλωθεί σε προσπάθεια φίμωσης ΜΜΕ».
Ο ίδιος έκρινε, δε, ότι η πλευρά Τσοχατζόπουλου δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο για να πείσει το δικαστήριο ότι η κλήτευση μελών του ΚΥΣΕΑ, «θα φώτιζε πτυχές της υπόθεσης και θα μας καθιστούσε σοφότερους».
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αντέδρασε έντονα, πολλές φορές κατά την αγόρευση του κ. Κολοβού, συνιστώντας του μεταξύ άλλων: «Να προσέχετε τι λέτε».

Σημειώνεται ότι για τον άλλοτε γενικό διευθυντή εξοπλισμών η Πολιτική Αγωγή τόνισε: «Ο Ιωάννης Σμπώκος θα πρέπει να κριθεί ένοχος από το δικαστήριό σας».

«Ο Σμπώκος ήταν γνώστης, συνδιαχειριστής και συνδιαμορφωτής της κατάστασης με τις μίζες. Από ένα σημείο και μετά, για άγνωστη σε μας αιτία, κλείνει η στρόφιγγα της ροής χρημάτων στον Τσοχατζόπουλο», είπε η Μενδρινού για τον κατηγορούμενο.

«Μου παγώνει το αίμα, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούν, (…) ωμές απειλές, ακόμη και επίκληση του εθνικού συμφέροντος. Οταν ρωτήθηκε ο κ. Σμπωκος για τα σημειώματα που βρέθηκαν στο γραφείο του πρώην υπουργού, το μόνο που είχε να σχολιάσει ήταν «αναφέρονται σε άλλο Γιάννη». Ας μας αποκαλύψει – σίγουρα γνωρίζει – ποιο είναι αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο που τόσο ταλαιπωρεί τον υπουργό του. Δεν λέει κουβέντα για τις μίζες. Κρατάει το στόμα του κλειστό, παρέχοντας πολύτιμες υπηρεσίες στον Ακη Τσοχατζοπουλο, με το αζημίωτο φαντάζομαι».

«Να μη γίνει εδώ, λαοδικείο»

Στον απόηχο της χθεσινής, φορτισμένης ημέρας με την αγόρευση της εισαγγελικής έδρας, παρέμβαση έκανε η υπεράσπιση Τσοχατζόπουλου.
«Εγκλεισμός δια βίου δεν προβλέπεται στο ποινικό μας δίκαιο, και δεν έχει θέση σε εισαγγελική πρόταση», τόνισε ο κ. Λεωνίδας Κοτσαλής, αναφερόμενος στη «γηπεδιακή ατμόσφαιρα» (με το που ολοκλήρωσε την αγόρευση του ο εισαγγελέας κ. Π. Παναγιωτόπουλος, το ακροατήριο χειροκρότησε), αλλά και την ακαριαία αρνητική αντίδραση του προέδρου κ. Χρήστου Κατσιάνη, για την οποία τον συνεχάρη. «Να μείνει δικαστήριο, να μη γίνει λαοδικείο», είπε ο κ. Κοτσαλής.
Στον κ. Παναγιωτόπουλο επιτέθηκε και ο κ. Ιωάννης Παγορόπουλος για το παράδειγμα που χρησιμοποίησε, της δίκης, δηλαδή, για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. «Η οικογένεια μου μέτρησε έξι νεκρούς στον Γοργοπόταμο. Δεν έχει το δικαίωμα να μας κουνάει το χέρι. Εγώ θίγομαι ως Έλλην πολίτης», σημείωσε ο συνήγορος.
Ο ίδιος εξέφρασε επίσης τη δυσφορία του για την «ειρωνεία» της εισαγγελέως κυρίας Γεωργίας Αδειλίνη στο πρόσωπό του, κατά την αγόρευσή της, ως «συμπαθούς συνηγόρου»: «Το έδρανο της υπεράσπισης, ειδικά του Άκη Τσοχατζόπουλου, σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο είναι εξαιρετικά βαρύ (…). Μου είναι παντελώς αδιάφορο αν είμαι συμπαθής ή αντιπαθής. Αυτός που κάθεται εδώ, κύριοι, σε αυτή τη συγκυρία θέλει κότσια. Υπερασπίζομαι τον κ. Τσοχατζόπουλο με την καρδιά μου, γιατί πιστεύω στο Σύνταγμα και τους νομούς».
Η κυρία Αδειλίνη θέλησε να δώσει τέλος, τόνισε ότι εξέφρασε απλώς τα αισθήματά της, και σέβεται απολύτως τον ρόλο του συνηγόρου.