Μια από τις εικόνες του τελευταίου κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βενετίας που συγκράτησα όσο ίσως καμία άλλη είναι εκείνη ενός νεαρού – δεν θα πρέπει να ήταν πάνω από 22 – ο οποίος στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου «The favourite» στεκόταν έξω από τη Salla Grande, κοιτούσε την κάμερα που αιωρούνταν πάνω από το πλήθος και με τα χέρια υψωμένα φώναζε «Λάνθιμος! The Best! Λάνθιμος! The Best!». Λίγες ημέρες αργότερα είδα στην τηλεόραση τον ίδιο νεαρό έξω από την ίδια αίθουσα να φωνάζει το ίδιο ακριβώς πράγμα: «Λάνθιμος! The Best!». Ηταν το απόγευμα του Σαββάτου 8 Σεπτεμβρίου και η τελετή λήξης με την απονομή των βραβείων της 75ης Μόστρα σε λίγο θα ξεκινούσε. Το «Favourite» θα αποσπούσε δύο βραβεία: πρώτα το Copa Volpi γυναικείας ερμηνείας για την Ολίβια Κόλμαν και λίγο αργότερα τον Αργυρό Λέοντα – Μεγάλο Βραβείο της επιτροπής που παρέλαβε ο ίδιος ο Λάνθιμος. Τον νεαρό φαν δεν τον είδα ξανά, είμαι όμως βέβαιος ότι αν δεν λιποθύμησε από τη χαρά του, σίγουρα θα το ξενύχτησε γλεντώντας με την ψυχή του τον θρίαμβο της αγαπημένης του ταινίας.
Ενας σκηνοθέτης πολύ «hot»!
Δεν χωρεί αμφιβολία· το επίτευγμα είναι πολύ μεγάλο. Να ένας σκηνοθέτης ο οποίος ξεκίνησε από τον τόπο του, τη μικρή, φτωχή Ελλάδα, πριν από 20 περίπου χρόνια με την ταινία «Κινέτα» (η πρώτη προσωπική σκηνοθεσία του, γιατί είχε μεσολαβήσει ο «Καλύτερός μου φίλος» που συν-σκηνοθέτησε με τον Λάκη Λαζόπουλο) και κατάφερε να γίνει ένα από τα πιο hot ονόματα σκηνοθετών του εξωτερικού. Εχει τη δική του ταυτότητα, έχει ιδρύσει τη δική του «σχολή», είναι αμίμητος (πραγματικά λυπάμαι τους αρκετούς σκηνοθέτες που αγωνίζονται να τον κοπιάρουν) και όπως φαίνεται από το «Favourite», είναι αρκετά έξυπνος ώστε να γίνει και εμπορικός. Γιατί και εδώ δεν χωρεί  αμφιβολία: το «Favourite», που τολμώ να προβλέψω ότι θα συγκεντρώσει υποψηφιότητες και στα προσεχή Οσκαρ, θα γίνει η πιο εμπορική ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, όχι μόνο λόγω των σταρ που εμφανίζονται σε αυτή (Ρέιτσελ Βάις, Εμα Στόουν, Κόλμαν), αλλά κυρίως επειδή είναι το επιτυχημένο, ευθύβολο βλέμμα ενός άνδρα πάνω στην παράξενη, επικίνδυνη, μυστηριώδη και εν τέλει γοητευτική φύση της γυναίκας.
Γυναίκες-ύαινες
Καμία από τις ηρωίδες που πρωταγωνιστούν στην ιστορία του «Favourite» δεν διακρίνεται από κάποιο στοιχείο στοιχειώδους καλοσύνης και ανθρωπιάς. Είναι γυναίκες-ύαινες, έτοιμες να κατασπαράξουν η μία την άλλη. Χωρίς προσχήματα ή ενδοιασμούς. Και η αλήθεια είναι ότι θες να παρακολουθήσεις την ιστορία τους, θες να κρυφοκοιτάξεις μέσα από κάποια κλειδαρότρυπα των ατελείωτων πορτών του παλατιού της βασίλισσας Αννας της Αγγλίας (Κόλμαν), η οποία πολιορκείται από γυναίκες διψασμένες για εξουσία: τη λαίδη Σάρα (Βάις), ευνοούμενη, σύμβουλο και ερωμένη της ή την Αμπιγκέιλ (Στόουν), μια υποχθόνια, μοχθηρή, ύπουλη υπηρέτρια, ένα «τσουλάκι» με μεγάλες φιλοδοξίες, που «γλείφει» τη βασίλισσα για να γίνει εκείνη η έμπιστη, ευνοούμενη σύμβουλος και ερωμένη της. Και η βασίλισσα; Ενα φαινομενικά άβουλο πλάσμα της πολιτικής που χρειάζεται να της θυμίζουν ότι η Αγγλία βρίσκεται σε… πόλεμο, παρότι σαπίζει εξαιτίας μιας αρρώστιας στα πόδια. Αλλά δεν παύει να είναι γυναίκα. Παμπόνηρη όσο και αθώα, άπληστη και σκληρή όσο και τρυφερή απέναντι στα 17 κατοικίδια κουνέλια της.
Να λοιπόν που σε μια περίοδο στην οποία οι γυναίκες του Χόλιγουντ γκρινιάζουν που όταν είναι μικρές παρενοχλούνται σεξουαλικά και όταν μεγαλώνουν δεν έχουν ρόλους, ο Γιώργος Λάνθιμος έφτιαξε μια ολοζώντανη, συναισθηματικά «γεμάτη» αλλά και χιουμοριστική ταινία στην οποία όλα τα αρσενικά μοιάζουν με ευνουχισμένες μαριονέτες δίπλα στα θηλυκά που έχουν πυγμή, δυναμισμό, τσαμπουκά, θράσος, θάρρος, καπατσοσύνη. Υπόσταση.
Ο άνθρωπος-βραβείο
Το 2011, συμπτωματικά και πάλι στη Βενετία, ο Γιώργος Λάνθιμος, που σήμερα είναι 45 χρονών, ανακοίνωσε για πρώτη φορά επισήμως ότι θα φύγει από την Ελλάδα και θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Ηξερε τι έκανε. Στη Βενετία τότε, δύο χρόνια μετά τον πρώτο θρίαμβο του, τον «Κυνόδοντα» (που, αφού κέρδισε το βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα» στις Κάννες, κατάφερε να φτάσει ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ), ο σκηνοθέτης παρουσίασε τις «Αλπεις», μια «φτωχότερη» ίσως ταινία, η οποία όμως κέρδισε το βραβείο σεναρίου. Το σενάριο ήταν του Λάνθιμου και του μόνιμου συνεργάτη του μέχρι το «Favourite» Ευθύμη Φιλίππου, με τον οποίο ο πρώτος συνεργάστηκε και στον «Αστακό». Μετά το ειδικό βραβείο της επιτροπής που αυτή η ταινία κέρδισε στο Φεστιβάλ Καννών, ο Λάνθιμος μοιράστηκε και μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη. Ηταν η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του με την οποία η Ελλάδα, ως χώρα παραγωγής, δεν είχε καμία σχέση. Δεν είχε σχέση όμως ούτε με την αμέσως επόμενη ταινία του, «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού», που και αυτή βραβεύθηκε, και πάλι στις Κάννες, για το σενάριό της. Μόνο και μόνο με το σερί των βραβεύσεών του ο Λάνθιμος αξίζει πια μια θέση στο Βιβλίο Γκίνες.
Το μυστικό της επιτυχίας
Ουσιαστικά ο Γιώργος Λάνθιμος πέτυχε για έναν και μόνο λόγο. Βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου του επιτρέπεται να κάνει αυτό που ακριβώς θέλει να κάνει, έστω και αν οι συνθήκες στο εξωτερικό είναι πολύ πιο σκληρές και επαγγελματικές από αυτές που βίωσε στην Ελλάδα. Στο τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας, στη συνέντευξη Τύπου του «Favourite», ζήτησα  από τον Λάνθιμο να συγκρίνει τον τρόπο δουλειάς του στην Ελλάδα με τον τρόπο δουλειάς του στο εξωτερικό. Εκείνος απάντησε ως εξής: «Εχω την αίσθηση ότι όσο περισσότερο εκτός Ελλάδας εργάζομαι, τόσο πιο Ελληνας νιώθω. Προφανώς, οι άνθρωποι που έχουν διαφορετική κουλτούρα και διαφορετική σκέψη εργάζονται και με διαφορετικούς τρόπους. Νομίζω ότι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωσή μου λόγω του τρόπου που άρχισα να φτιάχνω ταινίες στην Ελλάδα, ο οποίος βασικά είχε να κάνει με τις φιλίες και με τη γενναιοδωρία των ανθρώπων γύρω μας. Ανθρώπων που έκαναν ταινίες μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση του ότι κάνουν ταινίες, ανθρώπων που πλήρωναν από την τσέπη τους τους μισθούς τους ή που δούλευαν τζάμπα, ή για πολύ λίγα χρήματα. Μας δάνειζαν τα ρούχα, τα αυτοκίνητα, τα σπίτια τους για να κάνουμε ταινίες». Για τον Λάνθιμο είναι προφανές ότι «η απόσταση που χωρίζει αυτή την κατάσταση με μια ταινία εποχής στη Βρετανία είναι πάρα πολύ μεγάλη. Δεν κατακρίνω τον τρόπο με τον οποίο κάναμε ταινίες στην Ελλάδα, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος. Βρίσκω πολύ δύσκολο να διατηρήσω κάποια από τα πράγματα που έμαθα κάνοντας κινηματογράφο στην Ελλάδα σε περιβάλλοντα πολύ πιο καλά δομημένα, πιο επαγγελματικά. Παλεύω να βρω αυτόν τον αυθορμητισμό, αυτή τη γενναιοδωρία. Λέγοντας όλα αυτά βέβαια, δεν βρίσκω νόημα πια να δουλεύω με τον ίδιο τρόπο που δούλευα όταν ξεκίνησα και σήμερα έχω περισσότερα μέσα ώστε να κάνω τις ταινίες που θέλω εργαζόμενος εκτός Ελλάδας και σε μια διαφορετική γλώσσα. Προφανώς αυτός είναι ο λόγος που το κάνω και σκοπεύω – για την ώρα – να εξακολουθώ να το κάνω».