Η ψήφιση των μέτρων Αρσένη, που αποτελούν τη νέα παρέμβαση της κυβέρνησης Σημίτη στον χώρο της Παιδείας, και η κινητοποίηση του κόσμου των δασκάλων και των καθηγητών μάς φέρνουν μπροστά σε έναν ακόμη ολοκληρωμένο κύκλο αστοχίας στο εκπαιδευτικό σύστημα.


Δεν θα κρίνω τα μέτρα Αρσένη. Εχουν ήδη κριθεί. Και έχουν μέσα τους το σπέρμα της αποτυχίας από το γεγονός και μόνο ότι και η σημερινή κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον κατ’ εξοχήν ευαίσθητο χώρο της Παιδείας με νοοτροπία αυταρχική και με λύσεις που δημιουργούν έντονες αναταράξεις γιατί δεν στηρίζονται στον διάλογο με αρμόδιους φορείς και επιστημονικούς κύκλους αλλά και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.


Δεν πρόκειται καν να επανέλθω στο δυσάρεστο φαινόμενο που και πάλι ζήσαμε: ο κάθε υπουργός Παιδείας που αναλαμβάνει να θεωρεί καθήκον του να ταυτιστισθεί με μια μεταρρύθμιση. Στα 23 χρόνια της Μεταπολίτευσης, το εκπαιδευτικό σύστημα χρειάστηκε να απορροφήσει επτά τουλάχιστον βασικές μεταρρυθμίσεις στη Μέση, Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση, πολύ δε περισσότερες ενδιάμεσες παρεμβάσεις που οι περισσότερες αυτοκαταργήθηκαν ή ούτε καν ξεκίνησαν να εφαρμόζονται, με θύματα πάντοτε τους μαθητές. Τα περισσότερα παιδιά έχουν δει να αλλάζει τουλάχιστον τρεις φορές το σύστημα γύρω από το οποίο καλούνται να προσαρμόσουν και να οργανώσουν την πορεία τους στον χώρο της Παιδείας ­ προσέγγιση στα μαθήματα, μέθοδος και περιεχόμενο της ύλης, εξετάσεις, πρόσβαση στις βαθμίδες ­ που, μην το ξεχνούμε, είναι βασική συνιστώσα της δικής τους ζωής.


Εκείνο που θέλω να επισημάνω είναι ότι, για μιαν ακόμη φορά, η επικέντρωση της προσοχής στα θέματα προστριβής και αντιπαράθεσης υπουργείου / υπουργού Παιδείας και συνδικαλιστών / «κοινής γνώμης» των εκπαιδευτικών, που τη φορά αυτή ήταν κατά κύριο λόγο η κατάργηση της επετηρίδας και η έννοια και οι διαδικασίες αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, κρύβει τις βαθύτερες αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Και ­ ειλικρινά πιστεύω ότι πρέπει να το δούμε κατάματα ­ η μεγάλη αδυναμία από την οποία πάσχει το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αφέθηκε να διαμορφωθεί στην πράξη μέσα από αυτό το πλέγμα των διαδοχικών παρεμβάσεων στην Παιδεία, είναι η ανισότητα στην παρεχομένη εκπαίδευση. Είναι κάτι που είχα προσπαθήσει να αναδείξω όταν είχα την ευθύνη του υπουργείου Παιδείας, και που διαρκώς επιδεινώνεται. Πρόκειται δε, για τραγική ειρωνεία, μια σειρά παρεμβάσεων στην Παιδεία με πολιτικό πρόταγμα την αναζήτηση της ισότητας να έχει καταλήξει σε ουσιαστική ανισότητα στην παρεχόμενη εκπαίδευση. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε αυτή την ανισότητα και, φυσικά, να την αντιμετωπίσουμε.


Η ανισότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι εγγενής στο σύστημα. Δεν είναι λογικό να περιμένουμε την ίδια εκπαίδευση σε μια απομακρυσμένη ορεινή περιοχή και στο Πρότυπο Σχολείο ενός μεγάλου αστικού κέντρου. Καθώς όμως η διαχείριση της Παιδείας τα χρόνια που πέρασαν υπέσκαψε την ίδια την ποιότητα των εκπαιδευτικών, δυναμίτισε το πάθος για δουλειά και το ενδιαφέρον και την πρωτοβουλία του δασκάλου ή του καθηγητή, ανέπτυξε αντανακλαστικά αποστασιοποίησης αν όχι παραίτησης ­ για όλους αυτούς τους λόγους, περισσότερο παρά ποτέ, η παρεχόμενη κάθε φορά στην κάθε τάξη εκπαίδευση εξαρτάται από τις ποιότητες που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ο εκπαιδευτικός και από τη δυναμική που έχει δημιουργηθεί στο συγκεκριμένο σχολείο.


Αυτή η ουσιαστική ανισότητα μας είχε απασχολήσει ήδη από τον καιρό που είχα την ευθύνη του υπουργείου Παιδείας. Και είχε, τότε, υπάρξει ένας σχεδιασμός για την ένταξη στον κυρίως κορμό της εκπαίδευσης της διδασκαλίας μεγάλου μέρους της ύλης στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο γύρω από έναν πυρήνα που θα σχημάτιζαν οι παραδόσεις μαθημάτων με βιντοκασέτες. Ποια η λογική; Οχι μόνο σε πρόδηλα προσφερόμενες για μια τέτοια προσέγγιση θεματικές κατευθύνσεις ­ όπως η ιστορία ή η γεωγραφία ­ αλλά κα σε κλάδους όπως η φυσική ή τα μαθηματικά, θα παραγόταν, με βάση την καλύτερη τεχνογνωσία που διατίθεται στον εξειδικευμένο (ιδίως τώρα) χώρο των οπτικοακουστικών μέσων, μια σειρά από κασέτες / μαθήματα. Με εξασφάλιση μιας τηλεόρασης και ενός βίντεο σε κάθε σχολική τάξη, ο καθηγητής και οι μαθητές θα είχαν στη διάθεσή τους, ανάλογα με την πρόοδο της ύλης, μια εικοσάλεπτη κασέτα που θα κάλυπτε το τμήμα αυτό της ύλης ­ σε επίπεδο εξ ορισμού ίσο σε όλη την επικράτεια, σε όλα τα σχολεία, σε όλες τις τάξεις. Ασφαλώς και πάλι δεν μιλούμε για απόλυτα ίση ποιότητα της παρεχομένης εκπαίδευσης, όμως και ένα μεγάλο βήμα θα είχε γίνει και προπαντός κάποια minima θα είχαν εξασφαλισθεί. Περιοριστήκαμε τότε στη χρησιμοποίηση σε αρκετά μεγάλη κλίμακα της εκπαιδευτικής τηλεόρασης στο πλαίσιο της ΕΡΤ, που όμως από την ίδια τη φύση της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες.


Από τότε, βέβαια, κύλησε πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα. Το θέμα της χρήσης οπτικοακουστικών μέσων στην εκπαίδευση ήρθε στο κέντρο της προσοχής, σε διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Πληροφοριών / Information Society και με τη χρήση πλέον κομπιούτερ και τεχνολογιών αλληλεπίδρασης / interactive (και στο κέντρο των προτεραιοτήτων των τεχνολογικών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πράγμα που ενδιαφέρει καθώς συμπροσκομίζει το δέλεαρ των επιδοτήσεων). Υπήρξαν προσπάθειες στο πιο προχωρημένο αυτό επίπεδο ­ και τεχνολογικά σαγηνευτικό, και με τη λάμψη της διεθνούς διασύνδεσης ­ να παραχθούν σε πιλοτική βάση υλικά κυρίως από το Ιδρυμα Μελετών Λαμπράκη1, που μάλιστα κάποια στιγμή έδειχνε να συγκεντρώνει ευρύτερη υποστήριξη.


Οση όμως δραστηριοποίηση και αν υπάρξει σε παρόμοια επίπεδα, μόνο με μια συνειδητά γενικευμένη εισαγωγή της προσέγγισης διδασκαλίας με βάση (α) δοκιμασμένα, (β) απλά και εύχρηστα, (γ) κατάλληλα για ευρεία χρήση οπτικοακουστικά εκπαιδευτικά βοηθήματα / πυρήνες διδασκαλίας μπορεί να επιδιωχθεί αυτό που θεωρούμε κεντρικό αίτημα: πραγματική ισότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ασφαλώς δε κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την εισαγωγή αυτού του συστήματος με πολιτική απόφαση και ευθέως στο κέντρο της εκπαιδευτικής ζωής. Οι πιλοτικές δράσεις βοηθούν, δεν αρκούν.


Οταν το είχαμε αντιμετωπίσει για πρώτη φορά, και οι μέθοδοι ήταν λιγότερο δοκιμασμένες αλλά και το κόστος ήταν απαγορευτικό. Σήμερα το κόστος μιας τηλεόρασης και ενός απλού βίντεο ­ χωρίς δυνατότητα εγγραφής ­ έχει πέσει σε κλάσμα των τότε επιπέδων. Η ανάλυση που προηγήθηκε θα ήταν περισσότερο διαφωτιστική αν υπήρχε εκτίμηση του συνολικού κόστους που απαιτείται. Δυστυχώς, παρά τις επίμονες προσπάθειές μου, δεν κατέστη δυνατό να πληροφορηθώ από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας αλλά και από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων το σύνολο των σχολικών αιθουσών που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των Γυμνασίων / Λυκείων σε όλη τη χώρα. Εκτιμώ πάντως ότι το ύψος της επενδύσεως είναι απόλυτα συμβατό με εκείνα που συζητούνται, π.χ. στο πλαίσιο της απορρόφησης πόρων του Β’ ΚΠΣ για την εκπαίδευση. (Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το ποσοστό απορρόφησης κονδυλίων από το Β’ ΚΠΣ για το 1996 ήταν 18% και 20% για το 1997). Ασφαλώς σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί η παραγωγή των κασετών / βοηθημάτων στο απαιτούμενο πολύ υψηλό επίπεδο: όπως ήδη σημειώθηκε, η διεθνής εμπειρία αλλά και η εγχώρια τεχνογνωσία έχουν κάνει τεράστια πρόοδο την τελευταία ιδίως δεκαετία.


Αυτή ακριβώς η τεχνογνωσία έδειξε και κάτι άλλο: ότι οι παλιότεροι φόβοι και δισταγμοί, ότι ο δάσκαλος σε μια παρόμοια περίπτωση διδασκαλίας με βάση οπτικοακουστικό υλικό θα κινδύνευε να περιθωριοποιηθεί, ή να συναντήσει δυσκολίες προσαρμογής που θα οδηγούσαν σε απο-στράτευση και αποπροσωποποίηση και συνεπώς σε εμπλοκές της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αποδείχθηκαν φόβοι ανεδαφικοί. Οχι μόνον ο δάσκαλος δεν φεύγει από το επίκεντρο, αλλά αποκτά καινούργιο ρόλο, βοηθείται να προχωρήσει περισσότερο ­ και να ωθήσει την τάξη σε εξερεύνηση της ύλης, σε αναβαθμισμένη μάθηση.


Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει μέσα από τη συλλογιστική αυτή είναι: «Και γιατί όχι άλμα στην επόμενη φάση; Στα αμφίδρομα οπτικοακουστικά μέσα; Στον κομπιούτερ σε κάθε τάξη;». Υπάρχουν τρεις απαντήσεις, εκ των οποίων μόνον η πρώτη αφορά το κόστος. Για ευρεία χρήση, με αξιοπιστία χρήσης, κοστίζει και η υποδομή και η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών (που όμως κοστίζει πολύ σε χρόνο…) Η δεύτερη και κυριότερη αφορά την πολλαπλή εξοικείωση ­ του δασκάλου και των μαθητών ­ που χρειάζεται και με τον δίαυλο (τον κομπιούτερ) και με τη λογική της διδασκαλίας της κυρίως ύλης μέσω αυτού. Ωραίο είναι να λέμε ότι θα εκτοξεύσουμε την Ελλάδα απευθείας στο αύριο, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα πειραματισμού με μια ολόκληρη γενιά. Σκοπός της λύσης που εμείς προτείνουμε είναι, θυμίζουμε, η πρακτική ισότητα στην παρεχόμενη εκπαίδευση. Οχι η δημιουργία νέων ανισοτήτων εν ονόματι μιας θεωρητικής ισότητας. Αφού ξεκινήσει με απλές, ευπρόσιτες σε κάθε διδάσκοντα και κάθε μαθητή μορφές οπτικοακουστικών, η εξοικείωση με μια νέα λογική διδασκαλίας μπορεί ύστερα να προχωρήσει, με όσο γρήγορους ρυθμούς δέχεται η πράξη, η μετάβαση από την τηλεόραση στον κομπιούτερ, από το βίντεο στο CD-ROM.


Ο τρίτος λόγος είναι ότι χάσαμε τουλάχιστον μια δεκαετία χωρίς να εκμεταλλευθούμε τα οπτικοακουστικά εκπαιδευτικά βοηθήματα για την επίτευξη της πραγματικής ισότητας στην εκπαίδευση. Δεν θα ήταν πολιτικά υπεύθυνο να χαθεί άλλη μια δεκαετία επιδιώκοντας λύσεις μέλλοντος, όταν πρέπει να βοηθήσουμε το παρόν.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της ΝΔ και πρώην υπουργός Παιδείας.


(1) Σημ. Συντάξεως: Το Ιδρυμα Μελετών Λαμπράκη (ΙΜΛ), με στόχο τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και τη δικαιότερη κατανομή της παρεχόμενης γνώσης, παρήγαγε σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και έχει ως τώρα αποστείλει, σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας, 40 εκπαιδευτικά βίντεο (για την Αρχαία Ιστορία, τη Βυζαντινή Ιστορία, την Αστρονομία, τη Βιολογία και τη Χημεία) σε 1.000 δημόσια γυμνάσια και λύκεια· τρία CD-ROMs, δύο για το Βυζάντιο και ένα για την εξοικονόμηση ενέργειας, που αξιολογούνται σε πιλοτικό δείγμα σχολείων. Για τα βίντεο και ιδιαίτερα για τα CD-ROMs έχει εκδηλωθεί ζωηρό ενδιαφέρον και από την εκπαιδευτική κοινότητα της Ευρώπης και της Αμερικής.


Το ΙΜΛ σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας έχει επιμορφώσει εκπαιδευτικούς με Ημερίδες σε όλη την Ελλάδα. Ως τώρα έχουν παρακολουθήσει τα επιμορφωτικά προγράμματά του 1.000 περίπου εκπαιδευτικοί. Επίσης συμμετέχει στα σημαντικότερα καινοτομικά ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα που αφορούν τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις νέες τάσεις στην εκπαίδευση έχοντας εξασφαλίσει την αναγνώριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κυριοτέρων διεθνών εκπαιδευτικών οργανισμών και φορέων. Παράδειγμα: έχει ανατεθεί στο ΙΜΛ ο συντονισμός του ευρωπαϊκού έργου Trends για την εξ αποστάσεως επιμόρφωση μέσα στα σχολεία τους. Στις 17-19 Σεπτεμβρίου το Ιδρυμα οργανώνει το 2ο Διεθνές Συνέδριο «Open Classroom» στην Κρήτη, με συμμετοχή εκπαιδευτικών και μαθητών από σχολεία της Κρήτης που θα συνδεθούν στο Internet και θα συμμετάσχουν σε πειραματικές τηλεδιασκέψεις.


* Λεπτομέρειες για το συνέδριο στη σελίδα Α59