Τη δημόσια συζήτηση απασχολεί ήδη και θα απασχολήσει ολοένα και περισσότερο τους επόμενους μήνες το ζήτημα της πορείας της ελληνικής οικονομίας μετά την τυπικά προβλεπόμενη λήξη του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής («Μνημονίου») τον Αύγουστο του 2018. Η επόμενη ημέρα θα βρει την ελληνική οικονομία να έχει εξορθολογήσει τα δημόσια οικονομικά της και να έχει προωθήσει έναν σημαντικό αριθμό μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα όμως η οικονομία δεν φαίνεται να έχει οριστικά τροχοδρομηθεί στις ράγες μιας ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενώ ακόμη εκκρεμεί μια σειρά αναγκαίων θεσμικών και διαρθρωτικών αλλαγών. Θεωρούμε κρίσιμο να προσεγγίσουμε την επόμενη ημέρα χωρίς ψευδαισθήσεις που μπορεί να αποβούν (για ακόμη μία φορά) καταστροφικές.
Είναι σαφές ότι το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ περιορίζει σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της και ακόμη περισσότερο της ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο). Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Επομένως, η εξωτερική επιτήρηση της Ελλάδας που μόλις πρόσφατα βρέθηκε στα πρόθυρα μιας άτακτης χρεοκοπίας δεν πρόκειται να διακοπεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκτός τούτου οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης (βλέπε σχετικά τις τακτικές Post-Programme Surveillance Reports της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πορτογαλία). Ετσι, ακόμη και μια «καθαρή» έξοδος στις αγορές δεν συνεπάγεται και έξοδο από κάθε επιτήρηση.
Είναι προφανές λοιπόν ότι μια προληπτική γραμμή στήριξης και ακόμη περισσότερο τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους θα συνοδεύονται από οικονομική εποπτεία. Υπενθυμίζουμε ακόμη ότι δεσμευτήκαμε πρόσφατα για φορολογικά μέτρα και αλλαγές στο Ασφαλιστικό της τάξης του 2% του ΑΕΠ για το 2019 και το 2020 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ ως το 2022. Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% ως το 2060!
Οι τεχνικές πτυχές είναι δυσνόητες, π.χ. αν σε περίπτωση που αποκλίνουμε από τους στόχους, θα απαιτηθεί μία από τις προβλεπόμενες προληπτικές γραμμές στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) με τους όρους που τις συνοδεύουν. Ωστόσο, αν και η Ελλάδα εμφανίζεται υποχρεωμένη να βαδίσει στο στενό μονοπάτι της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, μπορεί μετά το 2018 να πετύχει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας (φορολογική πολιτική, κοινωνική πολιτική, κ.ά.) συγκριτικά με τον σημερινό ασφυκτικό έλεγχο των θεσμών. Το θέμα είναι υπό ποιες προϋποθέσεις θα έχει μεγαλύτερη ελευθερία και αν θα την αξιοποιήσει σωστά.
Οσον αφορά τις οικονομικές προϋποθέσεις, είναι προφανές ότι πολλά θα εξαρτηθούν, πρώτον, από την κατάσταση στην αφετηρία, αν δηλαδή θα έχουν ολοκληρωθεί με επιτυχία η τρίτη και οι επόμενες αξιολογήσεις. Τα περιθώρια ελευθερίας θα εξαρτηθούν επίσης από την ικανότητα της κυβέρνησης να διαπραγματευθεί μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, ας πούμε στο 2% του ΑΕΠ, ώστε να διευρύνει τον λεγόμενο «δημοσιονομικό χώρο» για μείωση των φόρων. Η τελευταία με τη σειρά της προϋποθέτει ότι η οικονομική πολιτική ανακτά την αξιοπιστία της. Και αυτό πάλι θα συμβεί αν η κυβέρνηση τολμήσει γενναίες μεταρρυθμίσεις.
Στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης της επόμενης ημέρας τα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Η χώρα μας έχει μακρά παράδοση μακροοικονομικού λαϊκισμού, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις (αλλά και αντιπολιτεύσεις) να προσαρμόζουν τις θέσεις τους περισσότερο στον πολιτικό κύκλο και να μην αναλαμβάνουν το κόστος αλλαγών, παρά στις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας. Ακόμη και οι προσεκτικές διατυπώσεις του Κ. Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη ενεργοποίησαν παλαιοκομματικά ανακλαστικά προϊδεάζοντας για το τι περιμένει μια κυβέρνηση της ΝΔ. Επίσης, στην κυβερνητική πλευρά σήμερα, ήδη οι πρώτες δειλές αναφορές της στο «μέρισμα της ανάπτυξης» (την οποία ακόμη δεν έχουμε δει) και η δυστοκία της στον τομέα των μεταρρυθμίσεων αποτελούν ανησυχητικές ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο κάποια τουλάχιστον στελέχη της αντιλαμβάνονται το τέλος των «μνημονίων». Ορισμένα στελέχη μάλιστα καλλιεργούν τη νέα αυταπάτη ότι τότε θα «ανοίξουν οι κάνουλες» (κατά την αυθόρμητη δήλωση του κ. Φλαμπουράρη).
Η επόμενη ημέρα δεν θα μοιάζει με μήνα του μέλιτος. Θα απαιτηθεί πρώτιστα μια πολιτική ηγεσία που θα κλείσει τα αφτιά της στις «σειρήνες» του λαϊκισμού και θα αντιμετωπίσει τις αντιστάσεις του παλαιοκομματισμού και των ομάδων συμφερόντων. Μόνον έτσι θα διαφυλαχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και θα εφαρμοσθεί ένα εθνικό πρόγραμμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων ώστε να κεφαλαιοποιηθούν, αντί να σπαταληθούν, οι πολύχρονες θυσίες των ελλήνων πολιτών και να επιτευχθούν συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Ο κ. Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος και υπ. διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ