Σκοπός μου στο άρθρο αυτό είναι ν’ απαντήσω με τον δικό μου τρόπο στα εύστοχα ερωτήματα που έθεσαν οι καλοί συνάδελφοι Αποστόλης Φιλιππόπουλος και Γιώργος Οικονομίδης. Θεωρώ ότι έθεσαν μερικά απ’ τα σωστά ερωτήματα και μόνον γι’ αυτό τους αξίζουν θερμά συγχαρητήρια σε μια εποχή στην οποία ο καθένας λέει περίπου το μακρύ του και το κοντό του. Ως προς τις απαντήσεις που δίνουν διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις

Πρώτο ερώτημα: Τι είναι αυτό που προκάλεσε την οικονομική κρίση στη χώρα μας; Η κρίση στη χώρα μας ήταν απότοκο της τεράστιας πιστωτικής επέκτασης που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Με την πολιτική του φτηνού χρήματος πολλές επιχειρήσεις δανείστηκαν για να επενδύσουν σε σχέδια τα οποία δεν δικαιολογούνταν με βάση τις πραγματικές αποδόσεις τους.
Δεύτερο ερώτημα: ήταν δυνατό να προβλεφθεί τη δεκαετία του 2000 αυτό που τελικά έγινε το 2009; Φυσικά. Η πιστωτική επέκταση και το φθηνό χρήμα έχουν επιπτώσεις που αναλύθηκαν ήδη από το 1920 από τον von Mises. Την αλόγιστη πιστωτική επέκταση και το φτηνό χρήμα αναπόφευκτα ακολουθούν μια ύφεση σκοπός της οποίας είναι να ρευστοποιηθούν οι μη κερδοφόρες επενδύσεις.
Τρίτο ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν, από το 2009 και μετά, τα παραπάνω δύο ελλείμματα δεν χρηματοδοτούνταν από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ; Η οικονομία θα προσαρμοζόταν όπως προσαρμόζεται και σήμερα για να βρει μια νέα ισορροπία. Πρωτίστως έπρεπε να είχε υπάρξει η πρόνοια για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων και του ώριμου χρέους με ρήτρες ανάπτυξης. Υπάρχουν ανάλογα ιστορικά προηγούμενα της Ελλάδας, της Γερμανίας και της Αργεντινής. Επιπλέον, η διάσωση (bail out) δεν έπρεπε να αφορά αποκλειστικά τον τραπεζικό τομέα. Οι τράπεζες είναι κι’ αυτές ιδιωτικές επιχειρήσεις που κλείνουν όταν προβαίνουν σε λανθασμένες επενδυτικές επιλογές.
Τέταρτο ερώτημα: με δεδομένα τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί το 2009, έγινε το καλύτερο δυνατό; Όχι. Η ΕΚΤ συνεχίζει να μειώνει τα επιτόκια και να επιμένει ακόμη και σήμερα στην πολιτική φτηνού χρήματος ενώ φαίνεται ότι σκέφτεται να επαναφέρει στο προσκήνιο τις ξεπερασμένες Κεϋνσιανές συνταγές του παρελθόντος.
Πέμπτο ερώτημα: είναι τελικά καλή ιδέα το ενιαίο νόμισμα (ευρώ); Είτε είχαμε σταθερές ισοτιμίες είτε κοινό νόμισμα τα αποτελέσματα θα ήταν τα ίδια. Μετά την
πολιτική των ΜΟΠ ο ευρωπαϊκός νότος θα έπρεπε να είναι σε θέση να μην είναι επιρρεπής σε «ασύμμετρες διαταραχές» κ.λπ. Προφανώς οι κυβερνήσεις διαχειρίσθηκαν τα κεφάλαια των ΜΟΠ με απαράδεκτο τρόπο. Αφ’ ετέρου το επιχείρημα των «ασύμμετρων διαταραχών» ισχύει σε οικονομίες που δεν έχουν ενοποιηθεί στον βαθμό που θα έπρεπε. Αυτό όμως έπρεπε να είχε αρχίσει να γίνεται από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του ’80.
Έκτο ερώτημα: υπάρχουν, σήμερα, εύκολες λύσεις; « Όπως είπαμε, η ευημερία της δεκαετίας του 2000 ήταν εικονική και στηρίχθηκε στη φούσκα του δανεισμού». Αρκεί λοιπόν να σπάσει η φούσκα αυτή. Αλλά σ’ αυτή την κρίσιμη πρόταση οι κκ. Φιλιππόπουλος και Οικονομίδης δεν δίνουν την απαραίτητη σημασία σαν αιτία της συνεχιζόμενης κρίσης και όχι σαν μιας ατυχούς συγκυρίας της κρίσης η οποία οφείλεται κατά την άποψή τους σ’ άλλους λόγους.
Έβδομο ερώτημα: μπορεί η οικονομική πολιτική να βοηθήσει σε αυτή τη συγκυρία; Όχι. Κατ’ αρχάς δεν έχουμε συγκυρία αλλά μια ολόκληρη ιστορική περίοδο κρίσης που χαρακτηρίζεται από μια γιγάντια συσσώρευση κεφαλαίου που τώρα αρχίζει να καταστρέφεται (όπως θα έπρεπε). Η εμπειρία δείχνει ότι ο κρατικός παρεμβατισμός τείνει να κάνει τα πράγματα χειρότερα και να επιδεινώνει μια ύφεση μετατρέποντάς την σε κρίση τη στιγμή που η οικονομία θα μπορούσε από μόνη της να βρει τον δρόμο της. Κάθε δημοσιονομική πολιτική είναι παντού και πάντα λανθασμένη και επιβλαβής και δεν λειτουργεί με τον τρόπο που αναλύεται στα εγχειρίδια ή στα άρθρα.
Όγδοο ερώτημα: χρειάζεται αυτή τη δύσκολη ώρα (της βαθειάς ύφεσης) η δημοσιονομική σταθεροποίηση; «Πριν είναι πολύ αργά, οι πολιτικοί ηγέτες μας επιβάλλεται να συζητήσουν και να συμφωνήσουν σε αυτά τα βασικά θέματα.» Αυτό είναι ακριβώς το μόνο το οποίο δεν χρειάζεται. Οι πολιτικοί έχουν τη δική τους λογική η οποία συνοψίζεται στην επανεκλογή τους και στο ποιος θα πει τα καλλίτερα ψέματα. Δυστυχώς κανείς δεν μπορεί ν’ ασκήσει σωστή δημοσιονομική πολιτική όπως ακριβώς κανείς δεν μπορεί ν’ ασκήσει σωστό κρατικό σχεδιασμό σε μια σοσιαλιστική οικονομία. «Σωστή δημοσιονομική πολιτική», δυστυχώς, παντού και πάντα σήμαινε και σημαίνει πλήρης ελευθερία των πολιτικών να δαπανούν όπως επιθυμούν.
«Ποια είναι τα πιο ουσιαστικά εμπόδια; Όπως μας λέει και η εμπειρία άλλων χωρών, η έλλειψη υγιών θεσμών και η άρνηση της πραγματικότητας. […] Με άλλα λόγια χωρίς κοινωνικό κεφάλαιο, δεν θα υπάρξουν επενδύσεις, και άρα ανάπτυξη και απασχόληση.» Η επισήμανση έχει γίνει πάμπολλες φορές αλλά τι σημαίνει έλλειψη υγιών θεσμών; Κανείς δεν το διευκρινίζει. Κατά την άποψή μου, έλλειψη υγιών θεσμών σημαίνει ανυπαρξία αγορών και έλλειψη υγιών μη-κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων. Τελικά, σημαίνει έλλειψη ενός υγιούς ιδιωτικού τομέα ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε στην Ελλάδα, με ελάχιστες φυσικά εξαιρέσεις.
Θα θέσω με την ευκαιρία κι’ ένα δικό μου ένατο ερώτημα: «Είναι πολιτική το να μην κάνεις πολιτική;» Τις περισσότερες φορές είναι η καλλίτερη πολιτική γιατί οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι δεν γνωρίζουμε πως θα αντιδράσει η οικονομία στις πολιτικές μας. Είμαι βέβαιος ότι οι κκ. Φιλιππόπουλος και Οικονομίδης το γνωρίζουν πολύ καλά. Πως, επομένως, «στοχευμένα» και «μεθοδικά» θ’ ασκηθεί «σωστή δημοσιονομική πολιτική»; Μια λύση προς την σωστή κατεύθυνση, πιστεύω πως είναι η αποφασιστική μείωση του συνολικού φορολογικού βάρους και η απλοποίηση των σχετικών γραφειοκρατικών διαδικασιών. Τα τελικά φορολογικά έσοδα του κράτους θα είναι μεγαλύτερα, μέσω της αυξημένης ζήτησης και με τον τρόπο αυτό η εξυπηρέτηση του χρέους, ακόμη και στα σημερινά επίπεδα, θα γίνει ευκολότερη.
Τι δέον γενέσθαι, λοιπόν; Νομίζω ότι δεν έχουν χαθεί τα πάντα και ακόμη μπορούμε να δώσουμε έμφαση στην παιδεία μας και στον σχηματισμό ανθρώπινου κεφαλαίου. Η κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για την Ελλάδα ν’ αναδείξει, αν έχει, νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα και ν’ ανοιχθεί ξανά στις ξένες αγορές. Αν, ωστόσο, συνεχίζει να επικρέμεται επί των κεφαλών μας η Δαμόκλειος σπάθη των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», του τεράστιου χρέους, της θρησκευτικής ευλάβειας στην αποπληρωμή του και της τρόϊκας, τότε πραγματικά δεν έχουμε καμιά ελπίδα. Οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που μας επέβαλλε η ΕΕ και το ΔΝΤ αποσκοπούσαν στη διάσωση του ευρώ και όχι στη δική μας διάσωση. Σκοπός τους ήταν η διάσωση των εμπορικών τραπεζών που αποτελούν τους πυλώνες της μονοκρατορίας της ΕΚΤ που (είτε το θέλουμε είτε όχι) αποτελεί σοβιετικό θεσμό.
«Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η αύξηση των μη παραγωγικών δημοσίων δαπανών. Προφανώς, τονώνουν τη ζήτηση βραχυχρόνια και έτσι βοηθούν. Όμως, σε αυτή την συγκυρία που είμαστε, θα οδηγούσαν σε περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους, του φόβου εθνικής χρεωκοπίας και άρα και των επιτοκίων γενικότερα». Βεβαίως συμφωνώ με την διαπίστωση όπως συμφωνώ και με την αρχή ότι η δημοσιονομική πολιτική εν γένει έχει μόνον βραχυχρόνια αποτελέσματα. Γι’ αυτό ακριβώς παραπάνω τόνισα ότι χωρίς ρήτρες ανάπτυξης και περαιτέρω κούρεμα του χρέους δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Θεωρώ ανακριβές ότι «ένα προσεκτικά σχεδιασμένο μείγμα οικονομικής πολιτικής μπορεί να βοηθήσει την ανάπτυξη ακόμα και αν ταυτόχρονα σταθεροποιεί το δημόσιο χρέος». Δεν υπάρχει «προσεκτική» πολιτική της οποίας να γνωρίζουμε επακριβώς τ’ αποτελέσματα. Δεν υπάρχει μείγμα πολιτικής που να σταθεροποιεί ταυτόχρονα το χρέος (που δεν είναι βιώσιμο) και να εξασφαλίζει ανάπτυξη. Η ανάπτυξη είναι έργο του ιδιωτικού τομέα ο οποίος σήμερα βρίσκεται σε πλήρη διάλυση και έχει, συν τοις άλλοις, ν’ αντιμετωπίσει την αλλοπρόσαλλη φορολογική πολιτική.
Φυσικά, απ’ το 2009 έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Συζητήσεις που έπρεπε να είχαμε κάνει τότε με τους εταίρους μας επανέρχονται σήμερα στην ημερήσια διάταξη, πράγμα που δείχνει αδυναμία να σκεφτούμε τα στοιχειώδη. Μέσα σ’ επτά
χρόνια η Ελλάδα έχει χάσει το 30% του ΑΕΠ της και η ανεργία είναι στα ύψη. Δυστυχώς αυτή είναι η προσαρμογή της οικονομίας προς μια νέα ισορροπία στην οποία οδήγησαν, εν τέλει, τα χαμηλά επιτόκια που επιβλήθηκαν και οδήγησαν στον τερατώδη δανεισμό απ’ το 2000 και εντεύθεν. Αλλά δεν φταίει μόνον αυτό. Φταίει και η εμμονή στην ίδια ακριβώς πολιτική που επιμένει να διατηρεί χαμηλά τα επιτόκια. Είναι ακριβώς η πολιτική αυτή που ευθύνεται για τον σημερινό «αποπληθωρισμό» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με την πτώση της προσφοράς ειδικά στον Νότο.
Ας θέσουμε και το κρίσιμο δέκατο ερώτημα: τι δέον γενέσθαι με την ανθρωπιστική κρίση; Με πλήρη επίγνωση των όσων ανέφερα περί δημοσιονομικής πολιτικής, θεωρώ ότι χρειάζεται μια επανεκκίνηση της οικονομίας από το κράτος εφόσον δεν υπάρχει υγιής ιδιωτικός τομέας, ακόμη. Αυτό έγινε σ’ όλες τις μεγάλες κρίσεις της ιστορίας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αν αυτό δεν γίνει με κεφάλαια των τραπεζών ή της ΕΕ θα πρέπει να γίνει από το πρωτογενές πλεόνασμα αφήνοντας κατά μέρος τα ιδεολογήματα περί αποπληρωμής του χρέους με θρησκευτική ευλάβεια, διατηρώντας φυσικά αναπτυξιακές ρήτρες και αναγνώριση των μέτρων της τρόικας ως αυτό που είναι πραγματικά: Ένας ζουρλομανδύας που έχει επιβληθεί από τους πάνσοφους ιθύνοντες της ΕΚΤ και του ΔΝΤ -το οποίο, παρεμπιπτόντως, αρχίζει ν’ αναγνωρίζει το λανθασμένο των μέτρων που μας επιβλήθηκαν.
Φυσικά με τον όρο «επανεκκίνηση της οικονομίας» διαφορετικά κόμματα ή ειδήμονες εννοούν διαφορετικά πράγματα. Πάντως είναι σαφές ότι ειδικές περιστάσεις απαιτούν και ειδικά μέτρα και δεν έχει κανένα νόημα να έχουμε ιδεοληψίες ή εμμονές, είτε νεοφιλελεύθερες είτε νεοκλασσικές είτε Κευνσιανές. Μια επανεκκίνηση απαιτεί Κευνσιανού τύπου μέτρα αρκεί να δημιουργεί θεσμούς και αγορές ώστε να λειτουργήσουν αργότερα οι νεοκλασσικές θεωρητικές προβλέψεις -που κι’ αυτές στηρίζονται βέβαια στις δικές τους ιδεοληψίες και αφαιρέσεις.
Τέλος, για να παραφράσω κι’ εγώ τον Σολωμό κι’ Αναγνωστάκη «αληθές είναι ότι δεν είναι ψευδές» και το κριτήριο της αλήθειας βρίσκεται στην απτή πραγματικότητα.
*O κ. Ευθύμιος Γ. Τσιώνας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών