Το Βήμα, The New York Times
Πρόσφατα ο γερουσιαστής Ραντ Πολ, πιθανός προεδρικός υποψήφιος και αυτό – χαρακτηριζόμενος ειδικός σε θέματα οικονομίας, έδωσε συνέντευξη στο Bloomberg Businessweek. Δεν πήγε πολύ καλά. Για παράδειγμα ο Πολ αναφέρθηκε σε «ένα τρισ. δολάρια έλλειμμα τον χρόνο» στην Αμερική. Στην πραγματικότητα το έλλειμμα υπολογίζεται στα 642 δισ. το 2013 και υποχωρεί γρήγορα. Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή ήταν όταν τον ρώτησαν ποιόν θα επέλεγε για επικεφαλής της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (Fed) και εκείνος απάντησε τον Μίλτον Φρίντμαν – «δεν ανήκει στην αυστριακή σχολή σκέψης, αλλά θα τα κατάφερνε καλύτερα από εμάς».
Ο δημοσιογράφος τότε τον ενημέρωσε ευγενικά ότι ο Φρίντμαν – που αν ζούσε θα ήταν 101 ετών – είναι στην πραγματικότητα, νεκρός. Αλλά τί συνέβη στον ρόλο του Φρίντμαν ως ίνδαλμα της ελεύθερης αγοράς; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα λέει πολλά για το τί έχει συμβεί στον σύγχρονο συντηρητισμό. Και αυτό γιατί ο Φρίντμαν, που ήταν η προσωποποίηση της συντηρητικής οικονομικής σκέψης, έχει εξαφανιστεί από την δεξιά διαλεκτική. Ναι, πού και πού γίνεται κάποια αναφορά στο όνομά του και συνήθως δεν αφορά στη νομισματική του θεωρία. Αντίθετα ο Ραντ Πολ, στρέφεται σε διανοητές της αυστριακής σχολής σκέψης όπως ο Φρίντριχ Χάγιεκ, ενώ ο Πολ Ράιαν, ο ντε φάκτο πνευματικός ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων αντλεί την οικονομική του σκέψη από την Αϊν Ραντ.
Πώς συνέβη αυτό; Ο Φρίντμαν όπως φαίνεται ήταν πολύ ρεαλιστής για τη σύγχρονη Δεξιά, η οποία απορρίπτει την πραγματικότητα. Ένα τρόπος για να δει κανείς τον Φρίντμαν είναι ότι υπήρξε ο άνθρωπος που προσπάθησε να σώσει την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς από τον εαυτό της, προσφέροντας μία απάντηση στην προφανή ερώτηση: «Αν είναι ελεύθερες αγορές είναι τόσο σπουδαίες, τότε γιατί έχουμε τις υφέσεις;». Μέχρι τότε η απάντηση από τους πιο συντηρητικούς οικονομολόγους ήταν ότι οι υφέσεις εξυπηρετούν μία απαραίτητη λειτουργία και απλά θα έπρεπε να τις υπομένουμε.
Ο Χάγιεκ για παράδειγμα, υποστήριζε ότι «ίσως μπορούμε να αποτρέψουμε μία κρίση ελέγχοντας έγκαιρα την επέκταση» αλλά «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε προκειμένου να βγούμε από αυτή, πριν έρθει το φυσικό τέλος της». Τέτοιες δυσοίωνες απαντήσεις οδήγησαν πολλούς οικονομολόγους στην αγκαλιά του Τζον Μέιναρντ Κέινς. Ο Φρίντμαν, ωστόσο, έδωσε μία διαφορετική απάντηση. Έδειξε διατεθειμένος να υποχωρήσει ελαφρά και να παραδεχθεί ότι η παρέμβαση του κράτους ήταν απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί η ύφεση. Αλλά αυτή η παρέμβαση ήταν περιορισμένη: αυτό που χρειαζόσουν ήταν μία επαρκώς ενεργή Fed.
Συγκεκριμένα, υποστήριξε, ότι η Fed θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τη Μεγάλη Ύφεση – χωρίς να χρειάζονται νέα κυβερνητικά προγράμματα – αν είχε βοηθήσει τις τράπεζες που είχαν πρόβλημα και είχε παράσχει ρευστότητα στον τραπεζικό τομέα. Αυτό ήταν, όπως είπα, μία ρεαλιστική προσέγγιση (αν και μοιάζει λανθασμένη στη σημερινή συγκυρία). Αλλά ο ρεαλισμός δεν έχει καμία θέση στο σημερινό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα: τόσο ο Πολ όσο και ο Ράιαν επιτέθηκαν με μανία στον Μπεν Μπερνάνκι όταν απάντησε στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 , ακολουθώντας ακριβώς όσα είχε πει ο Φρίντμαν ότι έπρεπε να κάνει η Fed το 1930.
Όχι, δεν πλέκω το εγκώμιο του Φρίντμαν. Στην πραγματικότητα, θα έλεγα ότι η εμπειρία των τελευταίων 15 χρόνων, πρώτα στην Ιαπωνία και μετά στον δυτικό κόσμο, δείχνει ότι ο Κέινς είχε δίκαιο και ο Φρίντμαν άδικο όσον αφορά στην ικανότητα της χωρίς καμία κρατική παρέμβαση νομισματικής πολιτικής να αντιμετωπίζει τις κρίσεις. Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε μία πολύ πιο ενεργή κυβέρνηση από εκείνη που ο Φρίντμαν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει. Η ουσία είναι, ωστόσο, ότι ο σύγχρονος συντηρητισμός έχει κινηθεί τόσο προς τα δεξιά που δεν υπάρχει πλέον χώρος για μικρές υποχωρήσεις στην πραγματικότητα. Ο Φρίντμαν προσπάθησε να σώσει τον συντηρητισμό της ελεύθερης αγοράς από τον εαυτό του – αλλά οι ιδεολόγοι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν θέλουν να σωθούν.