Eχω την αίσθηση πως τελευταία δεν µιλάµε (και δεν γράφουµε) πια σε πρώτο πρόσωπο, καθώς τα περιθώρια προσωπικού λόγου έχουν αφάνταστα στενέψει, σε σηµείο κάποτε ασφυξίας. Τα στένεψε και τα στενεύει, εκτός των άλλων, η καθηµερινή βαβούρα (έντυπη και ηλεκτρονική) για το οικονοµικό και πολιτικό µας αδιέξοδο. Σε λίγο θα γίνουµε, αν δεν γίναµε κιόλας, θέλοντας και µη, φερέφωνά της, που κάποιοι (δικοί και ξένοι) τα διαχειρίζονται προφανώς µε το αζηµίωτο. Μ’ αυτούς τους όρους σκέφτοµαι πως ένας τρόπος αντίδρασης σ’ αυτόν τον εξανδραποδισµό της προσωπικής φωνής θα ήταν να διαλεγόµαστε (και να γράφουµε) εφεξής σε τρίτο πρόσωπο. Για να αποφύγουµε, όσο γίνεται, το σοβαροφανές προσωπείο, που έχει πια µεγάλη πέραση, σε όλους σχεδόν τους κρίσιµους τοµείς της δηµόσιας ζωής, αρχίζοντας από την εκπαίδευση.

Παράδειγµα οι πανελλαδικές εξετάσεις (κατ’ ουσίαν φροντιστηριακές), ειδικότερα στο (κοινό για όλες τις κατηγορίες υποψηφίων) «εξεταζόµενο µάθηµα», που κάποτε λεγόταν «Eκθεση Iδεών», ενώ εδώ και κάποια χρόνια φουσκώνοντας έγινε «Νεοελληνική Γλώσσα Γενικής Παιδείας». Ονοµασία προβληµατική σε δύο τουλάχιστον σηµεία: σύνταξης (που παραµένει αµφίβολη) και πραγµατολογίας (που ελέγχεται δυσνόητη, αν όχι ακατανόητη). ∆εν θα επιµείνω· είµαι όµως στη διάθεση των αρµοδίων για δηµόσια επί του θέµατος συζήτηση.

Στο φετινό πάντως πανελλήνιο αγώνισµα, έπεσε θέµα επίκαιρο, µοντέρνο και πιασάρικο. Οχι δεν πρόκειται για το κινητό τηλέφωνο, που έγινε τρίτο χέρι σε φορείς κάθε κατηγορίας και ηλικίας, από δύο έως εκατόν δύο ετών. Αλλά για κάτι παραπλήσιο: τεχνολογικώς, οικονοµικώς και χρηστικώς σπουδαιότερο. Πρόκειται για παγκόσµιας εµβέλειας πληροφορικό εργαλείο: το ∆ιαδίκτυο – απλοελληνιστί: Ιnternet.

Εύλογα λοιπόν εξεταστές, εξεταζόµενοι, δηµοσιογράφοι και δηµοσιογραφούντες φροντιστές κατά κανόνα ενθουσιάστηκαν.

Η εξέταση του συναρπαστικού αυτού θέµατος βασίστηκε (όπως γίνεται κάθε χρονιά) σε οµόθεµο, επώνυµο κείµενο, δηµοσιογραφικής τη φορά αυτή προέλευσης, γεγονός που επαύξησε τον ενδιάθετο ενθουσιασµό.

Μόνο που τα συστατικά και θεµατικά στοιχεία του αυθεντικού αυτού κειµένου πέρασαν στο εξεταστικό δοκίµιο (όπως πάντα) µε φειδώ: άφθονες παραλείψεις και περικοπές, οι οποίες παραµένουν αδήλωτες, αν εξαιρεθεί η εντός παρενθέσεως υστερόγραφη διασάφηση, που καταλήγει στη µαγική λέξη «διασκευή».

Στην προκειµένη πάντως περίπτωση παραλείπονται, κατά σειρά εξαφανίσεως: α) ο τίτλος του πρωτότυπου κειµένου, που είναι: «Οι γκρίνιες για το ∆ιαδίκτυο»· και β) η πηγή του και η ακριβής χρονολογία του, «Καθηµερινή», 27.09.2009. Αντ’ αυτού αποκαλύπτεται, στο τέλος µόνον, το όνοµα του συντάκτη (Πάσχος Μανδραβέλης) και επικαλύπτεται η συγκεκριµένη πηγή του αυθεντικού κειµένου µε τη φράση: «Από τον ηµερήσιο τύπο». Θα επιµείνω.

Πρώτη απορία: γιατί το υπό εξέταση διασκευασµένο κείµενο προβάλλεται ακέφαλο; Ενώ ο παραλειπόµενος τίτλος του αυθεντικού κειµένου προαναγγέλλει σαφώς τον βασικό τόνο του και προοικονοµεί την περιοδολογική του ανάπτυξη. Η λέξη «γκρίνιες» δηλαδή, προδηλώνει ανάλαφρη και ευτράπελη διάθεση, εναντίον κάθε σχολαστικής σοβαροφάνειας. Συνάµα µετριάζει εξαρχής το περιγραφικό και αποδεικτικό βάρος του προς εξέταση θέµατος, σύµφωνα µε τα καθιερωµένα πια ήθη του επαγγελµατικού δηµοσιογραφικού λόγου, ο οποίος αρέσκεται να χαριτολογεί.

Ετσι εξηγούνται ίσως κάποιες αβασάνιστες υπερβολές και απλουστεύσεις του. Λόγου χάριν τα αναγραφόµενα περί «κύµατος εκδηµοκρατισµού της γνώσης (γεωγραφικού και ταξικού)», όπου λαθραία εξισώνονται και θεµελιακής διαφοράς κατηγορίες, όπως είναι η γνώση και η πληροφορία. Ή τα περί αυτόµατης και ανέξοδης πρόσβασης πάντων και πασών στα µαθήµατα του ΜΙΤ, ή της διάσηµης πανεπιστηµιακής βιβλιοθήκης του Κέιµπριτζ. Που πάει να πει: εξονοµάζοντας εκ προοιµίου ο Πάσχος Μανδραβέλης «γκρίνιες» τις όποιες επιφυλάξεις ή και βασικές αντιρρήσεις για κάποιες παρενέργειες του ∆ιαδικτύου, κλείνει πονηρά το µάτι στον αναγνώστη, για να είναι ενήµερος ότι το προκείµενο, δεν έχει εξ ορισµού αξιώσεις αυστηρής πραγµατείας. Κάτι που µάλλον δεν το υποπτεύθηκαν οι εντεταλµένοι εξεταστές του υπουργείου Παιδείας.

Εξάλλου οι «γκρίνιες», που αποδείχνονται εν συνεχεία τρεις, ευνόησαν και την τριµερή διάταξη του πρωτότυπου κειµένου σε τρεις διακριτές παραγράφους: πρώτη, δεύτερη και τρίτη γκρίνια. Οι οποίες εκεί περιβάλλονται από µια εισαγωγή και ένα εκτενέστερο, συστηµατικό κάπως, κεφάλαιο, όπου ο τόνος πια σοβαρεύει.

Ολος αυτός ο συντακτικός σχεδιασµός του πρωτότυπου κειµένου πήγε περίπατο στην εξεταστική διασκευή του. Οι τρεις διαδοχικές γκρίνιες συνωστίζονται εδώ σε µια αδιαίρετη παράγραφο, ενώ το συµπερασµατικό µέρος έµεινε, µετά από το πετσόκοµµα, µόλις το ένα τρίτο. Συνεχίζεται. Ισως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ