Κάλεσμα στα «ελληνικά» κεφάλαια που εγκατέλειψαν λόγω φόβου τη χώρα να επιστρέψουν και να ανακαλύψουν τις επενδυτικές ευκαιρίες που κρύβονται σήμερα στην Ελλάδα απευθύνει ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Λεωνίδας Φραγκιαδάκης.
Μιλώντας στο «Βήμα» υποστηρίζει πως ακόμη και αν η Ελλάδα δεν ενταχθεί άμεσα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και αναβληθούν για μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος οι αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους, υπάρχουν προϋποθέσεις ανάκαμψης.
Οπως επισημαίνει σχετικά, μετά από τόσα χρόνια ύφεσης, σημαντικών διαρθρωτικών μεταβολών και μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής προσαρμογής, το ελατήριο της οικονομίας έχει συμπιεστεί πολύ και αρκεί μια αύρα αισιοδοξίας για την εκτόξευσή του.
Πρωταγωνιστικό ρόλο, σύμφωνα με τον ίδιο, στην επόμενη ημέρα θα παίξουν οι επιχειρήσεις που άντεξαν στην κρίση, επιδεικνύοντας μεγάλη ανθεκτικότητα, παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικράτησαν, αλλά και επενδυτικά σχήματα που θα πιστέψουν στις προοπτικές της χώρας και σε κλάδους όπως ο τουρισμός, ο αγροτοδιατροφικός και η ενέργεια.
Αναφερόμενος στο θέμα των «κόκκινων» δανείων, ο κ. Φραγκιαδάκης υποστηρίζει πως με τις τελευταίες παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο, οι τράπεζες έχουν όλα τα εργαλεία στη διάθεσή τους για να προχωρήσουν στην αποτελεσματική και ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος. Τέλος, επισημαίνει την ετοιμότητα της Εθνικής Τράπεζας για χρηματοδότηση της οικονομίας μόλις υπάρξει υγιής ζήτηση για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων.


Επειτα από πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης φαντάζει πιο κοντά από ποτέ. Ποια είναι η επόμενη ημέρα για τον τραπεζικό κλάδο;
«Είναι αλήθεια ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης θα έχει θετικό αντίκτυπο στο τραπεζικό σύστημα. Θα σημάνει το τέλος της αβεβαιότητας, θα επιβεβαιώσει την πρόθεση της πολιτείας για σταθερότητα, τήρηση των συμφωνηθέντων και μεταρρυθμίσεις και θα έχει ευεργετικό αποτέλεσμα τόσο στη μεριά των καταθέσεων όσο και στις χρηματοδοτήσεις.
Η επιστροφή –πάγια και όχι πρόσκαιρη –των καταθέσεων προϋποθέτει ένα σταθερό κλίμα για σημαντικό διάστημα. Το ίδιο όμως και η διάθεση για επενδύσεις και δάνεια. Η πραγματοποίηση μεγάλων επενδυτικών σχεδίων αλλά και η ζήτηση για στεγαστικά ή μικρά επιχειρηματικά δάνεια έχει υπάρξει σίγουρα δειλή εν αναμονή των οικονομικών εξελίξεων».


Πάντως, από τις δηλώσεις κορυφαίων ευρωπαίων αξιωματούχων διαφαίνεται πως η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αναβάλλεται, ενώ τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για τη ρύθμιση του χρέους θα οριστικοποιηθούν στα τέλη του 2018, μετά το κλείσιμο του τρέχοντος προγράμματος. Σε ένα τέτοιο σενάριο πώς θα αντιδράσουν οι αγορές;
«Το σενάριο που περιγράφετε έχει ήδη προεξοφληθεί από τις αγορές. Θεωρώ δε πως έπειτα από τόσα χρόνια ύφεσης, εφαρμογής διαρθρωτικών αλλαγών και μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής προσαρμογής, το ελατήριο της οικονομίας έχει συμπιεστεί αρκετά. Χρειαζόμαστε μια ένεση αισιοδοξίας που θα ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι η προσέλκυση επενδύσεων, οι οποίες ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπονται σημαντικά του μέσου επιπέδου τους στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα επενδυτικό κενό της τάξης των 100 δισ. ευρώ, το οποίο πρέπει να καλυφθεί. Και ο μόνος τρόπος είναι η προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Οταν το «ελληνικό» χρήμα που εγκατέλειψε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα λόγω φόβου επιστρέψει, διαβλέποντας επενδυτικές ευκαιρίες στην ελληνική αγορά, τότε θα αρχίσουμε να μιλάμε για την αρχή του τέλους της μεγάλης περιπέτειας που έζησε η χώρα τα τελευταία χρόνια.
Αναμένουμε πως η επιστροφή των καταθέσεων στο σύστημα θα είναι σταδιακή και θα πάρει χρόνο μέχρι να φτάσουμε στα επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας. Ας μην ξεχνάμε πως οι καταθέσεις είναι και συνάρτηση της οικονομικής δραστηριότητας και του ΑΕΠ και άρα η επιστροφή των καταθέσεων θα πραγματοποιείται και σε συνάρτηση του εκάστοτε επιπέδου του ΑΕΠ. Μετά το κύμα ανακεφαλαιοποιήσεων του 2015, οι χειρισμοί των τραπεζών για τη διαχείριση της ρευστότητάς τους, η κεφαλαιακή τους θωράκιση, η ορθή και επιτυχημένη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, η υλοποίηση των Σχεδίων Αναδιάρθρωσής τους και η επιστροφή στην κερδοφορία, όλα αυτά είναι στο δικό μας χέρι ως τραπεζών, και με την απόδοσή μας σε αυτά τα μέτωπα θα συμβάλουμε και εμείς από μόνοι μας στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης».


Υπό ποιες προϋποθέσεις θεωρείτε ότι είναι δυνατή η επιστροφή της οικονομίας σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης;
«Η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι ουσιώδης και μακροχρόνια μόνο αν χτιστεί πάνω σε ένα παραγωγικό μοντέλο διαφορετικό από αυτό που μας οδήγησε εδώ που είμαστε σήμερα, ή που τέλος πάντων δεν μας απέτρεψε από το να φτάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα. Αυτό το μοντέλο πρέπει να βασίζεται στην παραγωγικότητα –και όχι στην κατανάλωση -, στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στη σκληρή δουλειά και στα σωστά κίνητρα για την ανάληψη κινδύνου και τον επιμερισμό του.
Πρέπει επίσης να αναδείξουμε και να επιστρέψουμε σε βασικές αρχές του επιχειρείν, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, όπως η αξιοπιστία, η στοχοθεσία και η εμπέδωση της φιλοσοφίας πληρωμών. Πραγματικά πιστεύω πως το νέο δυναμικό της χώρας έχει μια σπάνια ευκαιρία να δομήσει την οικονομία του μέλλοντος έχοντας μάθει από τα λάθη του παρελθόντος».
Ποιοι κλάδοι πιστεύετε ότι θα προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια τα επόμενα χρόνια;
«Είναι γνωστά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, καθώς και οι τομείς στους οποίους έχουμε πολλή απόσταση να διανύσουμε. Για αυτό και οι επενδύσεις θα γίνουν σε αυτά τα δύο μέτωπα με πρωτοστάτες τον τουρισμό, επικεντρώνοντας όχι μόνο στην ποσότητα αλλά και στην ποιότητα, στην ενέργεια, στον αγροτοδιατροφικό τομέα με βλέψη στις εξαγωγές και στον εκσυγχρονισμό του.
Αυτό που φάνηκε όμως στα χρόνια της κρίσης σε επιχειρήσεις όλων των μεγεθών είναι πως ο προσανατολισμός προς τις εξαγωγές και την τεχνολογική καινοτομία ενίσχυσε την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Αρα αναμφισβήτητα αυτές θα είναι και νικητές στα χρόνια της ανάκαμψης. Υπάρχουν πολλές τέτοιες επιχειρήσεις με ανάγκες σε κεφάλαια και υπάρχουν και ακόμα περισσότερες που με τις κατάλληλες επενδύσεις και τομές μπορούν να μεταμορφωθούν σε τέτοιες τα επόμενα χρόνια».

Ετοιμοι για λύση στο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων


Οι τράπεζες στο πρώτο τρίμηνο του 2017 έμειναν πίσω στους στόχους τους για μείωση των «κόκκινων» δανείων λόγω της παράτασης των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές και του ανεπαρκούς νομοθετικού πλαισίου διαχείρισης των επισφαλειών. Εκτιμάτε πως είναι αναστρέψιμη η κατάσταση
;
«Σίγουρα η αβεβαιότητα σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση και η χλιαρή μακροοικονομική ανάκαμψη δεν βοήθησαν τις τράπεζες από την αρχή του έτους έως τώρα στην επίτευξη των στόχων τους. Στην Εθνική Τράπεζα το α’ τρίμηνο του 2017 επιτύχαμε τους στόχους μας. Ομως δεν πιστεύω γενικότερα πως οι τράπεζες έχουν μείνει πίσω ή πως η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη.

Για την αποτελεσματική και μακροχρόνια αντιμετώπιση των επισφαλειών υπάρχουν αρκετές προϋποθέσεις όπως η εμπέδωση της φιλοσοφίας πληρωμών, ο σεβασμός στα κεφάλαια των καταθετών και των μετόχων – τα οποία στην ουσία έχουν χρησιμοποιηθεί για τις δανειοδοτήσεις -, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που θα διευκολύνει και θα επιταχύνει την εξεύρεση λύσεων.

Κυρίως όμως για την τήρηση οποιασδήποτε ρύθμισης απαραίτητη προϋπόθεση είναι η οικονομική ανάκαμψη και η αύξηση της απασχόλησης, ειδικά για τα δάνεια προς ιδιώτες. Μόνο αν αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και ο κύκλος εργασιών επιχειρήσεων που δύνανται να ανακάμψουν, μόνο τότε θα μπορέσουν να τηρήσουν τις ρυθμίσεις τους.

Μετά την τελευταία επικαιροποίηση στη νομοθεσία, οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους όλα τα απαραίτητα εργαλεία για να προχωρήσουν αποτελεσματικά και γρήγορα στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι τραπεζικές διοικήσεις είναι απαραίτητο να δείξουν αποφασιστικότητα στην αναδιάρθρωση των εταιρικών δανείων, αλλά και να προωθήσουν ευνοϊκές ρυθμίσεις στη λιανική τραπεζική. Την ίδια στιγμή οφείλουμε να είμαστε αμείλικτοι με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, όσους δηλαδή δεν είναι συνεπείς στην εξόφληση των οφειλών τους από επιλογή και όχι λόγω της οικονομικής τους κατάστασης.

Εκτιμώ ότι περίπου το 20%-25% των «κόκκινων» δανείων αφορούν σε αυτήν την κατηγορία οφειλετών. Μετά την επικαιροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για τις επισφάλειες, πιστεύω πως πολύ σύντομα, μέσα στο επόμενο εξάμηνο, θα δούμε τα πρώτα αποτελέσματα της προσπάθειάς μας για ανάκτηση των συγκεκριμένων ανοιγμάτων».

Τους προηγούμενους μήνες ένα μεγάλο ποσοστό ρυθμισμένων δανείων ξανακοκκίνισαν. Σκοπεύετε να εφαρμόσετε πιο γενναιόδωρες ρυθμίσεις το επόμενο διάστημα;
«Η αλήθεια είναι πως έχουμε πολλά και εξειδικευμένα προϊόντα με γενναιόδωρους όρους, και ιδίως για τους δανειολήπτες που βλέπουμε πως έχουν τη διάθεση να είναι ενήμεροι και να τηρούν τις ρυθμίσεις τους.
Είναι προϊόντα που δεν υπήρχαν στην αγορά τα προηγούμενα χρόνια και που πραγματικά προσφέρουν τα κατάλληλα κίνητρα και διευκολύνσεις για μακροχρόνιες λύσεις. Θεωρώ πως πολλές φορές καλούμε τους πελάτες μας να κατανοήσουν προϊόντα που είτε είναι καινούργια και διαφορετικά από αυτά που γνωρίζουν είτε που μοιάζουν περίπλοκα.

Γι’ αυτό και σε κάθε κατάστημά μας, αλλά και σε όλα μας τα κανάλια, έχουμε ομάδες ανθρώπων που είναι εκεί για να εξηγήσουν ακριβώς τα προϊόντα ρυθμίσεων και τα οφέλη τους. Εχουμε δει πως οι πελάτες μας ανταποκρίνονται, για αυτό και καλώ όποιον επιθυμεί να εκφράσει τους προβληματισμούς ή τις δυσκολίες του να έρθει σε εμάς».

Η ώρα των stress tests

Οι ελληνικές τράπεζες θα συμμετάσχουν στα πανευρωπαϊκά stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Ποια είναι η εκτίμησή σας για τις επιδόσεις τους σε αυτή τη δοκιμασία;
«Εκτιμώ ότι μετά τον τελευταίο γύρο ανακεφαλαιοποίησης, το 2015, ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος είναι αρκετά ισχυρός για να τα καταφέρει. Ακόμη και στην περίπτωση που η οικονομία «τρέξει» με ρυθμούς χαμηλότερους των προσδοκώμενων, δηλαδή 1,5%-2%, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα έχουν πρόβλημα στις επερχόμενες ασκήσεις προσομοίωσης και δεν θα χρειαστούν νέες αυξήσεις κεφαλαίου».

Ο νέος ρόλος της Εθνικής Τράπεζας στην οικονομία

Η Εθνική Τράπεζα με την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής κλείνει έναν μεγάλο κύκλο μετασχηματισμού της, με τη ρευστοποίηση των περισσοτέρων θυγατρικών της, εντός και εκτός Ελλάδας. Ποιος θα είναι ο νέος της ρόλος στον τραπεζικό κλάδο;
«Μετά από αυτόν τον μετασχηματισμό, η Εθνική Τράπεζα θα είναι πολύ διαφορετική και ισχυρότερη από οικονομικής μεριάς. Εχουμε ήδη ολοκληρώσει επάνω από το 80% των δεσμεύσεών μας τα τελευταία δύο χρόνια και έχουμε ήδη δει τα οφέλη, όπως η πλήρης αποπληρωμή της κρατικής βοήθειας που έλαβε η τράπεζα το 2015. Στόχος μας είναι να συνεχίσουμε την εμπλοκή μας σε εξίσου μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων και γεωγραφίας, με άλλον όμως τρόπο: υποστηρίζοντας και χρηματοδοτώντας ελληνικές επιχειρήσεις με δραστηριότητα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, μέσω των εξαγωγών τους, σε όλο το εύρος των τομέων της οικονομίας με προοπτική δημιουργίας αξίας».

Η ελληνική οικονομία το 2017 συμπληρώνει εννέα χρόνια πιστωτικής συρρίκνωσης. Ποια είναι τα σχέδια της Εθνικής για τη χρηματοδότηση της οικονομίας;
«Εχουμε υψηλούς στόχους για νέες εκταμιεύσεις που ήδη πραγματοποιούμε αλλά πιστεύω ένα γερό σήμα προς την κατεύθυνση της ανάκαμψης θα επιταχύνει σημαντικά την απορρόφηση και θα βοηθήσει στην περαιτέρω μείωση του κόστους χρήματος και κινδύνου, ειδικά για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Το επιχειρησιακό μας πλάνο το τρέχον 12μηνο προβλέπει νέες εκταμιεύσεις ύψους 2,5 δισ. ευρώ και ευελπιστούμε πως σύντομα η άρση της αβεβαιότητας θα αυξήσει τη διάθεση για επενδύσεις».

Ποιες είναι οι προτεραιότητές σας για το μέλλον της Εθνικής;
«Η δική μας διοίκηση θα ήθελα να ταυτισθεί αφενός με ισχυρή, επαναλαμβανόμενη κερδοφορία και αφετέρου με το πέρασμα της τράπεζας στην εποχή μιας νεωτερικότητας. Για να είναι κανείς μπροστά πρέπει να μπορεί να αλλάζει και να προσαρμόζεται, και η Εθνική είναι έτοιμη για αυτή την αλλαγή».

Η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα. Ποιες είναι οι σκέψεις σας σχετικά με την ανησυχία ή τους προβληματισμούς που εκφράζονται;

«Η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής με τους καλύτερους δυνατούς όρους είναι καταρχήν η δική μας απόλυτη προτεραιότητα. Οι δύο κατευθύνσεις που ακολουθήθηκαν στη διαδικασία ήταν καταρχήν η απόλυτη διαφάνεια και η υποδειγματική τήρηση των διαδικασιών και η πλήρης συγκεκριμενοποίηση των προσφορών με στόχο να είναι συγκρίσιμες και αδιαμφισβήτητες».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ