«Οταν όλοι μας θα έχουμε πεθάνει, η μουσική της «Κάρμεν» ακόμη θα ζει» είπε κάποτε ο Τσαϊκόφσκι προφητεύοντας το θριαμβευτικό μέλλον της δημοφιλέστερης, κατά κοινή ομολογία, όπερας του Μπιζέ αλλά και ολόκληρου του γαλλικού ρεπερτορίου. Εργο που αρχικά σόκαρε με το τολμηρό του θέαμα προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων στην παρισινή πρεμιέρα του 1875, για να κατακτήσει όμως αργότερα μοναδική θέση στην ιστορία του λυρικού μελοδράματος και στις καρδιές των θεατών, η «Κάρμεν», σύμβολο του έρωτα και της ελευθερίας, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη θερινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του εφετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης έχει ο έμπειρος αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Βρετανός Στίβεν Λάνγκριτζ, καλλιτεχνικός διευθυντής της Οπερας του Γκέτεμποργκ και γνωστός στο αθηναϊκό κοινό από παλαιότερες συνεργασίες του με την ΕΛΣ.
Προσφυγικό και σεξουαλική εκμετάλλευση


«Οταν μου τηλεφώνησαν από την Εθνική Λυρική Σκηνή και μου πρότειναν να σκηνοθετήσω την «Κάρμεν» στο Ηρώδειο, το σκέφτηκα μόλις δύο δευτερόλεπτα» λέει με χιούμορ ο Στίβεν Λάνγκριτζ. Στην πρώτη του αυτή «αναμέτρηση» με την όπερα του Μπιζέ θέλησε να τοποθετήσει την ιστορία στη σημερινή Ευρώπη. Εχοντας στο ενεργητικό του, μεταξύ άλλων, αντισυμβατικές παραστάσεις στις βρετανικές φυλακές υψίστης ασφάλειας, εν προκειμένω εκμεταλλεύεται τον ρεαλισμό του έργου προκειμένου να μιλήσει για τα όρια τα οποία σήμερα, περισσότερο από ποτέ, μας επιβάλλονται από παντού. Τα όρια της ελευθερίας, της επιθυμίας, της αυτοδιάθεσης, της επιβίωσης, της διαφυγής. «Ορια και φτώχεια, ελευθερία και σκλαβιά. Δύσκολο να βρεθούν πιο επίκαιρα θέματα. Η «Κάρμεν» είναι μια ιστορία για το σήμερα» σημειώνει ο Λάνγκριτζ.
Στο πλαίσιο αυτό, το Προσφυγικό αλλά και η σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών είναι θέματα τα οποία αγγίζει η παράσταση που θα δούμε. Ωστόσο, είναι η «Κάρμεν», δεν πρόκειται για κάτι άλλο, όπως ξεκαθαρίζει ο σκηνοθέτης. «Η Ανδαλουσία του Μπιζέ έχει επινοηθεί, είναι υποθετική, ωστόσο αντανακλά τον κόσμο μας» σημειώνει χαρακτηριστικά. «Η συντριπτική φτώχεια αποτελεί καθημερινότητα για πολλά εκατομμύρια ανθρώπων», συνεχίζει, «στους οποίους η συγκεκριμένη όπερα δίνει φωνή. Αυτό υπήρξε ένα ριζοσπαστικό βήμα στην ιστορία της όπερας, αφού αυτή, παραδοσιακά, περιόριζε τους εργαζομένους και τους φτωχούς σε κωμικούς ρόλους, ενώ κρατούσε τις τραγωδίες για τους θεούς και τους ευγενείς. Αυτό το στοιχείο της «Κάρμεν» παραμένει ριζοσπαστικό και σήμερα. Η «Κάρμεν» σέβεται την ανθρωπιά των φτωχών και τους προσφέρει μουσική γεμάτη πάθος, ωραία, ερωτική, εορταστική και τραγική.Υπάρχει θάνατος και απόγνωση, αλλά εξίσου υπάρχουν γιορτές, χοροί και κέφι: το πάθος και το χιούμορ δεν αποτελούν προνόμια των πλουσίων».
Οι άνθρωποι σε αυτόν τον επινοημένο κόσμο ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, στα γεμάτα απόγνωση άκρα. Συγκεντρώνουν τα προς το ζην μέσα από σκληρή δουλειά ή μέσα από το έγκλημα, το εμπόριο του έρωτα, το λαθρεμπόριο, ό,τι προσφέρεται. Γελούν, ξεγελούν, δωροδοκούν, καβγαδίζουν, ερωτεύονται. Αισθάνονται ενοχές, υπερηφάνεια, ελπίδα, φόβο. Και κατά κάποιον τρόπο, επειδή δεν υπάρχει δίχτυ προστασίας, όλα αυτά τα συναισθήματα εντείνονται, ακόμη και εξαγνίζονται.
Η «γλώσσα» του θεάτρου


Θεωρεί, άραγε, πως μια τέτοια προσέγγιση θα ταιριάξει στο Ηρώδειο; «Το ελπίζω» απαντά ο Λάνγκριτζ. «Ο Γιώργος Σουγλίδης που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι πολύ έμπειρος και έχει εργαστεί στο παρελθόν στο Ηρώδειο. Για εμένα, βέβαια, είναι η πρώτη φορά και πραγματικά είμαι ενθουσιασμένος. Ξέρω πως δύο λεπτά πριν από την πρεμιέρα θα αισθανθώ νευρικός αλλά προς το παρόν είμαι περίεργος και το θεωρώ εξαιρετικό προνόμιο να δουλεύω σε αυτό το θέατρο. Κάθε θέατρο έχει τη δική του γλώσσα και ανυπομονώ να ανακαλύψω τη «γλώσσα» του Ηρωδείου».

Θα κατέτασσε τη συγκεκριμένη προσέγγιση της «Κάρμεν» στην κατηγορία του πολιτικού θεάτρου; «Εξαρτάται από το πώς μεταφράζει κανείς την έννοια αυτή» λέει ο σκηνοθέτης. «Αν εννοείς ότι έχεις κάποια πολιτική πρόθεση και κάνεις θέατρο για να την επικοινωνήσεις, τότε δεν είναι η περίπτωσή μας. Αν εννοείς, όμως, μια παράσταση η οποία αντανακλά τη ζωή γύρω μας, τα αισθήματα, τις ελπίδες και τα όνειρα των ανθρώπων, το τι συμβαίνει γύρω μας, τότε ναι, μπορείς να το πεις και πολιτικό θέατρο. Η ιδέα της ελευθερίας είναι απίστευτα εμπνευστική».

Ποια είναι λοιπόν η Κάρμεν κατά τη γνώμη του; Ο Λάνγκριτζ αναφέρεται με εγκωμιαστικά λόγια στις δύο πρωταγωνίστριες της παραγωγής: την ισραηλινή μέτζο σοπράνο Ρινάτ Σαχάμ και τη Γαλλίδα Ζεραλντίν Σοβέ. «Γνωρίζουμε ότι η Κάρμεν ανήκει στη φυλή των Ρομ, είναι Τσιγγάνα, μια ταξιδιώτισσα επικίνδυνα ξένη και εξωτική» σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Ο πολιτισμός των Ρομά δεν έχει σύνορα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πνεύμα και τις προθέσεις του, ακόμη κι αν η συναλλαγή με τις εθνικές γραφειοκρατίες και τους πολιτισμούς που είναι δεμένοι με έναν τόπο δημιουργεί κάποτε δυσκολίες και τριβές. Η Κάρμεν αποτελεί πρότυπο αυτής της ριζοσπαστικής ελευθερίας. Οι άνδρες τη θεωρούν παράλογα, απίστευτα ελκυστική. Ομως εκείνη είναι κάτι περισσότερο από ένα αντικείμενο του πόθου. Είναι ένα πραγματικό πρόσωπο. Το παρελθόν της μοιάζει χαοτικό, ασταθές, βυθισμένο στην εξαθλίωση. Ομως, όπως ο καθένας, πρέπει να φάει και να κερδίσει χρήματα. Για ποιον άλλον λόγο να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο με πολύ χαμηλούς μισθούς, κάνοντας εξευτελιστική εργασία;» αναρωτιέται ο Λάνγκριτζ. Ωστόσο, η συναισθηματική της εντιμότητα είναι κάτι τρομερό, συνεχίζει ο ίδιος. «Αν αγαπά κάποιον θα του το πει, αν δεν τον αγαπά θα του το πει επίσης αμέσως. Είναι ένα πείραμα επάνω ως προς το κατά πόσο μπορούμε να είμαστε έντιμοι συναισθηματικά. Μπορούμε να ζήσουμε τη ζωή μας χωρίς κανενός είδους συμβιβασμό; Αγαπούμε την Κάρμεν πάνω απ’ όλα για την επιμονή της να διεκδικεί το δικαίωμά της στην απόλυτη προσωπική ελευθερία και για την αφοβία της μπροστά στον θάνατο».

Πιστεύει άραγε πως, σε μια δύσκολη εποχή σαν τη σημερινή, ο κόσμος «αντέχει» να βλέπει στη σκηνή την πραγματική ζωή; «Είναι βασική ανάγκη του ανθρώπου να βλέπει τον αντικατοπτρισμό της πραγματικής ζωής» απαντά ο σκηνοθέτης. «Να κάθεται μαζί με άλλους», συνεχίζει, «και να βιώνει την αντανάκλαση των συναισθημάτων. Υπάρχει, βέβαια, και μια διάθεση να ξεφεύγεις πού και πού με κάποιο video game ή μια κινηματογραφική ταινία… Δεν έχω κανένα πρόβλημα μ’ αυτό, μόνο που δεν είναι τέχνη. Η Κάρμεν με τη φρεσκάδα και το πάθος που αποπνέει σου δίνει την ευκαιρία να συνειδητοποιήσεις ότι, ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές, το ανθρώπινο πνεύμα πάλλεται».
Από τη Μελίλα στην Ειδομένη


Μιλώντας από την πλευρά του για την παράσταση, ο Γιώργος Σουγλίδης, ο οποίος ζει και εργάζεται στη Γαλλία, αναφέρεται στην έρευνα που έγινε πάνω στο θέμα των συνόρων. «Βρήκαμε μια πόλη, τη Μελίλα, μια αυτόνομη ισπανική πόλη στη βόρεια ακτή της Αφρικής. Εκεί υπάρχουν συρματοπλέγματα και κάθε εβδομάδα περίπου 5.000 άτομα προσπαθούν να τα περάσουν προκειμένου να μπουν στην Ευρώπη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια εικόνα περίπου αντίστοιχη με αυτή της Ειδομένης. Σε αυτό το συρματόπλεγμα, λοιπόν, της Μελίλα έχει βασιστεί στο σκηνικό της παράστασης».

Ο Γιώργος Σουγλίδης κάνει λόγο για μια εντυπωσιακή παραγωγή: τα συρματοπλέγματα κινούνται, υπάρχουν δύο πραγματικού μεγέθους containers ενώ τις προβολές σχεδιάζει ο Τόμας Μπέργκμαν και τους φωτισμούς ο Τζουζέπε ντι Ιόριο. «Θέλαμε κάτι διαφορετικό για αυτή την παραγωγή: όχι το κλασικό κόκκινο φόρεμα για την Κάρμεν, τις καστανιέτες και τα λουλούδια». Μιλάει για τα 380 κοστούμια της παράστασης. Από πού είναι, άραγε, εμπνευσμένα; «Η βοηθός μου βγήκε στους δρόμους της πόλης και φωτογράφιζε. Εχουμε, λοιπόν, βασίσει πολύ τα κοστούμια στις εικόνες που βλέπουμε στην Αθήνα. Ομολογώ πως για εμένα ήταν κάτι δύσκολο γιατί έχω οδηγηθεί σε μια άλλη «γλώσσα» από αυτήν που έχω συνηθίσει».
Οι αντιδράσεις και η δικαίωση


Μοιάζει πραγματικά δύσκολο στην εποχή μας, με δεδομένη τη δημοτικότητα της «Κάρμεν», να αντιληφθούμε πόσο προκλητικό υπήρξε το θέμα της όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, στις 3 Μαρτίου 1875, στην Opera Comique του Παρισιού, αλλά κυρίως πόσο ενόχλησε η μουσική του Μπιζέ. Σύσσωμος ο Τύπος της εποχής έκρινε την υπόθεση του έργου ανήθικη, ενώ η μουσική θεωρήθηκε υπερβολικά εγκεφαλική! Ηταν αδιανόητο το γεγονός ότι οι περιθωριακές γυναίκες εμφανίζονταν στη σκηνή, όχι μόνο τραγουδώντας και χορεύοντας προκλητικά, αλλά και καπνίζοντας. Οσο για την ηρωίδα του τίτλου, αυτή παρέσυρε στον όλεθρο ένα «καλό παιδί», τον λογοδοσμένο δεκανέα Δον Χοσέ ο οποίος, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη νουβέλα του Μεριμέ όπου ο ήρωας στέκεται σκεφτικός, με κριτικό μάτι απέναντι στην Κάρμεν, εν προκειμένω, στην όπερα του Μπιζέ μετατρέπεται αμέσως σε έναν άνδρα απόλυτα ερωτευμένο, ανίσχυρο μπροστά στη γοητεία της.
Τα πρώτα χρόνια της πορείας της στη σκηνή, ιδιαίτερα, η Κάρμεν είχε χαρακτηριστεί από κάποιους πόρνη: ένα γύναιο που αδιαφορεί για τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να ικανοποιήσει τις δικές της επιθυμίες. Η μετέπειτα θριαμβευτική πορεία της, όμως, ήρθε να την απαλλάξει από κάθε «ρετσινιά». Σήμερα συμβολίζει το άτομο που τολμά να ζήσει χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις: ελεύθερο σαν το «oiseau rebelle» της περίφημης Χαμπανέρας. Είναι η γυναίκα που πληρώνει το κόστος των επιλογών της αφού, στην προσπάθειά της να κατακτήσει την ελευθερία, δεν διστάζει να θυσιάσει ακόμη και την ίδια της τη ζωή.
Εξαιρετικά απαιτητικός –τόσο σκηνικά όσο και φωνητικά –ο ομώνυμος ρόλος, αποτέλεσε «στοίχημα» αλλά και πεδίο δόξης λαμπρό για μερικές από τις σπουδαιότερες λυρικές φωνές στο πέρασμα του χρόνου: από την Εμα Καλβέ, τη Μαίρη Γκάρντεν και την Τζεραλντίν Φαράρ ως την Εμπε Στινιάνι, την Τζουλιέτα Σιμιονάτο, την Κρίστα Λούντβιχ, τη Γελένα Ομπρατσόβα, την Γκρέις Μπάμπρι, την Τερέζα Μπεργκάνθα και, φυσικά, την Αγνή Μπάλτσα.
Στις ημέρες μας, η 35χρονη Ρινάτ Σαχάμ θεωρείται αρχετυπική Κάρμεν στο παγκόσμιο οπερατικό στερέωμα: ερμήνευσε για πρώτη φορά τον ρόλο το 2004 στο φημισμένο βρετανικό φεστιβάλ του Γκλάιντμπορν αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές, για να ενσαρκώσει, έκτοτε, την ηρωίδα σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Εντυπωσιακή είναι όμως η πορεία στον ρόλο και για τη γαλλίδα μέτζο-σοπράνο Ζεραλντίν Σοβέ, που ερμηνεύει την Κάρμεν στη δεύτερη διανομή. Τον ρόλο του Δον Χοσέ στο πρώτο καστ θα τραγουδήσει ο ιταλοαμερικανός τενόρος Λεονάρντο Καπάλμπο και στη δεύτερη ο «δικός μας» Δημήτρης Πακσόγλου. Τον Εσκαμίγιο ερμηνεύουν δύο βαρύτονοι της νεότερης γενιάς: ο ολοένα ανερχόμενος Διονύσης Σούρμπης και ο Ιταλός Ομάρ Καμάτα. Στους υπόλοιπους ρόλους εμφανίζονται καταξιωμένοι αλλά και νεότεροι Ελληνες και ξένοι λυρικοί ερμηνευτές.

πότε & πού:

Η «Κάρμεν» του Μπιζέ θα παρουσιαστεί στις 24, 26, 27 και 29 Ιουλίου στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ