Τίποτε δεν έχει αλλάξει, τίποτε δεν είναι όπως παλιά





Στις 11 Ιουλίου 1954 με τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, εγκαινιάστηκε ένα φεστιβάλ που έμελλε να γίνει θεσμός. Στις 18 Ιουνίου τα Επιδαύρια 2004 θα εορτάσουν τα 50 χρόνια τους. Μισός αιώνας παραστάσεων στο αρχαίο θέατρο του Πολυκλείτου συμπληρώνεται εφέτος, σηματοδοτώντας τη χρυσή επέτειο. Αν και η πρώτη απόπειρα ενυπαίθρου παρουσίασης αρχαίας τραγωδίας έγινε το 1938, πάλι από τον Ροντήρη με τον «Ιππόλυτο», ο B´ Παγκόσμιος Πόλεμος στάθηκε εμπόδιο σε εκείνη την προσπάθεια. Από το 1954 όμως ως σήμερα το Φεστιβάλ Επιδαύρου συνεχίζει αδιάκοπα την πορεία του. Κάθε χρόνο σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, συνθέτες, χορογράφοι και ηθοποιοί αναμετρούνται με τα μεγάλα έργα και το μεγάλο κοινό.


Αυτή την πεντηκονταετία η Επίδαυρος γνώρισε δόξες, επιτυχίες και αποτυχίες, είδε τις κερκίδες της ασφυκτικά γεμάτες και ενοχλητικά άδειες, γνώρισε μπόρες και βροχές, θερμά χειροκροτήματα και έντονες αποδοκιμασίες. Κυρίως έλληνες αλλά και ξένοι σκηνοθέτες παρουσίασαν την άποψή τους για το αρχαίο δράμα και τον Αριστοφάνη, προκαλώντας συγκίνηση, δάκρυ, γέλιο αλλά και αντιδράσεις. Πενήντα χρόνια δεν είναι μικρή υπόθεση…


Το πρώτο πείραμα


«Ως το 1953 ο τουρισμός υπαγόταν στο υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας και ο τότε υπουργός Παναγής Παπαληγούρας αποφάσισε να κάνει ένα δοκιμαστικό στην Επίδαυρο» θυμάται σήμερα ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Ράλλης ο οποίος πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Φεστιβάλ Επιδαύρου και Αθηνών τη δεκαετία του 1950. «Πίστευα όμως ότι η Γενική Γραμματεία Τουρισμού έπρεπε να υπάγεται στο υπουργείο Προεδρίας και, όταν το ανέλαβα, πήρα και τη Γραμματεία. Σκέφθηκα λοιπόν να μονιμοποιήσω το φεστιβάλ και έναν χρόνο μετά έβαλα μπρος το Φεστιβάλ Αθηνών, καλώντας τον Ντίνο Γιαννόπουλο να το αναλάβει. Ομολογώ ότι με την Επίδαυρο συνέχισα να ασχολούμαι και όταν έγινα υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων Εργων, γιατί η πρόσβαση στην περιοχή και στο αρχαίο θέατρο ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση». Τότε στην αρχαία Επίδαυρο δεν υπήρχε ηλεκτρικό ούτε νερό και η πρώτη παράσταση έγινε με γεννήτρια.


Οι δυσκολίες ήταν πολλές αλλά η επιτυχία μεγάλη. «Θυμάμαι τις παραμονές της πρεμιέρας του «Ιππολύτου»» συνεχίζει ο Γεώργιος Ράλλης. «Μου τηλεφώνησε ο νομάρχης για να μοιραστεί μαζί μου ένα πρόβλημά του: τους 10.000 γαϊδάρους που υπήρχαν στην περιοχή και την αγωνία μου μήπως αρχίσουν να… γκαρίζουν την ώρα της παράστασης. Μου ζήτησε να του βρω λύση. Ηταν δυνατόν να κλείσουμε τα στόματα 10.000 όνων; Οπότε, του είπα να παρακαλάει να μη συμβεί αυτό». Σε συνεργασία με τον Ροντήρη, τον Κωστή Μπαστιά και το ζεύγος Μινωτή – Παξινού στήθηκαν τα πρώτα φεστιβάλ, αλλά χωρίς χρήματα. Διότι, όπως εξηγεί ο κ. Ράλλης, «πήγα τότε στον Παπάγο και του είπα ότι χρειαζόμουν οικονομική ενίσχυση για το Φεστιβάλ. Με παρέπεμψε στον αρμόδιο υπουργό, τον Κώστα Παπαγιάννη. Εκείνος μου απέκλεισε το ενδεχόμενο να το χρηματοδοτήσει. Μου επέτρεψε ωστόσο να χρησιμοποιήσω το 5% του προϋπολογισμού το οποίο δεν αναλώναμε. Και έτσι με αυτό το ποσοστό ξεκινήσαμε. Στη συνέχεια όλο και κάτι καλύτερο γινόταν, αλλά πάντα με το χαρτί και το μολύβι, να τα υπολογίζουμε όλα». Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.


H απόλυτη κυριαρχία του Εθνικού (Βασιλικού) Θεάτρου


Μαζί με το αρχαίο θέατρο, το κοινό της πρώτης περιόδου των Επιδαυρίων, ως το 1974, που ο χώρος ανήκε αποκλειστικά στο Εθνικό Θέατρο, ανακάλυπτε τις αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Τα περισσότερα από τα σωζόμενα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη δεν είχαν ποτέ ως τότε παιχθεί. Ο Δημήτρης Ροντήρης και ο Αλέξης Μινωτής ήταν εκείνοι που τις πρωτοδίδαξαν. Σε αυτούς προστέθηκαν οι υπογραφές των Τάκη Μουζενίδη, Κωστή Μιχαηλίδη και Αλέξη Σολομού – ο τελευταίος για τις αριστοφανικές κωμωδίες. Ο ανοιχτός χώρος υποχρέωσε τους σκηνοθέτες να σχεδιάσουν τις παραστάσεις τους λαμβάνοντας υπόψη άλλες τεχνικές προδιαγραφές και να απαιτήσουν από τους ηθοποιούς τους άλλου είδους ερμηνεία. Ο Χορός, με τον οποίο δούλευε επισταμένως ο Δημήτρης Ροντήρης, από το 1938, που ανέβασε τον «Ιππόλυτο», έγινε αντικείμενο σπουδής και μελέτης. «Και αξίζει να παρατηρήσει κανείς» λέει σχετικά ο Κώστας Γεωργουσόπουλος «ότι ο Ροντήρης χρειάστηκε 30 χρόνια για να ολοκληρώσει τη δουλειά του με τον Χορό, με την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», που ανέβασε το 1968 στο Ηρώδειο. Εκεί είχαμε έναν Χορό αδόμενο».


H Κατίνα Παξινού αρχικά και στη συνέχεια, η Αννα Συνοδινού, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Αλέκα Κατσέλη, η Ελσα Βεργή, η Κάκια Παναγιώτου άφησαν τα υποκριτικά τους σημάδια στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Εκτός από τον Μινωτή, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Στέλιος Βόκοβιτς, ο Αλέκος Αλεξανδράκης έδωσαν αξέχαστες ερμηνείες. Ο Κλεόβουλος Κλώνης και ο Αντώνης Φωκάς (σκηνικά και κοστούμια, αντιστοίχως) απετέλεσαν ένα ξεχωριστό δίδυμο στη σκηνογραφία, όπου διέπρεψαν, μεταξύ άλλων, οι Βακαλό, Βασιλειάδης, Βασιλείου. Στη μουσική, αρχής γενομένης με τον Δημήτρη Μητρόπουλο (στον «Ιππόλυτο» του 1954), ουκ ολίγες φορές αντήχησαν οι νότες του Παλάντιου, του Χατζιδάκι, του Χρήστου. Ηταν η εποχή που 12.000 θεατές παρακολουθούσαν τις παραστάσεις.


Το «άνοιγμα» των Επιδαυρίων


Ως το 1972 οι παραστάσεις στην Επίδαυρο είχαν τις υπογραφές των πέντε προαναφερθέντων σκηνοθετών (καθώς και του Λάμπρου Κωστόπουλου) Το 1972 ο Σπύρος Ευαγγελάτος, είναι ο πρώτος σκηνοθέτης της νεότερης γενιάς που κατεβαίνει στο αρχαίο θέατρο για να σκηνοθετήσει την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, υπό τη σκέπη όμως του Εθνικού Θεάτρου. Μαζί του παίρνουν το «βάπτισμα» στον χώρο και στην τραγωδία η Αντιγόνη Βαλάκου (στον επώνυμο ρόλο), ο K. X. Μύρης στη μετάφραση και ο Γιώργος Πάτσας στη σκηνογραφία. Θα χρειαστεί να περάσουν τρία χρόνια ακόμη για να σπάσει το μονοπώλιο του Εθνικού: Το Θέατρο Τέχνης θα παρουσιάσει το 1975 τους «Ορνιθες» του Αισχύλου. Θα ακολουθήσουν το 1976 οι «Πέρσες» του Αισχύλου και οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη. Ολα σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος θα κατεβεί για πρώτη φορά με την «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, επίσης το 1975. Το 1980 στην Επίδαυρο θα εισέλθουν το «Αμφι-Θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου με τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου και ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου με τις «Ικέτιδες». Θα ακολουθήσουν ελεύθεροι θίασοι και σχήματα. Την τελευταία δεκαετία άλλωστε άνοιξε και η συζήτηση για τον θεσμό και την αναγκαιότητά του, καθώς οι παραστάσεις άρχισαν να αφήνουν αδιάφορο το κοινό – και άδειες τις κερκίδες.


Το άνοιγμα των Επιδαυρίων ωστόσο έφερε, δέκα χρόνια μετά, και τον πρώτο ξένο σκηνοθέτη: το 1982 ο Πίτερ Χολ παρουσίασε την «Ορέστεια» του Αισχύλου με το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας (είχε προηγηθεί η ίδια παράσταση στο κατάμεστο Ηρώδειο). Ο Λούκα Ρονκόνι, ο Πέτερ Στάιν, ο Ρόμπερτ Στούρουα, ο Ματίας Λάνχοφ και οι Ταντάσι Σουζούκι, Βαλέρι Φόκιν, Αννα Μπαντόρα είναι τα μεγάλα ονόματα που έδωσαν το παρών. Στις περιπτώσεις του Στούρουα και κυρίως του Λάνχοφ οι παραστάσεις τους προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από κοινό και κριτική.


Αντί επιλόγου


Πολλά έχουν αλλάξει στα 50 χρόνια των Επιδαυρίων. Αυτό όμως που έμεινε ίδιο είναι ο γκιόνης ο οποίος ακούγεται – σχεδόν μαγικά – πριν από κάθε παράσταση, τη στιγμή που σβήνουν τα φώτα. Και όπως είχε πει ο Μίμης Κουγιουμτζής πριν από τρία χρόνια, μιλώντας στο «Βήμα», «σκέφτομαι πάντα ότι το θέαμα δεν πρέπει να διαταράξει την ησυχία του γκιόνη». Μια σκέψη που, αν την έκαναν όλοι όσοι έχουν κατά καιρούς κατεβεί στην Επίδαυρο, ο πενηντάχρονος απολογισμός θα ήταν ίσως πιο αισιόδοξος για το μέλλον του θεσμού.