» Ακροβατούμε ανάμεσα στο τίποτε και στο παν »





Ο Λευτέρης Βογιατζής είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στο ελληνικό θέατρο. Κάθε νέα του παράσταση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.


Και όσο καθυστερεί η πρεμιέρα (προγραμματισμένη για προχθές) τόσο το ενδιαφέρον πολλαπλασιάζεται. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά ούτε εφέτος που επέλεξε να ανεβάσει το έργο της 28χρονης Αγγλίδας Σάρας Κέιν «Καθαροί πια».


Πολλώ δε μάλλον που η εφετινή χρονιά έκρυβε και μια διπλή μετακόμιση για τον ίδιο: από το Θέατρο της οδού Κυκλάδων στις «Ροές» στο Γκάζι (και αυτή η μετακόμιση του κόστισε πολύ σε χρόνο) και από το σπίτι στο Κολωνάκι σε ένα καινούργιο προς τον Λυκαβηττό.



«Γραμμένο με θεατρική σαφήνεια, πυκνό και ιδιαίτερο το «Καθαροί πια» είναι ένα έργο που με άλλαξε, όπως άλλαξε και όλους μας» αναφέρει ο Λευτέρης Βογιατζής που εκτός από τον ρόλο του σκηνοθέτη ανέλαβε και έναν από τους επτά του έργου. «Θα το χαρακτήριζα σαφές μέσα στην υπαρκτότητά του αλλά και ασαφές, καθώς αποδίδει την ασάφεια των κινήτρων όλων των καταστάσεων, των συναισθημάτων, των ενοχών, της βίας».


Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Κέιν είναι η γλώσσα της, μια γλώσσα που δημιουργεί ένα ολόκληρο γλωσσικό σύμπαν· «όπως στους μεγάλους κλασικούς» μου εξηγεί. «Την ίδια στιγμή που η γλώσσα είναι πολύ φτωχή, με φράσεις κλισέ, μικρές, σαν τίτλους τραγουδιών. Αυτό δυσκόλεψε τη βαθύτερη επικοινωνία μας. Ταυτόχρονα διατηρεί μια καθημερινότητα, κι αυτό μας μπέρδευε ακόμη περισσότερο. Και όμως είναι σαν το πραγματικό νόημα να βρίσκεται εκεί, δυνατό, ποιητικό και μεταφορικό, με δεδομένη την αντίφαση. Εκεί που νομίζεις ότι κάτι κατάφερες, δεν έχεις καταφέρει τίποτε. Θέλει μια ακροβατική ισορροπία ανάμεσα στο τίποτε και στο παν».


Εργο για την αγάπη


Η βαθιά έλξη που ένιωσε πρωτοδιαβάζοντάς το του δημιούργησε μια σαφή αισθητική εικόνα. «Δεν πρόκειται για ψυχολογικό έργο. Είναι συμβολικό, μεταφορικό, ποιητικό. Διατηρεί στοιχεία ρεαλιστικά της καθημερινότητας, τα οποία όμως μόνα τους μεταπλάθονται συνέχεια και ακαριαία, σαν μια ζύμη που αλλάζει μορφές. Είναι ένας τρόπος να δεις σε βάθος τον εαυτό σου, σαν να είναι πολλά κομμάτια. Είχαμε από την αρχή την αίσθηση ότι όλα τα πρόσωπα μεταβάλλονται σε ένα πρόσωπο. Υπάρχει η έννοια της ανακύκλωσης. Πολλή ενέργεια, ζόφος, απελπισία, χιούμορ ­ όχι όμως για να σκας στα γέλια. Και μια τρομερή τρυφερότητα και αγάπη. Οπως λέει και η ίδια είναι ένα έργο για την αγάπη. Κι ας συμβαίνουν φρικτά και ακραία πράγματα μέσα. Διαθέτει τρυφερότητα και μια αθωότητα που έχει να κάνει με τη συνείδηση στοιχείων που ενυπάρχουν με την ανθρώπινη φύση και την ανάγκη για επικοινωνία. Κι ας υπεισέρχεται η βία, μια βία βαθιά ριζωμένη με την ύπαρξή μας».


Ολα συμβαίνουν μέσα στον περίβολο μιας πανεπιστημιούπολης. Ο χώρος όμως παραπέμπει σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ακόμη και σε εργαστήριο πειραμάτων. Το σκηνικό, μια τάβλα που κινείται, κρύβει από κάτω έναν λασπότοπο. Ο Τίνκερ, τον οποίο ερμηνεύει ο Λευτέρης Βογιατζής, είναι, όπως λέει, «ένα τέρας της εξουσίας που όμως διαθέτει μέσα του ανθρώπινα στοιχεία. Δεν είναι ξεκάθαρη η ταυτότητά του, θα μπορούσε να είναι ακόμη και ο θεός. Εκπληρώνει τις επιθυμίες των άλλων, μεταβάλλοντάς τες σε εφιάλτες».


Με οδηγό την εμπειρία


Δουλεύοντας εδώ και έξι σχεδόν μήνες ο Λευτέρης Βογιατζής επιβεβαίωσε κάτι που ήξερε ανέκαθεν: ότι ως σκηνοθέτης δίνεται στους άλλους και τον δικό του ρόλο τον αφήνει για αργότερα. Αλλωστε η σχέση του με τον χρόνο υπήρξε πάντοτε ιδιόμορφη. «Ο χρόνος μού χρειάζεται, δεν μπορώ τους περιορισμούς. Κάθε φορά νιώθω ότι πλησιάζω ένα έργο εμπειρικά, από την αρχή. Η μόνη εμπειρία που λειτουργεί μέσα μου είναι εκείνη που με οδηγεί στο να χαλάω, να καταστρέφω. Κι όμως αυτή είναι και η προϋπόθεση δουλειάς. Τα έργα μου τα συνδέει μόνο το κριτήριο της επιστροφής στην αναμέτρηση και τη σχέση με τον ηθοποιό. Βρίσκω εκθαμβωτικό το ότι αντιμετωπίζω τα ίδια προβλήματα με διαφορετικούς ανθρώπους κάθε φορά. Θα ήθελα όμως να ξαναδούλευα με τους ίδιους, για να εφαρμόσουμε μαζί την εμπειρία σε ένα νέο έργο». Παραδέχεται ότι δεν ανήκει σε εκείνους που συστηματοποιούν τη δουλειά τους. «Μόνο ως εκκίνηση μπορώ να λειτουργήσω έτσι. Μετά ο χαρακτήρας μου είναι τέτοιος που καταστρέφει τη συστηματοποίηση».


Ξέρει ότι όσο πιο κοντά φθάνει στο αποτέλεσμα τόσο απομακρύνεται. Οπως ξέρει ότι η σαφήνεια δημιουργεί απόσταση. «Ξέρεις τι θέλω από τη δουλειά μου;» με ρωτάει. «Να εκτίθεμαι. Κι αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια του ενός προς τον άλλο και την αγάπη πάνω σε αυτό που κάνουμε. Χρειάζεται και εμπιστοσύνη, αλλά η εμπιστοσύνη κρύβει πόνο και λύτρωση μαζί. Το ιδανικό για μένα θα ήταν μια θεία ισορροπία ανάμεσα στο έξω και στο μέσα μου». Κάθε φορά αυτήν αναζητεί. Και μέσα από αυτήν οδηγείται στα επόμενα. «Γιατί να μη διαδεχθεί η Σάρα Κέιν έναν Σαίξπηρ ή ακόμη και ένα μπουλβάρ; Θα ήταν ωραία να περάσουμε σε μια άλλη ατμόσφαιρα. Και να ξαναδουλεύαμε με την Αμαλία (σ.σ.: Μουτούση). Είμαι τόσο ευτυχής που παίζω εφέτος μαζί της» καταλήγει.


* Το έργο της Σάρας Κέιν «Καθαροί πια» παρουσιάζεται σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη, σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, σκηνικό Λίλης Πεζανού, κοστούμια Κωνσταντίνου Ζαμάνη, φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου, μουσική Κωνσταντίνου Βήτα, κίνηση Δημήτρη Παπαϊωάννου. Παίζουν: Λευτέρης Βογιατζής, Αμαλία Μουτούση, Νίκος Κουρής, Χρήστος Λούλης, Γιάννος Περλέγκας, Αλεξία Καλτσίκη, Θάνος Σαμαράς. Στο θέατρο «Ροές» (Ιάκχου 14, Γκάζι, τηλ. 3479.426).