Θα ακριβύνουν τα βιβλία, τώρα που καθιερώθηκε η ενιαία τιμή και αναπόφευκτα θα σταματήσουν οι εκπτώσεις, ή θα φθηνύνουν; Η λογική λέει το πρώτο αλλά η πλειονότητα των εκδοτών απαντά το δεύτερο. Το μόνο βέβαιον είναι ότι οι εκπτώσεις στα βιβλία καταργούνται, για την ακρίβεια περιορίζονται σε ένα maximum 10%, με βάση τον νόμο 2557 που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως λίγο πριν από τον νέο χρόνο (ΦΕΚ 271, 24.12.1997).


Είναι, όμως, βέβαιον ότι οι εκπτώσεις θα καταργηθούν; Παρ’ ότι το λέει ο νόμος, κανένας δεν φαίνεται να το πιστεύει. Δηλαδή, αν μεθαύριο πάμε σε κάποιο βιβλιοπωλείο και ο βιβλιοπώλης μάς κάνει έκπτωση άνω του 10%, ποιος θα τον ελέγξει; Θα περνάει η αστυνομία; Θα τον καταγγέλλουν οι εκδότες; ή μήπως οι συνάδελφοί τους βιβλιοπώλες; Και πώς θα ξέρουν αν το συγκεκριμένο βιβλίο ανήκει στις κατηγορίες που προστατεύονται από τον νόμο; Αν είναι δηλαδή νέα έκδοση ή ανατύπωση που βρίσκεται στην αγορά λιγότερο από δύο χρόνια; Διότι αν βρίσκεται στα ράφια περισσότερο από δύο χρόνια, τότε ο νόμος επιτρέπει οποιαδήποτε έκπτωση. Πώς, όμως, θα το ξέρουμε αυτό;


Αν αγοράσουμε το βιβλίο του Παύλου Μάτεσι, φέρ’ ειπείν, «Η μητέρα του σκύλου», ποιος θα αποδείξει πότε κυκλοφόρησε η συγκεκριμένη ανατύπωση και αν έχουν περάσει ή όχι δύο χρόνια από τότε; Σύμφωνα με άλλη διάταξη του νόμου, αυτό θα φαίνεται από την ημερομηνία κατάθεσης του βιβλίου ή της ανατύπωσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη, η οποία κατάθεση θα είναι υποχρεωτική πλέον (σε πέντε αντίτυπα μάλιστα) για όλα τα βιβλία και όλες τις ανατυπώσεις. Και πού θα τα βάζει τόσα βιβλία η Εθνική Βιβλιοθήκη; Μόνο ο κ. Στέφανος Πατάκης, των ομώνυμων εκδόσεων, δηλώνει ότι, αν εφαρμόσει κατά γράμμα τον νόμο, στις περιόδους αιχμής, θα στέλνει 150 βιβλία την ημέρα! Να δούμε πώς θα αντιδράσει η Εθνική Βιβλιοθήκη, η οποία ως γνωστόν δεν διαθέτει χώρο ούτε για τις πρώτες εκδόσεις της τελευταίας δεκαετίας…


«Το Βήμα», προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τη συνέχεια του έργου, έθεσε κάποια ερωτήματα στους πρωταγωνιστές της υπόθεσης και συγκεκριμένα στον πρόεδρο και στον αντιπρόεδρο του ΣΕΒΑ κκ. Μάκη Παντελέσκο (εκδόσεις «Libro») και Βασίλη Χατζηιακώβου (εκδόσεις «Παρουσία»), στον πρόεδρο και στον αντιπρόεδρο του ΣΕΚΒ κκ. Γιώργο Ντουντούμη και Αγγελο Σαββάλα (των ομώνυμων εκδόσεων), σε μεγάλους εκδότες όπως οι κκ. Θανάσης Καστανιώτης, Στέφανος Πατάκης και Ηλίας Λιβάνης, σε παραδοσιακούς εκδότες όπως οι κκ. Δημήτρης Παπαδήμας, Γρηγόρης Τρουφάκος («Τροχαλία»), Βαγγέλης Λάζος («Δωδώνη») και Τίτος Μυλωνόπουλος («Οδυσσέας») και, τέλος, στους εκπροσώπους των δύο βιβλιοπωλείων που παραδοσιακά κάνουν εκπτώσεις, στον κ. Νίκο Λιβέριο από την «Πολιτεία» και στον κ. Βαγγέλη Τρικεριώτη από την «Πρωτοπορία». Οι πιο αισιόδοξοι, υπέρμαχοι από χρόνια της ενιαίας τιμής του βιβλίου (κυρίως οι εκδότες του ΣΕΒΑ), πιστεύουν ότι επιτέλους τώρα η αγορά του βιβλίου θα εξυγιανθεί. Αλλοι, οι σκεπτικιστές, πιστεύουν ότι τίποτε δεν θα αλλάξει: οι μεγάλοι (εκδότες και βιβλιοπώλες) θα παραμείνουν μεγάλοι και η τιμή του βιβλίου η ίδια. Και, τέλος, ορισμένοι (κυρίως μέλη του ΣΕΚΒ, του οποίου η ηγεσία ωστόσο τάσσεται τώρα υπέρ της ενιαίας τιμής) εξακολουθούν να θεωρούν ότι η ενιαία τιμή θα βλάψει την αγορά του βιβλίου. Ολοι εκφράζουν την ευχή να «περπατήσει» αυτός ο νόμος, σαν να τους φαίνεται εκ προοιμίου «ανάπηρος».


Η υπογραφή που έβαλε ο υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγελος Βενιζέλος σε ένα χρόνιο αίτημα των εκδοτών δεν ήταν το τελευταίο επεισόδιο του έργου: ήταν το πρώτο. Τώρα θα αρχίσει η πλοκή και το σασπένς: είναι ένα έργο που εν πολλοίς παίχθηκε στη Γαλλία στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Εκεί ο Τζακ Λανγκ εκπόνησε ένα παρόμοιο νομοσχέδιο στην αρχή της δεκαετίας του ’80, το 1981 για την ακρίβεια, πιστεύοντας ότι έχει δώσει τη σωστή λύση στο πρόβλημα. Η πράξη έδειξε ότι έπρεπε να ακολουθήσουν αμέτρητες υπουργικές αποφάσεις, διορθωτικές του νόμου, για να «στρώσει» το αρχικό κείμενο. Εστρωσε τελικά; Ούτε σε αυτό συμφωνούν οι έλληνες εκδότες. Αλλοι προβάλλουν το γεγονός ότι από τη στιγμή που εφαρμόστηκε στη Γαλλία η ενιαία τιμή του βιβλίου η μεγάλη αλυσίδα FNAC έγινε ακόμη μεγαλύτερη και απέκτησε 11 καινούργια υποκαταστήματα. Αλλοι προβάλλουν το γεγονός ότι, άσχετα από το τι έκανε η FNAC, το βιβλίο ουσιαστικά φθήνυνε, όπως προκύπτει από ακλόνητα στοιχεία: πριν από τον γαλλικό νόμο, το 1980, η αύξηση της τιμής του βιβλίου στη Γαλλία ήταν 16,5% και το 1981 επίσης 16,5%, ενώ μετά τον νόμο, το 1982, η αύξηση μειώθηκε σε 12,3%, το 1983 έγινε 11,7%, το 1984 συρρικνώθηκε σε 5,7% και το πρώτο τρίμηνο του 1985 σχεδόν εκμηδενίστηκε σε 0,7%, αποτέλεσμα που σε σχέση με τον γενικό δείκτη τιμών σήμανε ουσιαστική μείωση της τιμής του βιβλίου.


Ας επιστρέψουμε στον ελληνικό χώρο. Κατ’ αρχάς, ο νόμος δεν ισχύει ακόμη. Μπορεί να δημοσιεύθηκε αλλά για να ισχύσει απαιτείται μια πρώτη υπουργική απόφαση η οποία να καθορίζει από πότε θα αρχίσει η ισχύς του (από τα βιβλία του ’97, από τα βιβλία του ’98 ή για όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν;) και πού θα φαίνεται η ενιαία τιμή (θα είναι τυπωμένη πάνω στα βιβλία ή θα αναγράφεται μόνο στους τιμοκαταλόγους;). Δεύτερον, όταν λέμε ότι καταργούνται οι εκπτώσεις, δεν εννοούμε ότι καταργούνται τελείως. Ο νόμος επιτρέπει μια διακύμανση της τάξεως του 10% καθώς και μια περίοδο εκπτώσεων 15 ημερών (που μπορεί να τροποποιηθεί με άλλη υπουργική απόφαση και να γίνει δύο περίοδοι εκπτώσεων τον χρόνο, κατά προτίμηση στη διάρκεια των Εκθέσεων Βιβλίου, όταν η κίνηση στα βιβλιοπωλεία θεωρητικά πέφτει). Επειτα, όταν λέμε ότι καταργούνται οι εκπτώσεις στα βιβλία, δεν διευκρινίζουμε τι ακριβώς είναι ένα βιβλίο. Ο Ατλας είναι βιβλίο; Οχι, απαντούν οι περισσότεροι εκδότες. Τα παιδικά πλαστικοποιημένα βιβλιαράκια (board-books, όπως επικράτησε διεθνώς) για τα νήπια είναι βιβλία; Οχι, απαντούν οι περισσότεροι. Τα CD-ROM είναι βιβλία; Ναι, εφόσον αναπαράγουν ακριβώς το περιεχόμενο ενός βιβλίου, διαφορετικά όχι. Τέτοιο κοσκίνισμα. Ολη η περασμένη εβδομάδα κύλησε με αλλεπάλληλες συσκέψεις των εκδοτών μεταξύ τους προκειμένου να συμφωνήσουν στις προτάσεις που θα υποβάλουν στον υπουργό Πολιτισμού για να συνταχθεί η αναγκαία υπουργική απόφαση. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πήγαιναν στον υπουργό με μία κοινή πρόταση: να έχει και ο υπουργός να επιλέξει.


Οι αισιόδοξοι


«Δεν διαφωνούμε. Απλώς συζητούμε τα επιμέρους ζητήματα. Σύντομα θα μπει μια τάξη στον χώρο του βιβλίου» δηλώνουν οι υπεύθυνοι των δύο συλλόγων που σπανίως συμφωνούν σε κάτι. Η αλήθεια είναι ότι τώρα, ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά, ΣΕΒΑ και ΣΕΚΒ συμφωνούν: η ενιαία τιμή θα εξυγιάνει τον χώρο και κυρίως θα σταματήσει την ανυποληψία του βιβλίου, το οποίο είχαμε μάθει ­ κακώς ­ να αναζητάμε στην έκπτωση (ούτε τα ρούχα ούτε τα παπούτσια αξιώνουμε να έχουν έκπτωση στις μη εκπτωτικές περιόδους). «Γιατί να μη μάθει ο αναγνώστης ότι ένα βιβλίο έχει την πραγματική αξία του, που ανταποκρίνεται στο κόστος του και στην αμοιβή του συγγραφέα; γιατί να μη συμμετέχει σ’ αυτή τη διαδικασία παρά να αντιμετωπίζει το βιβλίο μικροεμπορικά, πόσο το έχεις εσύ, πόσο εσύ… Γιουσουρούμ το βιβλίο δεν μπορεί να γίνει» λέει ο κ. Θανάσης Καστανιώτης. Επειτα η κατάργηση των εκπτώσεων αναμένεται να βελτιώσει την πληρότητα και την ενημέρωση των βιβλιοπωλείων αφού ο στόχος του βιβλιοπώλη δεν θα είναι πλέον «να μαζεύει όσα βρίσκει με έκπτωση για να πουλάει φθηνότερα» αλλά να επιλέγει τους τίτλους που πραγματικά θέλει.


Βεβαίως, ουδείς ισχυρίζεται ότι η κατάργηση των εκπτώσεων θα πλήξει τα μεγάλα βιβλιοπωλεία. Απλώς θα ευνοήσει τα μικρά αφού όλοι θα πωλούν με τις ίδιες τιμές. Οποιος πήγαινε στο κέντρο για να αγοράσει βιβλία θα εξακολουθήσει πιθανόν να το κάνει. Οποιος, όμως, θα αγοράσει βιβλίο στην περιοχή του δεν θα αισθάνεται ότι ο βιβλιοπώλης της περιοχής είναι απατεώνας. Από την άλλη πλευρά, εφόσον ο νόμος εφαρμοσθεί σωστά και εφόσον εκδοθούν όσες υπουργικές αποφάσεις χρειασθούν, το μακροπρόθεσμο όφελος θα είναι η εξυγίανση της αγοράς του βιβλίου. Ο εκπτώσεις θα πάψουν να αποτελούν θέλγητρο για τον αναγνώστη, ο οποίος θα στρέφεται σε ένα βιβλιοπωλείο για άλλους λόγους: επειδή είναι ενημερωμένο, επειδή προσφέρει καλές υπηρεσίες, επειδή διαθέτει ένα βιβλιοφιλικό, ζεστό περιβάλλον, επειδή είναι εξειδικευμένο και κατά το δυνατόν πλήρες. Ολα, στην ιδανική (ως ουτοπική) περίπτωση, θα πηγαίνουν ρολόι: οι συγγραφείς θα γνωρίζουν ακριβώς πόσο τιμάται το βιβλίο τους, σε ποια ανατύπωση βρίσκεται, ποιο ποσοστό τούς αναλογεί, τι αμοιβή θα βάλουν στην τσέπη τους. Οι κληρονόμοι πνευματικών δικαιωμάτων, ομοίως, θα γνωρίζουν τα ίδια. Η Εφορία, ομοίως, θα γνωρίζει τα ίδια. Τόση διαφάνεια, πώς να την πιστέψουμε;


Πάντως, θα υπάρχουν και βιβλία με εκπτώσεις: τα παλιά. Τα παλιά δεν είναι οπωσδήποτε «κακά» βιβλία. Μάλιστα, ενδέχεται να ανασυρθούν κάποια «δύσκολα» βιβλία ή άλλα τα οποία για διάφορους λόγους συγκυρίας δεν πουλήθηκαν τα πρώτα δύο χρόνια ζωής τους. Τώρα τους δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία: στους πάγκους των εκπτώσεων. Τα καινούργια βιβλία, όμως, με ποια λογική να δίνονται με έκπτωση; Οταν εκδίδεται ένα βιβλίο, πρέπει να έχει μια τιμή η οποία να αντανακλά το κόστος της έκδοσής του. Οι ανατυπώσεις, ομοίως, θα έχουν ενιαία τιμή. «Το τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, όσα χρόνια και αν ανατυπώνεται, μονίμως θα έχει ενιαία τιμή. Αν το δούμε στις εκπτώσεις, θα σημαίνει ότι έχει σταματήσει να πουλάει (ή ότι κάτι πάει στραβά). Πού θα χωρούν οι νέες εκδόσεις, οι ανατυπώσεις και τα παλιά βιβλία που θα δίνονται με έκπτωση; Και πάλι αναβαθμίζεται ο ρόλος του βιβλιοπωλείου: θα είναι πλέον δουλειά του βιβλιοπώλη να σκεφθεί ποια βιβλία θα κρατήσει, σε ποια θέση, ποια επιλογή θα κάνει, σε ποιο κοινό στοχεύει.


Και, βεβαίως, το κυριότερο επιχείρημα υπέρ της ενιαίας τιμής είναι ότι η κατάργηση των εκπτώσεων θα σημάνει το τέλος των πλασματικών τιμών: προκειμένου να δίνουν τα βιβλία τους στη χονδρική με έκπτωση σε κάποια βιβλιοπωλεία, όπως δηλώνουν πολλοί εκδότες, διόγκωναν τις τιμές προκαταβολικά, με αποτέλεσμα να είναι εικονική η έκπτωση σε δυο – τρία βιβλιοπωλεία του κέντρου και ακριβότερα τα βιβλία σε όλα τα υπόλοιπα βιβλιοπωλεία της επικράτειας. Συνεπώς, με την κατάργηση του «εκβιασμού» των εκπτώσεων, τα βιβλία θα φθηνύνουν ή για την ακρίβεια δεν θα ακριβύνουν όσο άλλες χρονιές.


Ο αντίλογος


Η αντίθετη άποψη λέει ότι ποτέ δεν υπήρχαν πλασματικές τιμές. «Υπάρχουν διάφοροι μύθοι» λέει ο κ. Νίκος Λιβέριος από το βιβλιοπωλείο «Πολιτεία». «Τα τρία – τέσσερα βιβλιοπωλεία που έκαναν εκπτώσεις δεν πιάνουν ούτε το 5% ή το 7% του τζίρου των εκδοτών. Από τα 3.000 βιβλία που στέλνει σε όλη την Ελλάδα ένας μεγάλος εκδότης, εμείς δεν πουλάμε ούτε τα 200. Αυτά τα 200 καθορίζουν την τιμή των άλλων 3.000; Δεν σας φαίνεται λίγο μύθος;» ερωτά ο κ. Λιβέριος. Και όντως οι μεγάλοι εκδότες απαντούν ότι οι ίδιοι δεν αισθάνονταν καμία πίεση από τα εκπτωτικά βιβλιοπωλεία, διότι ακριβώς ήταν μεγάλοι. Οι μικροί, όμως; «Υπάρχουν εκδότες που διακινούν τα βιβλία τους μόνο στα δυο – τρία εκπτωτικά βιβλιοπωλεία του κέντρου» μας ενημερώνουν οι συνάδελφοί τους, αφού κανένας βεβαίως δεν παραδέχεται ο ίδιος ότι κάνει τέτοιου είδους διακίνηση. Και πάλι όμως η αντίθετη άποψη επιμένει: «Η ενιαία τιμή εφαρμόστηκε σε χώρες με εντελώς διαφορετικά προβλήματα από τα δικά μας. Στη Γαλλία, λ.χ., υπήρχε πράγματι μια μονοπωλιακή κατάσταση: η FNAC ήταν μεγαθήριο με δεκάδες υποκαταστήματα σε όλη τη χώρα. Εμείς έχουμε ένα μόνο βιβλιοπωλείο στην Ασκληπιού και η «Πρωτοπορία» έχει δύο, ένα στην Αθήνα και ένα στη Θεσσαλονίκη. Λέγεται αυτό μονοπωλιακή κατάσταση; Φαίνεται και με γυμνό μάτι αν είναι ή όχι» καταλήγει ο κ. Λιβέριος, για να προσθέσει: «Εμείς δεν θα έχουμε πρόβλημα. Ενα πραγματικό βιβλιοπωλείο έχει και άλλα προσόντα, δεν ελκύει το κοινό του μόνο με τις τιμές. Το κακό είναι ότι το βιβλίο θα είναι το μοναδικό είδος που δεν θα μπορεί να έχει χαμηλότερη τιμή. Μόνο στα φάρμακα ισχύει αυτό, αλλά ακόμη κι εκεί την τιμή την καθορίζει το κράτος. Εδώ την τιμή θα την καθορίζουν οι εκδότες. Ελπίζω ότι, όταν φανεί πως τα αποτελέσματα είναι αντίθετα με τα προσδοκώμενα, θα τροποποιηθεί ο νόμος».


«Οι μόνοι που θα ωφεληθούμε είμαστε εμείς» λέει ο κ. Βαγγέλης Τρικεριώτης από το βιβλιοπωλείο «Πρωτοπορία». «Για ποιον λόγο ο δικός μας πελάτης να πάει αλλού; Από την πλευρά της επιχείρησης, λογικά χωρίς εκπτώσεις θα αυξήσουμε τα κέρδη μας. Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ, ως νοήμων άνθρωπος, να πάω και να ζητήσω να αυξήσω τα κέρδη μου. Αλλά σε ποιον να το πω ότι δεν έχω βάλει το χέρι μου για να ψηφισθεί αυτός ο νόμος;» ερωτά ο κ. Τρικεριώτης, φέρνοντάς μας στον νου τη ρητορική αποστροφή στην αρχή του «Υπέρ αδυνάτου λόγου» του Λυσία: «Ου πολλού δέω χάριν έχειν, ω Βουλή, τω κατηγόρω, ότι μοι παρεσκεύασε τον αγώνα τουτονί…» («Δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ χάρη στον κατήγορο που μου έκανε αυτή τη μήνυση…»). Συγχρόνως, όμως, ο κ. Τρικεριώτης δηλώνει ότι προς το παρόν «αυτός ο νόμος είναι σαν να μην υπάρχει. Κανένας δεν μπορεί να απαντήσει για το τι θα γίνει. Ο νόμος είναι ασαφής, δεν λέει απολύτως τίποτε. Θέλω να δω πώς θα γίνεται ο έλεγχος στην αγορά». Πάντως, ειδικά για το θέμα αυτό ο μεν πρόεδρος του ΣΕΚΒ δήλωσε ότι «εμείς δεν θα κάνουμε την αστυνομία, δεν πρόκειται να έχουμε καμία ανάμειξη με τα βιβλιοπωλεία, ας τα βρουν μεταξύ τους», ο δε πρόεδρος του ΣΕΒΑ δήλωσε ότι «εμείς, ως σύλλογος, θα κάνουμε αγωγές όταν διαπιστώνουμε ότι παραβιάζεται ο νόμος. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα στέλνουμε αστυνομία ή αγορανομία αλλά θα κάνουμε αγωγές, δηλαδή θα πηγαίνουμε στα δικαστήρια».


Ο ισχυρότερος ίσως αντίλογος, ότι θα πληγούν οι μικρομεσαίοι εκδότες, διατυπώνεται από τον εκδότη του «Οδυσσέα» κ. Τίτο Μυλωνόπουλο, ο οποίος επισημαίνει ότι ο ανταγωνισμός τώρα περνάει από τα βιβλιοπωλεία στους εκδότες: «Οι μεγάλοι εκδότες, για να καταλαμβάνουν τους πάγκους και τις βιτρίνες στα βιβλιοπωλεία, θα προσφέρουν πολύ χαμηλότερες τιμές στους βιβλιοπώλες αφού στη χονδρική πώληση δεν ισχύει η ενιαία τιμή. Ετσι θα μεγαλώσει η ψαλίδα ανάμεσα στον μεγάλο εκδότη και στον μικρομεσαίο. Σκεφθείτε ότι ένας μεγάλος εκδότης μπορεί να συντηρήσει ένα βιβλιοπωλείο μόνος του». Η απάντηση των μεγάλων εκδοτών είναι απλή: «Αυτό μπορούσε να συμβεί και πριν. Ο,τι κάναμε πριν το ίδιο θα συνεχίσουμε να κάνουμε» λέει ο κ. Ηλίας Λιβάνης, ενώ ο κ. Θανάσης Καστανιώτης αντιστρέφει το επιχείρημα λέγοντας ότι «ο μεγάλος εκδότης κρίνεται από το εξής: σε ποιον βαθμό προσπαθεί να περάσει στον μεγαλύτερο αριθμό σημείων πώλησης σε όλη την Ελλάδα για να προωθήσει τα βιβλία του. Οι μικροί είναι εκείνοι που πηγαίνουν σε ένα βιβλιοπωλείο του κέντρου, αφήνουν 200 βιβλία και τέλειωσαν».


Οι ενστάσεις, ωστόσο, μπορούν να αφομοιωθούν εποικοδομητικά στις αναμενόμενες υπουργικές αποφάσεις. Αν τεθεί παρόμοιο ζήτημα, γιατί να μην ισχύσει λ.χ. η ενιαία τιμή και στη χονδρική πώληση; Πολλά θέματα μένουν να συζητηθούν ακόμη, αφού το μόνο βέβαιον είναι ότι ο νόμος αφήνει πολλά κενά. Είναι, φαίνεται, αναπόφευκτο: στη Γαλλία οι διορθωτικές εγκύκλιοι έπεφταν σαν το χαλάζι· στην Ισπανία, στα δύο χρόνια που ισχύει η ενιαία τιμή, τα ίδια συμβαίνουν. Και εδώ ο χρόνος θα δείξει. Ο μείζων κίνδυνος μάλλον είναι να καταληφθούμε από την εμμονή ότι το βιβλίο πρέπει να φθηνύνει: τα φθηνά βιβλία σημαίνουν φθηνές μεταφράσεις, φθηνό χαρτί, ελάχιστο κόστος παραγωγής, αποφυγή πολυδάπανων εκδόσεων. Σε τελευταία ανάλυση, το καλό είναι ακριβό.