Αntony Beevor
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος

}Μετάφραση Γιώργος Μπλάνας
Εκδόσεις Γκοβόστη, 2018
σελ. 992, τιμή 45,50 ευρώ

Η πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα είναι μια εποχή που εξοικείωσε ξανά το δυτικό κοινό με την καθημερινότητα του πολέμου. Αν εξαιρέσει κανείς την πραγματικότητα των τζιχαντιστικών επιθέσεων, πρόκειται κυρίως για τον λόγο περί πολέμου: για τις δυτικές παρεμβάσεις σε άλλα σημεία του κόσμου, τις εμφύλιες συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, τη χρηματοδότηση, τις αποφάσεις, τις στρατηγικές προεκτάσεις, τα μέσα, την επιμελητεία, τις απώλειες, τις εκεχειρίες, τις παραβιάσεις, τον άμαχο πληθυσμό, τον φόρο αίματος. Η επάνοδος ενός λεξιλογίου που είχε περιοριστεί μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας συμβάδισε με την κατακόρυφη αύξηση της ιστορικής παραγωγής: στη συγκυρία των συγκρούσεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν η διεθνής ιστορική κοινότητα αναζητεί επίμονα τα τελευταία χρόνια διδάγματα των συρράξεων του παρελθόντος ή υπενθυμίζει ότι ο πόλεμος είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη δραστηριότητα και δεν εξαρτάται από τα επιτεύγματα ενός πολιτισμού.

Ως προς το τελευταίο, η περίπτωση του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα είναι ενδεικτική: αν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε η πρώτη «βιομηχανική σύγκρουση» με εκατομμύρια θύματα, η οποία έθεσε τέλος στην πίστη του «μακρού 19ου αιώνα» στην ιδέα της προόδου, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σημαδεύτηκε από την επιστροφή στην αγριότητα του αδιάκριτου φόνου αμάχων και την καινοτομία της προγραμματικής γενοκτονικής εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού. Μνημονεύοντας ακριβώς τις δύο αυτές συρράξεις και τις σύγχρονες εκτιμήσεις για τη συνέχειά τους ως «τριακονταετούς πολέμου» ή «ευρωπαϊκού εμφυλίου» στην εισαγωγή του έργου του «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», ο πολυδιαβασμένος βρετανός ιστορικός και φημισμένος συγγραφέας του «Στάλινγκραντ» Αντονι Μπίβορ θέτει το πλαίσιο για μια εξαίρετη αφηγηματική προσέγγιση της «μεγαλύτερης ανθρωπογενούς καταστροφής στην Ιστορία».

Ατομο και ιστορικές δυνάμεις

Κύρια επιδίωξη του συγγραφέα αποτελεί να «γίνει κατανοητό στο σύνολό του το πολύπλοκο παζλ των άμεσων και έμμεσων συνεπειών, των ενεργειών και των αποφάσεων» του πολέμου. Γνωρίζοντας τη δυσχέρεια να ειπωθεί με πρωτότυπο τρόπο ένα αφήγημα του οποίου οι βασικές γραμμές έχουν εντυπωθεί βαθιά στη συλλογική συνείδηση Ευρώπης και ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες, ο Μπίβορ προχωρεί προς τρεις κατευθύνσεις: πλαισιώνει τα γεγονότα με την προσωπική εμπειρία, τονίζει παραγκωνισμένες πτυχές της σύρραξης, παρουσιάζει μια διόλου εξωραϊσμένη εικόνα του πεδίου της μάχης. Η κλασική μέθοδος της στρατιωτικής ιστορίας διανθίζεται κατά τον χαρακτηριστικό του τρόπο με χωρία ημερολογίων, επιστολών, απομνημονευμάτων που αναδεικνύουν ανάγλυφα την εμπειρία των απλών ανθρώπων. Ενδεικτική η περίπτωση του Κορεάτη Γιανγκ Κιουνγκγιόνγκ που ανοίγει το βιβλίο: επιστρατευμένος με τη βία το 1938 από τους Ιάπωνες που είχαν εισβάλει στη Μαντζουρία, συνελήφθη το 1939 από τους Σοβιετικούς μετά τις πολύνεκρες μεθοριακές συγκρούσεις στην περιοχή Χαλχίν Γκολ, εξαναγκάστηκε μαζί με χιλιάδες άλλους αιχμαλώτους να πολεμήσει με τον Κόκκινο Στρατό το 1942, αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς στη μάχη του Χαρκόβου το 1943, φόρεσε τη στολή της Βέρμαχτ, παραδόθηκε τον Ιούνιο του 1944 στη διάρκεια της απόβασης στη Νορμανδία στους Αμερικανούς. Δίκαια ο Μπίβορ τον κατονομάζει ως «ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα της αδυναμίας των πιο κοινών θνητών απέναντι στις κατά τα φαινόμενα συντριπτικές ιστορικές δυνάμεις».
Οι «συντριπτικές ιστορικές δυνάμεις» αποτυπώνονται στη θεώρηση του βρετανού ιστορικού ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος οφείλει να γίνει κατανοητός ως «αμάλγαμα συγκρούσεων». Η συνήθης διάκριση μεταξύ ευρωπαϊκού μετώπου και μετώπου του Ειρηνικού οφείλει να συμπληρωθεί, σύμφωνα με τον Μπίβορ, από την επίγνωση ότι εξελίσσεται ταυτόχρονα τόσο ως πόλεμος μεταξύ εθνών όσο και ως «διεθνής εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς». Αναγκαία θεωρεί επίσης την αναθεώρηση της σημασίας των γεγονότων στην Απω Ανατολή. Η ήττα των Ιαπώνων στη μάχη του Χαλχίν Γκολ το καλοκαίρι του 1939 συνέβαλε αποφασιστικά στην ανακατεύθυνση της στρατηγικής τους που οδήγησε στην επίθεση στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941. Με τη σειρά της η ιαπωνική στροφή προς τον Ειρηνικό θα επέτρεπε στον Στάλιν να αποσύρει από τη Σιβηρία τις δυνάμεις που του έλειπαν για να σταματήσει την προέλαση της Βέρμαχτ στις πύλες της Μόσχας την ίδια χρονική στιγμή. Ο Σινοϊαπωνικός Πόλεμος (1937-1945), τέλος, συνιστά υποδειγματική περίπτωση περιφερειακής σύρραξης που συγχωνεύεται με την κύρια επηρεάζοντας τη δυναμική του μετώπου του Ειρηνικού και τις διπλωματικές ισορροπίες μεταξύ Βρετανίας, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ενωσης.

Η φρίκη του πολέμου

Το δυναμικότερο ίσως στοιχείο του κειμένου του Αντονι Μπίβορ ωστόσο είναι η απεικόνιση του πεδίου της μάχης χωρίς καμία απολύτως εξιδανίκευση –με «αίμα, περιττώματα και φόβο», όπως έγραφε στην κριτική του για το βιβλίο ο αμερικανός ιστορικός Τζέραρντ Ντέγκρουτ το 2012. Πτώματα αμάχων που στοιβάζονται σε σωρούς και καίγονται με βενζίνη, πεζικάριοι που συνθλίβονται κάτω από τις ερπύστριες αρμάτων, άψυχα κορμιά στρατιωτών που κρέμονται από συρματοπλέγματα συνθέτουν μία από τις συγκλονιστικότερες περιγραφές των τελευταίων δεκαετιών για τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για σκηνές που δεν αφορούν το Ολοκαύτωμα. Παράλληλα, ο Μπίβορ αναδεικνύει μία από τις πιο αποσιωπημένες λεπτομέρειες του πολέμου –τον κανιβαλισμό που ασκήθηκε από τα ιαπωνικά στρατεύματα «ως συστηματική και οργανωμένη στρατιωτική τακτική». Παρά το γεγονός ότι τα τεκμήρια που αποδείκνυαν ότι δεν επρόκειτο μόνο για μεμονωμένα, τυχαία περιστατικά αλλά για διαδεδομένη πρακτική είχαν συγκεντρωθεί από νωρίς, «ο κανιβαλισμός δεν παρουσιάστηκε ποτέ ως έγκλημα στο Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου στο Τόκιο το 1946. Ο λόγος ήταν ότι αυτό το ζήτημα θα συγκλόνιζε τις οικογένειες των στρατιωτών που είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο του Ειρηνικού».
Τα πρόσωπα και οι καμπές, ο Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ, ο Στάλιν, ο «κεραυνοβόλος πόλεμος», το Στάλινγκραντ και η απόβαση στη Νορμανδία αποτυπώνονται στο βιβλίο του Αντονι Μπίβορ με τη δεξιοτεχνία που τον έκανε να λογίζεται ως κορυφαίος popular historian. Θα βρει κανείς στο κείμενό του μια πλήρη, κατατοπιστική και ρέουσα αφήγηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως προς τις σύγχρονες προεκτάσεις του, είναι ενδεικτικό ότι ο συγγραφέας που κατά τον ιστορικό Ρότζερ Μούρχαουζ «έπαιξε καίριο ρόλο στην πρόσφατη έκρηξη της εκλαϊκευμένης Ιστορίας» επιλέγει να κλείσει το έργο απευθύνοντας μια προειδοποίηση για την ιδεολογική χρήση και κατάχρησή της: οι παραλληλισμοί της 11ης Σεπτεμβρίου με το Περλ Χάρμπορ ή του Σαντάμ Χουσεΐν με τον Χίτλερ στους οποίους προβαίνουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι «για να δραματοποιήσουν υπέρ το δέον την κατάσταση […] ή να αντλήσουν λίγο από το κύρος του Ρούζβελτ και του Τσόρτσιλ» συνιστούν «ανακριβείς ιστορικούς παραλληλισμούς» και «αποπροσανατολιστικές συγκρίσεις». Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν εξηγείται με «αυθαίρετες γενικεύσεις», επισημαίνει ο Μπίβορ –ούτε, θα συμπλήρωνε κανείς, και η σύγχρονη Ιστορία με αναγωγισμούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ