PETER LONGERICH
Goebbels
Εκδόσεις Bodley Head, 2015,
τιμή 30 στερλίνες

Τον Απρίλιο του 2015, δύο εβδομάδες περίπου πριν από την κυκλοφορία στα αγγλικά της βιογραφίας του Γιόζεφ Γκέμπελς από τον κορυφαίο γερμανό ιστορικό Πέτερ Λόνγκεριχ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ρόγιαλ Χόλογουεϊ του Λονδίνου, ο εκδοτικός οίκος Random House έγινε αποδέκτης μιας μήνυσης: οι κληρονόμοι του αρχιπροπαγανδιστή του Γ’ Ράιχ απαιτούσαν την καταβολή συγγραφικών δικαιωμάτων για τη χρήση των προσωπικών ημερολογίων του. Οι εκδότες συναίνεσαν με την προϋπόθεση το αντίτιμο να δωρηθεί σε φιλανθρωπική οργάνωση για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, η δικηγόρος της οικογένειας ωστόσο αρνήθηκε και η υπόθεση εκκρεμεί στα γερμανικά δικαστήρια. Το συμβάν αποτελεί ταιριαστή υπόμνηση για το πώς η σκιά ενός βερμπαλιστή, μισαλλόδοξου, ερωτύλου, μέτριων διανοητικών ικανοτήτων εξτρεμιστή, όπως τον περιγράφει στην εξαντλητική από πλευράς τεκμηρίωσης και συναρπαστική από άποψης αφήγησης βιογραφία του ο γερμανός ιστορικός, μπορεί να έχει απρόσμενες προεκτάσεις 70 χρόνια μετά το τέλος του.

Ο ναζί ναρκισσιστής


Ο Λόνγκεριχ προσεγγίζει τον Γκέμπελς ως μια ναρκισσιστική προσωπικότητα σε αναζήτηση καθοδηγητή. Ο χωλός μελλοντικός ναζί στέκεται μπροστά σε ένα πορτρέτο του μεγάλου ποιητή Φρίντριχ Σίλερ αναζητώντας φανταστικές φυσιογνωμικές ομοιότητες. Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Ρίχαρντ Βάγκνερ στοχάζεται τα παράλληλα του βίου τους. Ως υπουργός «Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας» (τίτλο, παρεμπιπτόντως, τον οποίο σιχαινόταν και επανειλημμένως είχε προσπαθήσει έντεχνα να εισαγάγει στο αξίωμά του τον όρο «πολιτισμός») παρακολουθεί ανελλιπώς στα ημερολόγιά του τα σχόλια και τον αντίκτυπο των ομιλιών του στον κατευθυνόμενο από τον ίδιο Τύπο. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης τον οδηγεί έπειτα από διάφορες πολιτικές αμφιταλαντεύσεις («είμαι ένας γερμανός κομμουνιστής» έγραφε το 1924) στην αναγωγή του Χίτλερ σε πνευματικό και πολιτικό του φάρο: «Είναι μια μεγαλοφυΐα. Το φυσικά δημιουργικό όργανο της θείας πρόνοιας. (…) Είναι σαν παιδί, συμπαθητικός, καλός, ευγενικός. Σαν γάτα, πονηρός, έξυπνος, εύστροφος. Σαν λιοντάρι, βρυχώμενος, μεγάλος, γιγάντιος. Ενας υπέροχος άνθρωπος, ένας άνδρας».
Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, όπως χαρακτηριστικά στο ζήτημα της προσέγγισης της Σοβιετικής Ενωσης που πρόβαλλε στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Γκέμπελς θα ανακρούσει πρύμναν με θαυμαστή ευελιξία όταν ανακύψουν διαφορές με τον αρχηγό του –παρά το γεγονός ότι για χρόνια θα γκρινιάζει ιδιωτικά για τη φθοροποιό επίδραση του «περιβάλλοντος του Μονάχου».
Αυτήν ακριβώς τη γνώση της ιδιωτικής διάστασης των σκέψεων και της λογικής του ηγέτη της εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας εκμεταλλεύεται ο Λόνγκεριχ στο έπακρο. Τα ημερολόγιά του καλύπτουν την περίοδο 1923-1945, εκδόθηκαν σε 29 τόμους στα γερμανικά μεταξύ 1993 και 2008 και αποτελούν τόσο ανεκτίμητο χρονικό των διεργασιών στο εσωτερικό του Γ’ Ράιχ (η μόνη διασωθείσα συστηματική καταγραφή πεπραγμένων από κορυφαίο στέλεχος του καθεστώτος) όσο και αντίβαρο στον δημόσιο μύθο που ο Γκέμπελς και τα προπαγανδιστικά του όργανα είχαν πλάσει για τον ίδιο. Υποβάλλοντάς τα σε εξονυχιστική ανάλυση και αντιπαραβολή με άλλες πηγές ο Λόνγκεριχ επιτυγχάνει έναν διττό σκοπό: αναπαριστά τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας του ναζιστικού μηχανισμού προπαγάνδας, ενώ παρακολουθεί την άνοδο του υποκειμένου του στους αναβαθμούς της εξουσίας.
Δημοσιογράφος και αγκιτάτορας


Ο εθνικοσοσιαλιστής Γκέμπελς μεταβάλλεται από διδάκτορα Φιλολογίας και αποτυχημένο λογοτέχνη σε ομιλητή, δημοσιογράφο, αγκιτάτορα. Ακτιβιστής αρχικά στην πατρίδα του, Ρηνανία, διακρίνεται ως προπαγανδιστής μετά την τοποθέτησή του σε ηγετική θέση στο Βερολίνο το 1926. Εφαρμόζει στις εκλογικές αναμετρήσεις των αρχών της δεκαετίας του ’30 τις αμερικανικές μεθόδους της διαφημιστικής εκστρατείας, ποντάρει στην ακραία πόλωση, στη σκανδαλολογία, στον βίαιο αντισημιτισμό, στην αερομεταφορά του αρχηγού του από πόλη σε πόλη κατά τις προεδρικές εκλογές του 1932 προκειμένου να τον ταυτίσει στο μυαλό του κοινού με τις έννοιες του εκσυγχρονισμού και της σωματικής ρώμης. Η ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933 του αποφέρει ένα υπουργείο με ευρύτατες δικαιοδοσίες, αν και συγκεχυμένες αρμοδιότητες, ώστε κατά την πάγια πρακτική του Φύρερ εκείνος να αποβαίνει μόνιμος διαιτητής των υφισταμένων του. Στο «ευγενές αυτό είδος δημοκρατίας», όπως ο Γκέμπελς χαρακτηρίζει τη ναζιστική δικτατορία τον Σεπτέμβριο του 1933, προχωρεί στη «μεταμόρφωση του Τύπου σε δημόσιο όργανο και τη νομική και διανοητική του ενσωμάτωση στο κράτος»: ο Τύπος δεν πρέπει «μόνο να πληροφορεί αλλά και να διδάσκει (…), είναι σαν ένα πιάνο στα χέρια της κυβέρνησης». Πρακτικά αυτό σημαίνει τη συρρίκνωση του αριθμού των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν στη Γερμανία από περισσότερες από 3.000 το 1933 σε 975 το 1944, εκ των οποίων το 80% εκδιδόταν από τον κομματικό εκδοτικό οίκο.
Το κυνήγι του ποδόγυρου


Στα δικά του χέρια ο ερωτύλος Γκέμπελς φροντίζει να κρατά σχεδόν πάντοτε, εκτός από τα ηνία του Τύπου, και περισσότερες από μία θηλυκές υπάρξεις –«η καρδιά μου είναι αρκετά μεγάλη για να χωράει δύο γυναίκες την ίδια στιγμή» είναι το δόγμα του. Πριν από τον γάμο του με τη Μάγδα, το γένος Ρίτσχελ, το 1931, καταναλώνει συντρόφους στην πραγματικότητα και στη φαντασία («κάθομαι στην τελευταία πράξη δίπλα σε μια υπέροχη γυναίκα και προβαίνουμε σε μια μικρή ερωτική τελετουργία, χωρίς ούτε μία λέξη, μόνο με δύο βλέμματα, δύο ανάσες»), έπειτα αποδεικνύεται κατά συρροήν μοιχός.
Διόλου ανέφελη, παρά τα έξι παιδιά τους, η σχέση με τη σύζυγό του περιπλέκεται περισσότερο εξαιτίας της παρουσίας του Χίτλερ: ο προϊστάμενος του Γιόζεφ δηλώνει ερωτευμένος με τη Μάγδα, συναινεί όμως στον δικό τους γάμο με αντάλλαγμα την προνομιακή πρόσβαση σε μια γυναίκα την οποία θεωρεί ιδανικό ταίρι ενός ηγέτη. Η φράου Γκέμπελς θα μετατραπεί έτσι σε ένα είδος «πρώτης κυρίας του Ράιχ», εκείνης που βρίσκεται συνήθως δημόσια στο πλευρό ενός άνδρα χωρίς εμφανή προσωπική ζωή (η σύντροφος του Αδόλφου, Εύα Μπράουν, έμενε στο παρασκήνιο). Ή, όπως το θέτει ο Λόνγκεριχ, «αναπτύχθηκε έτσι μια τριγωνική σχέση μεταξύ Χίτλερ, Γκέμπελς και Μάγδας στην οποία η Μάγδα έγινε η γυναίκα που θα έπαιρνε τη θέση της στο πλάι του Χίτλερ προσφέροντάς του τις κοινωνικές της δεξιότητες, το καλό της γούστο και τις συμβουλές της, εξωτερικά όμως θα εξουδετερωνόταν όσον αφορά το ερωτικό ζήτημα διά του γάμου της με τον Γκέμπελς».
Ο διακανονισμός θα δώσει στο ζευγάρι, ιδιαίτερα στον υπουργό Προπαγάνδας, τη δυνατότητα άσκησης ξεχωριστής επιρροής καθιστώντας τους υποκατάστατο οικογένειας για τον Χίτλερ. Ωστόσο η σχέση έχει και την αρνητική της πλευρά –αυτή της απόλυτης εξάρτησης από τις θελήσεις του Αδόλφου. Φήμες για κάποια από τις απιστίες της Μάγδας τον κάνουν να τους κρατά σε απόσταση το φθινόπωρο του 1934, με αποτέλεσμα «η υποψία ότι έχαναν την εύνοια του Φύρερ να αρκέσει για να τους βυθίσει σε κανονική κατάθλιψη».
Οταν το 1938 ο γάμος φτάνει στα όριά του εξαιτίας της εξωσυζυγικής σχέσης του Γκέμπελς με την τσέχα ηθοποιό Λίντα Μπαρόβα, ο Χίτλερ παρεμβαίνει καταλυτικά, απαγορεύει το διαζύγιο, διαμηνύει στην πέτρα του σκανδάλου ότι η καριέρα της στη Γερμανία τελείωσε και επαναφέρει το ζεύγος στον ζυγό.
Αφοσιωμένος ρατσιστής


Παρά το κυνήγι του ποδόγυρου, τη σταδιοδρομία του ως φερεφώνου του αρχηγού του, ο Γκέμπελς δεν ήταν μια ακίνδυνη καρικατούρα ναζί.
Αντίθετα, υπήρξε αφοσιωμένος ρατσιστής που θεωρούσε «ντροπή για τη λευκή φυλή» τα μετάλλια των μαύρων αμερικανών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 και φανατικός αντισημίτης με καίριο ρόλο στην οργάνωση και στη διεξαγωγή του παγγερμανικού πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων» το 1938 –αναφερόμενος μάλιστα στις απελάσεις των Εβραίων από το 1941 μίλησε δημόσια, ξεκάθαρα, τη γλώσσα της εξόντωσής τους.
Ο Πέτερ Λόνγκεριχ τεκμηριώνει σε πολλά σημεία της βιογραφίας του ότι ο Χίτλερ τον εκτιμούσε ως προικισμένο προπαγανδιστή, όχι ως στρατηγικό νου ή αξιόλογο συμβουλάτορα. Εξ ου και τον συμπεριέλαβε στον στενό κύκλο των πολιτικών συνομιλητών του μόλις το 1943, μετά την καμπή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν και του εκχώρησε περαιτέρω εξουσίες προκειμένου να κινητοποιήσει τη γερμανική κοινωνία σε «ολοκληρωτικό πόλεμο».
Αν ο Γκέμπελς, παρά τις εντατικές προσπάθειες που κατέβαλε, απέτυχε στην ανόρθωση της γερμανικής οικονομίας ή στην αναστροφή της πτωτικής πορείας του ηθικού του πληθυσμού, αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο αναπότρεπτο πλέον της στρατιωτικής ήττας, στο χάσμα των παραγωγικών συσχετισμών με τους πόρους των Συμμάχων ή στην παρελκυστική τακτική άλλων κεφαλών του ναζιστικού κατεστημένου, όπως οι Χάινριχ Χίμλερ, Χέρμαν Γκέρινγκ και Αλμπερτ Σπέερ, οι οποίοι επίσης διεκδικούσαν τη νομή του ίδιου πεδίου εξουσίας.
Ηταν αποτέλεσμα και της απουσίας συστηματικής πολιτικής σκέψης, πολιτικής ατζέντας και πολιτικών αξιωμάτων που ο Λόνγκεριχ διαπιστώνει ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πολιτείας του. Μυωπικός και ναρκισσιστής, απομονωμένος από τα υπόλοιπα στελέχη του καθεστώτος, ουδέποτε αντιλήφθηκε ότι ο Χίτλερ τον χειριζόταν συναισθηματικά ούτε ερμήνευσε την όψιμη αποδοχή του στον εσώτερο κύκλο λήψης αποφάσεων και τη συνακόλουθη διεύρυνση των εξουσιών του ως αποτέλεσμα της καταστροφικής πορείας του πολέμου. Για τον ίδιο είχε έρθει απλώς το πλήρωμα του χρόνου ως προς την αναγνώριση των έμφυτων ικανοτήτων του.
Η οικογενειακή αυτοκτονία του Γκέμπελς (διαδόχου για μία ημέρα του Χίτλερ με τις ευλογίες της διαθήκης του), της συζύγου και των έξι παιδιών τους την 1η Μαΐου 1945, μίμηση της πράξης του ειδώλου του, αποτελεί, σύμφωνα με την πρόταση-κατακλείδα του Πέτερ Λόνγκεριχ, απόδειξη ότι τελικά «οι ψευδαισθήσεις του επικράτησαν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ