ΜΑΚΗΣ ΤΣΙΤΑΣ

Μάρτυς μου ο Θεός

Εκδόσεις Κίχλη, 2013,

σελ. 269, τιμή 15 ευρώ

Ο Χρυσοβαλάντης Χ., πρώην λιθογράφος και νυν άνεργος, είναι πενηντάρης, διαβητικός, ευτραφής και χρεωμένος. Δεν έχει πτυχίο, δεν έχει δουλειά, δεν έχει λεφτά, δεν έχει γυναίκα, δεν έχει στύση. Παλιά είχε ένα τρελό αφεντικό. Τώρα έχει ψυχίατρο και πνευματικό. Παλιά ήταν πελάτης των πορνείων. Τώρα συχνάζει σε εκκλησίες και μοναστήρια. Οι γυναίκες τον εκμεταλλεύτηκαν, οι Αλβανοί τού πήραν τις δουλειές, οι φίλοι τον παράτησαν.

Ζει στο πατρικό του, με την οικογένειά του, τις επιθυμίες, τα όνειρα και τις αποφάσεις του. Τέρμα η ασωτία και η παραστράτηση, τέρμα τα πορνεία και οι καλλονές εισαγωγής, έχω μετανιώσει πικρά και θέλω να κάνω ένα νέο ξεκίνημα, «μάρτυς μου ο Θεός» λέει και ξαναλέει. Βρισκόμαστε στα δυτικά προάστια της Αθήνας, προτού αρχίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004.
Μεγαλομανής, αγαθιάρης, ενοχικός
Την ιστορία του Χρυσοβαλάντη αφηγείται στο μυθιστόρημα Μάρτυς μου ο Θεός (εκδόσεις Κίχλη) ο 42χρονος Μάκης Τσίτας, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τη νεανική αλλά ώριμη συλλογή διηγημάτων Πάτυ εκ του Πετρούλα (εκδόσεις Καστανιώτη, 1996). Δεκαεπτά χρόνια μετά και έπειτα από μια πολύχρονη θητεία στο παιδικό βιβλίο, δίνει το πρώτο του μυθιστόρημα, γραμμένο, όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις στο τέλος, την περασμένη δεκαετία αλλά συγκλονιστικά επίκαιρο.
Το μυθιστόρημα δομείται γύρω από τον χαρακτήρα του Χρυσοβαλάντη. Σε μια αποσπασματική, νευρώδη, εξομολογητική και χιουμοριστική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο παρακολουθούμε τη διάπλαση του ήρωα και τη διαδρομή του στη ζωή μέσα από συχνές αναθυμήσεις και αναδρομές στο παρελθόν. Ο πατέρας του, απόστρατος στρατιωτικός, τον ήθελε στρατιωτικό, αλλά ο ίδιος ήταν πολύ μαλακός για να αντέξει την εκπαίδευση στη Σχολή Υπαξιωματικών. Εμαθε την τέχνη του τυπογράφου και έπιασε δουλειά.
Θυμάται πώς τον υποτιμούσαν οι καθηγητές του επειδή καταγόταν από χωριό, πώς τον ξεζούμισαν οι εργοδότες του. Προσπαθεί να ξεχάσει πώς τον κορόιδεψαν η Ευμορφία, η Ρωρώ, οι γυναίκες που επιθύμησε, για να του φάνε λεφτά. Λίγο λίγο ξεδιπλώνεται το κουβάρι μιας «κακόγουστης ζωής», που έχει καταλήξει «ραγισμένο ποτήρι που δεν κολλάει με τίποτα». Οι τράπεζες τον κυνηγάνε, ο πατέρας είναι άρρωστος, η μικρή αδελφή εύθραυστης υγείας.
Παρ’ όλα αυτά, έχει όνειρα. Εχει καλή φωνή, ψέλνει και τραγουδάει λαϊκά. Θα ήθελε να σπουδάσει βυζαντινή μουσική, ίσως κάποτε να τραγουδήσει και στη Λυρική Σκηνή. Είναι ποιητής, σκαρώνει αστεία ομοιοκατάληκτα στιχάκια, ίσως είναι καιρός να τα εκδώσει. Κάνει δοκιμαστικό για μια δουλειά τηλεπαρουσιαστή ειδήσεων και στο μεταξύ ζει βίον εγκρατή και προσεύχεται να βρει μια καλή κοπέλα, Αγγλίδα ή Γαλλίδα κατά προτίμηση, να στήσουν μαζί ένα ωραίο σπιτικό, κάπου στο Παρίσι, με πιάνο και κήπο, και να ζήσουν μια άνετη ζωή αστών της δεκαετίας του 1930.
Ο ήρωας προβάλλει από την αφήγηση ζωντανός και αληθοφανής: ένας άνθρωπος μεγαλομανής, ερωτόληπτος, θρησκόληπτος, αδύναμος, αγαθιάρης και ενοχικός. Η ενοχή, αυτό το συναίσθημα που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα, έχει ποτίσει τη συνείδησή του. Για τον αναγνώστη είναι μια ενοχή απροσδιόριστης αιτίας. Για τον ήρωα είναι μια ενοχή που προκύπτει από ηθικά παραπτώματα. Χωρίς ακριβώς να το λέει, ο Χρυσοβαλάντης θεωρεί ότι οι σεξουαλικές του επιθυμίες και οι επισκέψεις στα πορνεία ήταν τα αμαρτήματα που πληρώνει με την τωρινή του κατάσταση. Ορκίζεται πως θα αλλάξει, είναι το τάμα που κάνει στον Θεό ζητώντας τη σωτηρία του.
Παρακολουθούμε την εσωτερική περιπέτεια ενός ανθρώπου χωρίς εφόδια και χωρίς δυνάμεις, τσακισμένου από τις δυσκολίες της ζωής και τους σκληρούς της κοινωνίας, ενός ανθρώπου που βιώνει μια οδυνηρή θυματοποίηση, μια αγωνιώδη ταραχή του νου, μια προϊούσα απομόνωση. Καχύποπτος, επιφυλακτικός και θιγμένος, σταδιακά αποξενώνεται από φίλους, συναδέλφους, συγγενείς, από το απειλητικό και εχθρικό περιβάλλον, και κλείνεται στον κόσμο του, αναζητώντας ανακούφιση στους συλλογισμούς και στις προσευχές του ως την τελική ανατροπή.
Πίσω από τον μονόλογο του ήρωα αχνοφαίνεται το σκηνικό μιας προολυμπιακής Αθήνας. Είναι εντυπωσιακό το ότι το μυθιστόρημα αποτυπώνει την κρίση που μας χτυπούσε την πόρτα στην εποχή της μεγάλης ευμάρειας και δεν το είχαμε καταλάβει. Το πλαστικό χρήμα και οι φουσκωμένες κάρτες, η ζωή έξω από τις δυνάμεις μας, οι έλληνες εργάτες των λαϊκών στρωμάτων που παρέδωσαν τις δουλειές τους στους μετανάστες αναζητώντας οι ίδιοι καλύτερα πόστα στις επιχειρήσεις και στο Δημόσιο, η υποκρισία μιας άνετης, λαμπερής ζωής ήταν το «αβγό του φιδιού» από το οποίο ξεπήδησαν η σημερινή ανέχεια, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, η απογοήτευση. Ο Τσίτας περιγράφει τη ζωή σε ένα λούμπεν περιβάλλον, πίσω από τα φώτα της ζωής των προνομιούχων, ένα περιβάλλον που το φωτίζουν μονάχα οι προβολείς των μεταμεσονύκτιων ριάλιτι τα οποία κάποτε μας φαίνονταν κωμικά.
Λόγος δουλεμένος και κατακτημένος
Η οικονομία του λόγου, το ισορροπημένο ζύγισμα της πρότασης, ο ρυθμός της φράσης, η θεατρικότητα, στοιχεία που χαρακτήριζαν τη γραφή του Μάκη Τσίτα στα πρώτα του πεζά, παρουσιάζονται εδώ δουλεμένα και κατακτημένα. Ο λόγος του χωνεύει τη λόγια γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων και τη λαϊκή γλώσσα της πιάτσας, παντρεύει το κωμικό με το τραγικό χωρίς κανένα να χάσει την ανεξαρτησία του, συνδυάζει την ενδοσκόπηση με τον κοινωνικό σχολιασμό και το κινηματογραφικό μελόδραμα του ’50 με την εξπρεσιονιστική γραφή του Μεσοπολέμου χωρίς να γίνεται βαρύς, διδακτικός ή μελοδραματικός.
Η ιστορία του Χρυσοβαλάντη είναι τραγική, μας την αφηγείται όμως με ανάλαφρη χάρη. Τη διανθίζει με δικούς του στίχους και ευαγγελικές περικοπές, με ρεφρέν λαϊκών τραγουδιών, με δικά του αποφθέγματα. «Η γυναίκα είναι σαν την πυροσβεστική. Οταν δει έναν άντρα μέσα στις φλόγες οφείλει να ξέρει πώς να τον σβήσει, πώς να τον σώσει. Ομως συνήθως τον αφήνει να καεί». Γελάμε με την αφέλειά του, με τη φαντασιοπληξία του, με τον ανύποπτο αυτοσαρκασμό του, με τη στερεοτυπική λογική του. Σιγά-σιγά στον λόγο του αρχίζουν να ακούγονται και άλλες φωνές και ο εξωτερικός κόσμος εισβάλλει ανάλγητος προκαλώντας ρωγμές σε μια αυτοαφήγηση που παρακολουθείται από την αρχή ως το τέλος με ενδιαφέρον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ