Γιάννης Βαρβέρης
Ζώα στα σύννεφα
Εκδόσεις Κέδρος, 2013,
σελ. 102, τιμή 11 ευρώ

Εντονος, απηνής σαρκασμός, πολλαπλές φασματικές φιγούρες, άπειρα λεκτικά και ηχητικά παιχνίδια, αλλά και το αργό, βασανιστικό ξετύλιγμα της καυτής οδύνης ενός εξοντωτικά πολύπαθου ήρωα ο οποίος, ακόμη και όταν βλέπει να μειώνονται κάπως τα παθήματά του, δεν παύει να αυξάνει την εσωτερική του ένταση, παράγοντας έναν λόγο όπου το δράμα συμπλέκεται αξεχώριστα με την ειρωνεία προκειμένου να γίνει κτήμα ό,τι θα θερίσει νωρίτερα ή αργότερα τους πάντες: ο θάνατος.

Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011), ο οποίος δεν έσπευσε παρ’ όλα αυτά ποτέ να θανατολογήσει: στα ποιήματά του δεν θα συναντήσουμε ούτε τη σκοτεινή λάμψη της θανατερής λεπίδας την οποία βλέπει μέσα στον καθρέφτη του στίχου της η Σίλβια Πλαθ ούτε τη μαύρη παγωνιά του τάφου που μαγεύει τον Μποντλέρ και τον Καρυωτάκη. Ο θάνατος δεν είναι για τον Βαρβέρη αντικείμενο λατρείας ή έστω μέσον υπέρβασης μιας δυσβάστακτης πραγματικότητας, αλλά βαθύς, ακραίος, σχεδόν υπαρξιακός φόβος.
Κοιτάζω τώρα τη φρεσκοτυπωμένη συλλογή του, Ζώα στα σύννεφα (βρέθηκε στα κατάλοιπά του έτοιμη για έκδοση) και σκέφτομαι πως είναι πιθανόν να θέλησε να δοκιμάσει λίγο πριν από το τέλος του βίου του μια ανάπαυλα: μια έξοδο προς ένα διαφορετικό σύμπαν στο οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσουν εκ νέου μερίδιο τα ποιητικά τεχνάσματα της νιότης του, ακονισμένα βεβαίως στον τροχό της ποικιλοτρόπως δοκιμασμένης του ωριμότητας.
Το σύμπαν για το οποίο μιλώ είναι ένα ζωολογικό σύμπαν: ένας τόπος όπου η ανθρώπινη μορφή απουσιάζει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή ή εμφανίζεται μόνο ως ένας καθαρώς εξωτερικός παράγοντας που θα λειτουργήσει απλώς ως σκηνικό βάθος για όσα θα συμβούν στα ζώα. Και αυτά που τους συμβαίνουν δεν είναι λίγα. Οι ύαινες θα προσευχηθούν όλες μαζί το βράδυ για να πιάσουν ξανά το πρωί το θανάσιμο κυνήγι τους, ο κόνδορας θα κάνει το αηδόνι να κλάψει ως την τελειωτική πνοή του, η χελώνα θα χάσει εκ των προτέρων τον αγώνα με τον λαγό, οι ιαγουάροι θα δακρύσουν από την πείνα, οι λύκοι θα φάνε εξάπαντος τα πρόβατα, τα λιοντάρια θα αφήσουν απείραχτα τα θηράματά τους, οι ουραγκοτάγκοι δεν θα τρομάξουν κανέναν, η τίγρη θα παραχωρήσει την ηγεσία της ζούγκλας στο μυρμήγκι, τα ποντίκια θα πιαστούν ηθελημένα στη φάκα τους και οι ιπποπόταμοι θα ανακαλύψουν με τρομακτική μελαγχολία πως δεν είχαν παιδικά χρόνια.
Να λοιπόν που ο Βαρβέρης θα πιάσει να παίζει όπως και άλλοτε με το απροσδόκητο και το παράδοξο, κινητοποιώντας έναν διφυή (άλλοτε λυπημένο και άλλοτε ελαφρώς ιλαρό) πληθυσμό. Μια τέτοια ζωολογία, ωστόσο, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις αισώπειες αλληγορίες. Τα ζώα του Βαρβέρη είναι ελάχιστα ανθρωπομορφικά. Σκοπός τους δεν είναι να ενσαρκώσουν το ανθρώπινο ήθος στην κακία ή στην αρετή του αλλά να προκαλέσουν με τη διάψευση των παραδεδομένων ιδιοτήτων και συμβολισμών τους έναν ποιητικό σπινθήρα: έναν σπινθήρα βασισμένο στην αντινομία και το παράλογο που θα βάλει στη θέση της μοχθηρίας τον σπαραγμό και την αλληλεγγύη, θα υποκαταστήσει την εξουσία με την αδυναμία ή την απαντοχή αλλά και θα μεταμορφώσει το πνεύμα του αγαθού σε δαίμονα δήωσης και διαρπαγής.
Ο συγκλονισμός του ποιητικού εγώ και το δράμα της ύπαρξης, που θα αρχίσουν να στοιχειώνουν το έργο του Βαρβέρη με τη συλλογή του Στα ξένα (2001), θα αποσυρθούν εδώ διακριτικά στο παρασκήνιο. Δεν πρόκειται για επιστροφή στις νεανικές ρίζες αλλά για μια ανακίνηση του νεανικού παρελθόντος εντός των τειχών της ωριμότητας. Ο θάνατος εξακολουθεί να καραδοκεί πίσω απ’ όλα αλλά η ύστερη ζωολογία του Βαρβέρη θα του αντιτείνει ένα ξόρκι: την ικανότητα του ποιητή να πάρει στο κατόπι ακόμη και τα πιο αποκρουστικά του φαντάσματα. Και αν η ποίηση βγει εντέλει χαμένη από την αναμέτρηση με τη ζωή και τα φαντάσματα επανακάμψουν, το κέρδος μπορεί να προκύψει από αλλού: από τη μάχη με τον χρόνο της τέχνης. Σε αυτόν τον χρόνο ταξιδεύει τώρα ο Βαρβέρης ατενίζοντας με σιγουριά το ποιητικό του μέλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ