«Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου τίποτε πιο οικτρό από τις λεπτομέρειες» ισχυρίζεται η Τζίνα, ενώ παραδόξως μας αφηγείται την ιστορία μιας μοιχείας, μιας μυστικής και παθιασμένης εξωσυζυγικής σχέσης που «έκλεισε δυο σπίτια». Ο αναγνώστης του νέου μυθιστορήματος της ιρλανδέζας συγγραφέως Ανν Ενραϊτ με τίτλο Το ξεχασμένο βαλς (2011) νιώθει ξαφνικά σαν ένας αδιάκριτος και παρείσακτος κουτσομπόλης όταν η ίδια, ενθυμούμενη τα όσα πέρασε με τον Σον, του αντιγυρίζει ενοχλημένη ότι «ποια γωνιά ανακαλύψαμε και τι κάναμε εκεί, πώς βολευτήκαμε και ποιος έκανε τι στον άλλον δεν είναι δουλειά κανενός – δική μας μόνο».
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, που κάνει ελκυστική την κοινοτοπία της «παράνομης» ερωτικής ιστορίας και ενσωματώνει με σαρκασμό και χιούμορ όλα τα κλισέ πηγαίνοντάς την ένα βήμα παραπέρα, τιτλοφορείται με ένα πονεμένο τραγούδι που αναδεικνύει «αυτό το όμορφο ξεγέλασμα που μας επιφυλάσσει ο έρωτας».
Η Τζίνα δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα δεσμά της ηθικής. Ο φιλοσοφημένος αλλά και παιγνιώδης κυνισμός της Eνραϊτ μάς εξάπτει μια υγιέστατη περιέργεια για το τι πραγματικά συμβαίνει στο μυαλό της ηρωίδας της. «Τι σημαίνει άραγε ότι ο έρωτας είναι τυφλός; Την Τζίνα την καθοδηγεί η επιθυμία, πείτε το και αγάπη αν θέλετε, πείτε το πάθος, πείτε το ακόμα και ψευδαίσθηση. Οι άνθρωποι σε αυτά τα ζητήματα δεν καθοδηγούνται από την ηθική που τους περιορίζει και τους υψώνει πρόσθετα εμπόδια. Γνωρίζω αρκετούς ανθρώπους που έχουν αλλάξει ερωτικούς συντρόφους για πολλούς λόγους, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους είναι άσχετοι με την ηθική» μου λέει η συγγραφέας, την οποία εντόπισα στην Αμερική, σε ένα ξενοδοχείο της πόλης του Κάνσας, λίγο προτού διαβάσει αποσπάσματα από το έργο της στη δημόσια εκδήλωση μιας βιβλιοθήκης.
Το 2007, μετά τη βράβευσή της με το Booker για το εξαιρετικό μυθιστόρημά της Η συγκέντρωση (εκδόσεις Καστανιώτη), η Ενραϊτ, μια ιδιαίτερη συγγραφέας με ύφος τραχύ και ταυτοχρόνως λυρικό, έγινε ευρύτερα γνωστή.
«Περιέργως η Τζίνα δεν μας λέει τι συμβαίνει πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες στα δωμάτια των ξενοδοχείων όπου συνευρίσκεται με τον Σον. Εκείνη μιλάει περισσότερο για τα φιλιά παρά για το σεξ. Οι απόψεις μας για τον έρωτα και τον ρομαντισμό έχουν αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες και οι σύγχρονοι συγγραφείς δεν φοβούνται να μεταχειριστούν την κοινοτοπία. Υπήρξαν εποχές, κατά τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα λόγου χάρη, που οι άνδρες συνέδεαν εμμονικά το ειδύλλιο με αυτό που θεωρούσαν τιμιότητα. Σήμερα συμφωνούμε ότι οι άνδρες ενδιαφέρονται για το σεξ περισσότερο και λιγότερο για ό,τι αποκαλούμε τιμή. Υπάρχουν πάντα μόδες με τις οποίες πασχίζουμε να περιγράψουμε την ανθρώπινη καρδιά. Και αυτές οι μόδες αλλάζουν όπως οι εποχές. Το βιβλίο ασχολείται με τις γυναικείες ιδέες για τον έρωτα ή την πραγματική αγάπη σήμερα».

«Ο έρωτας είναι άχρονος αλλά ο κόσμος προχωρεί»

Η ιστορία αυτή, που διαδραματίζεται στα προάστια του Δουβλίνου λίγο προτού ενσκήψει η πρόσφατη οικονομική κρίση στην Ιρλανδία, έχει κάτι από τα Ζευγάρια του Αμερικανού Τζον Αμπντάικ. Ωστόσο, επισημαίνει η συγγραφέας, «το δράμα στην υπόθεση βρίσκεται ακριβώς εκεί που η Τζίνα δεν περιμένει ότι θα το βρει: όχι μέσα στη σχέση της με τον Σον, αλλά στη σχέση του Σον με την κόρη του την Εβι», ένα «ξεχωριστό παιδί» που τους βλέπει να φιλιούνται αλλά κανένας δεν είναι σίγουρος για το πώς θα αντιδράσει. Οταν ήταν μικρή έπεσε από την κούνια και έκτοτε πάθαινε διάφορες «κρίσεις».
«Σήμερα δεν υπάρχει μόνο το πρόβλημα της δυσφορίας απέναντι στις σχέσεις, αλλά και το πρόβλημα της ίδιας της μορφής του μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα αφορά το άτομο μέσα σε μια κοινωνία. Ο έρωτας δημιουργεί τις οικογένειες και φέρνει τα παιδιά, αλλά το να είμαστε μέρος μιας οικογένειας απειλεί με έναν τρόπο την ατομικότητά μας. Υπάρχει μια ένταση και μια δυσκολία συγκερασμού. Αυτή η ένταση ανάμεσα στην ερωτική και στην οικογενειακή αγάπη διαπερνά όλο μου το έργο και εδώ αποτυπώνεται στην Εβι, την οποία η Τζίνα προσπαθεί να καταλάβει προς το τέλος του βιβλίου».
Πέραν του αντικειμενικού υπάρχει ένας δεύτερος, εσώτερος χρόνος που συνδέεται με τη βίωση των συναισθημάτων μας. Αν ο έρωτας είναι ένα είδος κατανόησης, όπως η ίδια αφήνει να εννοηθεί, σημαίνει ότι πρέπει να συντονιζόμαστε με αυτόν τον ιδιότυπο χρόνο; «Εκπληκτική ερώτηση, αλλά φοβάμαι ότι είναι δύσκολη η απάντηση. Ο έρωτας είναι άχρονος αλλά ο κόσμος προχωρεί. Η παράδοση του μοντερνισμού, ο Τζόις για παράδειγμα, ενδιαφέρεται για ένα επεκτατικό, ατέρμονο «τώρα», ενώ το ρεαλιστικό μυθιστόρημα ενδιαφέρεται περισσότερο για το σχήμα αιτίου και αιτιατού σχετικά με την ηθική και την απώλεια του χρόνου. Ο ανταγωνισμός των δύο αυτών παραδόσεων με συντρόφεψε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου» εξηγεί η συγγραφέας.
Με ποιον τρόπο όμως επηρεάζει η παράδοση το έργο της; «Νομίζω ότι ο εθνικισμός είναι ένα υπερεκτιμημένο πράγμα. Η ιρλανδική λογοτεχνική παράδοση είναι σαν μια μάνα για μένα, πράγμα αστείο αν το σκεφτείτε, αφού σχεδόν όλα τα βιβλία έχουν γραφτεί από άνδρες!».

«Οι Ιρλανδοί παρακολουθούν τους Ελληνες με αγωνία»
Oταν η Ανν Ενραϊτ έγραφε το βιβλίο, η οικονομία της Ιρλανδίας συγκλονιζόταν. «Στην Ιρλανδία, ξέρετε, υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα με τα μέτρα λιτότητας» λέει η συγγραφέας. «Είχαμε βολευτεί σε αυτά τα υπέρογκα και σαγηνευτικά χρέη, πιστεύαμε ότι ήμασταν υπέροχοι και πλούσιοι επειδή ακριβώς χρωστούσαμε πολλά λεφτά. Ωστόσο τα χρέη που τώρα αποπληρώνουν οι πολίτες της Ιρλανδίας τα είχε συσσωρεύσει ένας μικρός αριθμός κερδοσκόπων της αγοράς των ακινήτων. Πρέπει να έχουμε το σωστό αίσθημα ενοχής. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της κρίσης μάς λένε ότι, αν δεν κάνουμε αυτό που επιβάλλουν οι αγορές, ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει μόνος του – πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω. Οι Ιρλανδοί παρακολουθούν τους Ελληνες με αγωνία, ανησυχούν ότι αν δεν σφίξουν το ζωνάρι το ευρώ θα καταρρεύσει και ο πλούτος που έχει απομείνει στη χώρα μας θα εξαφανιστεί κι αυτός». Το ξεχασμένο βαλς είναι υποψήφιο στη μικρή λίστα των βιβλίων για το σημαντικό γυναικείο λογοτεχνικό βραβείο Οrange 2012.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ