Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας παραθέτει προτάσεις για ένα νέο παγκόσµιο οικονοµικό σύστηµα εξόδου της ανθρωπότητας από την κρίση (κρίση πολιτισµού), προτείνοντας ένα «εναλλακτικό» µεθοδολογικό πλαίσιο. Το βιβλίο είναι πολύ επίκαιρο µε βάση αυτά που συµβαίνουν αυτή την ώρα στο διεθνές στερέωµα (υποβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τη Standard and Poor’s) και αν οι προτάσεις του µοιάζουν «ουτοπικές» εν τούτοις θίγουν τον πυρήνα των σύγχρονων αναζητήσεων. Η οικονοµία του πλανήτη κυριαρχείται πλέον από την απόλυτη ισχύ ενός παγκοσµιοποιηµένου χρηµατoοικονοµικού συστήµατος, η αυξανόµενη αστάθεια του οποίου είναι η πηγή των πιο πρόσφατων κρίσεων. Η δυναµική διαπίστωση όλων αυτών είναι ότι τα µεγάλα χρηµατιστήρια, µεταξύ αυτών και το Χρηµατιστήριο της Νέας Υόρκης, δεν επιτελούν πλέον, από τη στιγµή της παγκοσµιοποίησης των νοµισµάτων και των χρηµατοοικονοµικών αγορών, την αρχική τους λειτουργία, τη χρηµατοδότηση της πραγµατικής οικονοµίας.

Από την άλλη, η παγκοσµιοποιηµένη οικονοµία χρησιµοποιεί τα χρηµατιστήρια για τις κερδοσκοπικές της πρακτικές. Ως εστίες αστάθειας του κόσµου µπορούν να εντοπιστούν οι ακόλουθες δύο: πρώτον, το νόµισµα, µε απελευθέρωση των νοµισµατικών και χρηµατοοικονοµικών αγορών, και, δεύτερον, η ονοµαζόµενη «µετοχική απόδοση» µε την οποία τα κάθε είδους συνταξιοδοτικά ταµεία θέτουν στόχους απόδοσης (χρηµατοοικονοµική νόρµα) της κάθε επένδυσής τους τουλάχιστον ίσης µε 15%.

Το άχρηστο πλήθος

Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι ένας παγκόσµιος πανίσχυρος χρηµατοοικονοµικός κλάδος αναπτύχθηκε σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, όπου οι µεγαλύτερες τράπεζες δηµιούργησαν έναν ολιγοπωλιακό πυρήνα, οι δραστηριότητες του οποίου είναι σε µεγάλο βαθµό κερδοσκοπικές και οι συνέπειες αυτού σαρώνουν τις εργασιακές σχέσεις, το περιβάλλον και την πολιτική. Ως προς την εργασία, η συσσώρευση πλούτου αφήνει σε δεύτερη µοίρα τις ανάγκες των ανθρώπων. Καθώς αυτοί δεν είναι σε θέση να παράγουν προστιθέµενη αξία και έχουν µόνο περιορισµένη δυνατότητα κατανάλωσης, δεν αποτελούν πλέον παρά ένα άχρηστο πλήθος, το οποίο έχει αφεθεί στη δικαιοδοσία της κοινωνικής πρόνοιας.

Ο καθηγητής Mορέν τονίζει ακόµη ότι ως προς το περιβάλλον, στην παγκόσµια κούρσα για τη µετοχική αποδοτικότητα (απόδοση άνω του 15%), οι επιχειρήσεις χρειάζονται ένα πεδίο δράσης ελεύθερο από κάθε εµπόδιο. Ο δρόµος του υπερκέρδους κατοχυρώνεται µε τις «ελεύθερες συναλλαγές», που σηµαίνει να έχουν τη δυνατότητα να εγκαθίστανται οπουδήποτε στον πληνήτη, να παράγουν ό,τι θέλουν (κάτω από πολύ κακές περιβαλλοντικές συνθήκες) και να πουλούν την παραγωγή χωρίς περιορισµούς. Ο απολογισµός είναι ολέθριος. Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια η εκποµπή αερίων που είναι υπεύθυνα για το φαινόµενο του «θερµοκηπίου» αυξήθηκε τουλάχιστον κατά 25%. ∆υστυχώς, οι οικολογικοί δείκτες ακολουθούν τους κοινωνικούς δείκτες, οι οποίοι είναι ήδη στο «κόκκινο».

Τέλος, σηµαντική είναι η παρατήρηση του συγγραφέα ότι στο πολιτικό επίπεδο, στον αγώνα ισχύος που ξεκίνησε ανάµεσα στις χρηµατοοικονοµικές αγορές και στα κράτη, η πλάστιγγα γέρνει προς το τραπεζικό ολιγοπώλιο, η ισχύς του οποίου αυξήθηκε σηµαντικά τα τελευταία χρόνια.

Η σύγκρουση µε τη Wall Street δεν είναι µια σύγκρουση µε ένα σύµβολο και µε µια πλατφόρµα συναλλαγών. Είναι κάτι πιο βαθύ: σύγκρουση µε την πηγή της παγκόσµιας κρίσης, δηλαδή µε την παντοδυναµία ενός απελευθερωµένου χρηµατοοικονοµικού κλάδου και τις παράλογες απαιτήσεις της µετοχικής απόδοσης. Ουσιαστικό κλειδί αυτής της αλλαγής αποτελεί η αναθεώρηση του συστήµατος χρηµατοδότησης της παγκόσµιας οικονοµίας. Ο συγγραφέας προτείνει την αλλαγή του θεωρητικού µοντέλου για την οικονοµική επιστήµη, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η «απαράδεκτη και επικίνδυνη ηγεµονία της» σε σχέση µε τις άλλες επιστήµες και την κοινωνία. Η «νέα οικονοµική επιστήµη» θα βασίζεται στην έννοια του πλουραλισµού.

Με βάση την αρχή αυτή η οικονοµική επιστήµη πρέπει να κάνει άνοιγµα και σε άλλες κοινωνικές επιστήµες – επιστήµες του ανθρώπου. Οποια και αν είναι η διατύπωση του νέου µοντέλου, το διακύβευµα είναι κυρίως να µπορέσει η πολιτική εξουσία να αυξήσει τον έλεγχό της πάνω στην οικονοµία και να σταµατήσει αυτό που γινόταν ως σήµερα, να υποτάσσονται δηλαδή η κοινωνία και το κράτος σε ιδιωτικά οικονοµικά συµφέροντα και κυρίως σε αυτά του χρηµατοοικονοµικού κλάδου.

Διεθνές νόµισµα

Ο Mορέν διατυπώνει µια σειρά από προτάσεις µε ιδιαίτερη σηµασία. Κατ’ αρχάς µιλάει για τη δηµιουργία ενός διεθνούς νοµίσµατος (υιοθέτηση σταθερών ισοτιµιών µεταξύ των µεγαλυτέρων νοµισµάτων) που θα στοχεύει στην εξάλειψη της χρηµατοοικονοµικής κερδοσκοπίας, η οποία σε µεγάλο βαθµό έχει στηριχθεί στα παράγωγα προϊόντα, και άρα στην απελευθέρωση του χρηµατοοικονοµικού κλάδου. Η δηµιουργία µιας παγκόσµιας κυβέρνησης µε την καθιέρωση ενός κοινού νοµίσµατος θα έκανε αξιόπιστη µια ολόκληρη σειρά από προτάσεις, κυρίως σε θέµατα φορολογίας.

∆ύο σηµαντικά θέµατα προκύπτουν στην παράγραφο αυτή: πρώτον, η κατάργηση των φορολογικών παραδείσων, µε την έναρξη µιας διαδικασίας φορολογικής εναρµόνισης σε πλανητική κλίµακα, και, δεύτερον, η φορολόγηση των «χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών» (άποψη του Τόµπιν). Ενας γρήγορος υπολογισµός για το τι µπορεί να δώσει ένας τέτοιος φόρος είναι ότι θα έφερνε 3,5 δισ. δολάρια τον χρόνο. Το ποσό αυτό θα µπορούσε να εξοφλήσει το παγκόσµιο δηµόσιο χρέος σε 12-13 χρόνια.

Τελειώνοντας το σηµαντικό αυτό κεφάλαιο, ο συγγραφέας προτείνει τον όρο «αλληλέγγυα οικονοµία», στο πλαίσιο δηµιουργίας συµµαχιών όχι στη βάση της ανταγωνιστικότητας αλλά της συµπληρωµατικότητας και της αλληλεγγύης.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του δοκιµίου ο συγγραφέας θίγει το θέµα των δικαιωµάτων ιδιοκτησίας µέσα στις κεφαλαιουχικές εταιρείες και προτείνει µια νέα επιχείρηση µε το όνοµα «εταιρική εναλλακτική επιχείρηση». Το καθαρό µετά φόρους αποτέλεσµα της επιχείρησης θα πρέπει να ανταµείβει το παρελθόν (χορηγοί κεφαλαίων), το παρόν (µισθωτοί) και το µέλλον (επενδύσεις). Μια επιχείρηση δοµηµένη σε αυτό το µοντέλο δεν έχει λόγο να τροµάζει τους τραπεζίτες και τους χορηγούς κεφαλαίων.

Συµπερασµατικά, τα δυνατά σηµεία αυτού του δοκιµίου είναι η παγκόσµια κυβέρνηση, την οποία θα πρέπει να σχηµατίσουµε το γρηγορότερο, η αλληλέγγυα οικονοµία, η οποία θα µας βοηθήσει να απαλλαγούµε από τη χρηµατοοικονοµική κυριαρχία, και, τέλος, το µοντέλο νέας διακυβέρνησης της επιχείρησης µε την παρουσία των µισθωτών.

Αν και σε πολλά σηµεία του βιβλίου του ο Mορέν θεωρεί ότι τα θέµατα που προτείνει είναι ουτοπικά, ο ίδιος φαίνεται αισιόδοξος για την εφαρµογή τους, και µάλιστα πολλά από αυτά έγιναν αντικείµενο ευρείας συζήτησης µε πολιτικούς (Λιονέλ Ζοσπέν, Jean Le Garrec), τραπεζικούς (Ζαν-Κλοντ Τρισέ) και καθηγητές Πανεπιστηµίου (Michel Aglietta, Gilles Dostaler, Fransais Houtart).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ