Στις αρχές του μήνα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλούσε, υπό τις επευφημίες 15.000 τούρκων μεταναστών, σε ένα κατάμεστο στάδιο στο Ντύσελντορφ της Γερμανίας, σε μια χώρα στην οποία μένουν και εργάζονται πάνω από δυόμισι εκατομμύρια Τούρκοι. Ο τούρκος πρωθυπουργός δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι τα παιδιά των Τούρκων που μεγαλώνουν στη Γερμανία θα πρέπει πρώτα να μαθαίνουν τουρκικά και κατόπιν γερμανικά. Ο Γκίντο Βεστερβέλε, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, αντέδρασε αμέσως τονίζοντας ότι τα παιδιά στη Γερμανία πρέπει να μάθουν πρωτίστως γερμανικά για να αποκτήσουν καλύτερη εκπαίδευση και να διεκδικήσουν καλύτερες προοπτικές στη ζωή τους. Ολα αυτά ακολούθησαν τις δηλώσεις της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ ότι η ιδέα του πολυπολιτισμού έχει αποτύχει. Ο συγγραφέας της «Λεϊλά» θα διαφωνούσε με τις ανωτέρω απόψεις, καθώς «ανάμεσα στα δυο άκρα υπάρχει ευρύ φάσμα αποχρώσεων». Ο Τσβετάν Τοντόροφ θα επεσήμαινε στην επικεφαλής της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας ότι «είναι εντελώς μάταιο να τάσσεται κανείς ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο». Ο Φεριντούν Ζαΐμογλου θα προσυπέγραφε με ενθουσιασμό μόνο την άποψη του γάλλου επιστήμονα με τη βουλγαρική καταγωγή.

Ενας ματαιόδοξος αγροίκος

Η μικρή Λεϊλά είναι γόνος μιας πολύτεκνης οικογένειας φτωχών χωρικών και μεγαλώνει στα βάθη της Ανατολίας στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, σε μια μικρή πόλη της επαρχιακής τουρκικής ενδοχώρας, όπου κυριαρχούν οι σκληρές παραδόσεις και τα πάντα επικαλύπτει η αρτηριοσκληρωτική και θρησκόληπτη συντήρηση. «Μυρωδιές, φήμες και προσευχές, αυτό είναι το σπίτι μου» ομολογεί η Λεϊλά, η οποία είναι η μικρότερη από τα πέντε παιδιά που γέννησε η αγαπημένη της μάνα, τις δύο κεντήστρες αδελφές της, Γιασμίν και Σελντά, και τους δύο αδελφούς της, Ντιενγκίς και Τολγκά. Ο βαρίσκιωτος και βρωμόστομος Χαλίντ μπέη, η κεφαλή του σπιτιού που η Λεϊλά δεν κατονομάζει ποτέ «πατέρα» της, είναι στην κυριολεξία ο τρομοκράτης της οικογένειας, η ενσάρκωση όλων των κατάπτυστων μορφών που μπορούν να πάρουν η βία και η καταπίεση μέσα σε τέσσερις τοίχους. Πρόκειται για έναν αρχετυπικό αγροίκο, μια κινούμενη αηδία πνιγμένη στη ματαιοδοξία της δεκάρας, ο οποίος νομίζει ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον του για να μην αναδειχθεί ποτέ το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Γι΄ αυτό άλλωστε μπλέκει με το λαθρεμπόριο οπίου και κάνει φυλακή μετά την απόλυσή του από τους κρατικούς σιδηροδρόμους. Ολοι δουλεύουν για τον μικρομέγαλο πατέρα που είναι το άλλο πρόσωπο του νόμου, θεϊκού και εγκόσμιου, έναν απίστευτο υποκριτή που φυτοζωεί σε βάρος τους, τρέφει την οικογένειά του με ξεροκόμματα και βερίκοκα, κι όμως κάνει τον καμπόσο στο καφενείο της γειτονιάς του, έχει ένα μπαστούνι και με αυτό κοπανάει, όποτε του κάνει κέφι, γυναίκα και παιδιά ώσπου να ματώσουν κυριολεκτικά, ώσπου να σκύψουν μπροστά του τα πειθήνια κεφάλια τους και αυτός να νιώσει ο απόλυτος κυρίαρχος μέσα στη χιλιομπαλωμένη πιτζάμα του και στις σκοροφαγωμένες παντούφλες του.

Μελόδραμα και χυδαιότητα

Ο Ζαΐμογλου αποδίδει με πειστικότητα τα ήθη αλλά και την παθολογία της τουρκικής υπαίθρου έχοντας το προνομιακό βλέμμα του εξωτερικού παρατηρητή που προσπαθεί να είναι ακριβοδίκαιος, που δεν βρίσκει εύκολα ελαφρυντικά στην πατριαρχική εξουσία η οποία καπηλεύεται όλες τις πτυχές της θρησκείας και της παράδοσης για να συντηρεί αυταρχικές δομές και να αναπαράγει μια κουλτούρα που καταπιέζει το πνεύμα και το σώμα, που συντρίβει στην ουσία την ατομικότητα. Η πρόζα του ακουμπά τις εικόνες που δημιουργεί, αναβλύζει τη μυρωδιά των λουλουδιών και του αίματος, έχει έναν σαρκικό και συναισθηματικό ερωτισμό που σαρώνει το μελόδραμα και τη χυδαιότητα. Η Λεϊλά, μαζί με την οικογένεια και τα μυστικά της, τον καυκάσιο πατέρα και την αρμενικής καταγωγής μητέρα της, γίνεται εσωτερική μετανάστρια και καταλήγει στην πολυπολιτισμική Κωνσταντινούπολη των Ρωμιών, των εβραίων και των Αρμενίων, στη δυτικότροπη μεγαλούπολη που αποτελεί το όνειρο των φτωχών της επαρχίας για να ξεφύγουν από την αθλιότητα. Είναι η περίοδος που διαλύεται το κοσμοπολίτικο περιβάλλον στην Πόλη και οι άνθρωποι της υπαίθρου, οι «μαύροι Τούρκοι», καταφεύγουν ως άλλοι «ξένοι» που πιάνουν σπίτια και δουλειές στον χώρο των «λευκών Τούρκων». Εκεί η Λεϊλά γνωρίζει και παντρεύεται τον Μετίν που φεύγει μόνος στην ξενιτιά για να συντηρήσει την οικογένειά του. Ο γιος τους μένει αβάφτιστος ώσπου να επανενωθούν μαζί στη Γερμανία, που απλώνει μπροστά τους την υπόσχεση μιας νέας και ευτυχισμένης ζωής.
Ο Φεριντούν Ζαΐμογλου γράφει ένα βιβλίο για τις εσωτερικές μετατοπίσεις της συνείδησης αλλά και για την ιδέα της ανεκτικότητας που μπορεί να γεννήσει η μεταναστευτική εμπειρία, γράφει για τις ταυτότητες, ατομικές και συλλογικές, που όταν ορίζονται αποφατικά (κατά συνέπεια δογματικά) και όχι συνδυαστικά (επομένως δημιουργικά) είναι καταδικασμένες σε παταγώδη αποτυχία και υστερική ψύχωση.

Ενα τουρκόπουλο που έγινε γερμανός συγγραφέας

Ο Φεριντούν Ζαΐμογλου γεννήθηκε το 1964 στο Μπόλου της Βορειοανατολικής Τουρκίας, αλλά ζει πάνω από τριάντα πέντε χρόνια στη Γερμανία. Σπούδασε στις σχολές Καλών Τεχνών και Ιατρικής του Κιέλου, όπου εργάζεται ως συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος.
Κείμενα και λογοτεχνικές κριτικές του δημοσιεύονται στις μεγαλύτερες και πιο έγκυρες γερμανικές εφημερίδες («Die Welt», «Frankfurter Αllgemeine Ζeitung», «Die Ζeit» κτλ.).
Είναι επιπλέον εικαστικός καλλιτέχνης και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης γερμανικής ποίησης. Εχει και ακτιβιστική δράση, καθώς βοήθησε στη δημιουργία και στη διασπορά των ιδεών του Κanak Αttak, μιας κίνησης που σκοπό έχει να εξαλείψει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία από τη γερμανική κοινωνία συστρατεύοντας ανθρώπους από διαφορετικές χώρες και κουλτούρες που ζουν εκεί.
«Ημουν ένα αγόρι απ΄ την Τουρκία και τώρα είμαι ένας γερμανός συγγραφέας. Αυτό το χρωστάω στους γονείς μου και στη Γερμανία» έχει πει ο ίδιος, που αυτοχαρακτηρίζεται ένας τυχερός άνθρωπος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ