Σε απροσδιόριστο χώρο, κάπου στα βορειοανατολικά όρια της εσαεί εξαπλούμενης Αθήνας, σε μια περιοχή αυθαίρετης όσο και πολυτελούς δόμησης στις παρυφές των γύρω βουνών και σε ρευστό χρόνο, κατά το λυκαυγές του 21ου αιώνα, όταν κάποιες από αυτές τις οάσεις πρασίνου γίνονται εν μια νυκτί κρανίου τόπος, τοποθετεί η Νένη Ευθυμιάδη το καινούργιο της μυθιστόρημα. Μια τρελή περιπέτεια στις βίλες, τα παλάτια και τους κήπους μιας μικρής κοινότητας που ζει μέσα στη χλιδή, ώστε να της πρέπει να γίνει στόχος τρομοκρατικής οργάνωσης. Αν και προσώρας ο αναγνώστης καλείται να απολαύσει μια μυθιστορηματική εκδοχή, φαντασιοκοπώντας πως στο κοντινό ή και απώτερο μέλλον, σε συνάρτηση με την ασύστολη προκλητικότητα των νεόπλουτων πρωτευούσης, η πραγματικότητα θα αντιγράψει τη συγγραφική φαντασία.


Συμβολικός ο τίτλος του μυθιστορήματος εστιάζει στην επόμενη γενιά. Ο γιος του Μπίλι Μπλου είναι αυτός που θα αναλάβει δράση για την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, επινοώντας μαζί με τους ομηλίκους του νέες μορφές αντίστασης. Ποιος όμως είναι ο Μπίλι Μπλου και ποιος ο ακτιβιστής γιος του; Ο Μπίλι Μπλου, κατά συγκοπή επί το αμερικανικό του Βασίλη Μπλουμιόπουλου, υπήρξε στα νιάτα του διάσημος ακροβάτης με διεθνή καριέρα. Ετών 69 στο παρόν της αφήγησης, διατηρεί ικανά υπολείμματα ευκινησίας και ακμαίο το ταμπεραμέντο του γυναικοκατακτητή, με άλλα λόγια ιδανικός ως Τζέιμς Μποντ παρωδιακού χαρακτήρα. Γείτονές του, ένας γερμανός διπλωμάτης με την ελληνίδα σύζυγό του, μια πανεπιστημιακό αδιάφορη και φυγόπονη, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος χρηματιστηριακής εταιρείας με άπληστη συμβία, ένας τηλεπαρουσιαστής, μια δικαστικός και ακόμη μία ηλικιωμένη σκοτεινής προέλευσης και ένας αξιοπρεπής κύριος αδιευκρίνιστης επαγγελματικής ιδιότητας. Εν συντομία, μια τραγελαφική κομπανία, με όλες τις αδυναμίες των πλουσίων, που τρέμει το φυλλοκάρδι τους μην και πάθουν κάτι οι περιουσίες τους. Χωρίς ηθικά κωλύματα, πλήττουν με τις κοινωνικές τους σχέσεις και βαριούνται την οικογένεια. Οσο για τα βλαστάρια τους, τον γιο του Μπίλι Μπλου ή ακριβέστερα τον υποθετικό νόθο γιο του και την καλή του, προβάλλουν σαν τερατάκια – λειψός εκείνος, βουλιμική εκείνη. Ωστόσο μόνο αυτοί τολμούν και εκστομίζουν, μέσα στην αφέλειά τους, τις μεγάλες αλήθειες. Ενώ ο γιος ενός άλλου ευυπόληπτου πολίτη, που εμφανίζεται ως γραφειοκράτης περιωπής, θα αποκαλυφθεί πως είναι ο εγκέφαλος της όλης επιχείρησης.


Αντλώντας έμπνευση από τις συζητήσεις γύρω από κάμαρες παρακολούθησης, στο μυθιστόρημα, κάποιες μυστικές δυνάμεις έχουν στήσει ένα τεράστιο δίκτυο παρακολούθησης ολόκληρης της περιοχής, όχι όμως εναέριο αλλά υπόγειο. Πρόσφορο εύρημα για μια παρωδία αστυνομικού νέας κοπής χωρίς πτώματα και ντετέκτιβ αλλά με εγκληματικές ενέργειες και μυστικούς πράκτορες. Η συγγραφέας ανιστορεί με ανάλαφρο και παιγνιώδες ύφος, το οποίο ωστόσο θα χρειαζόταν μεγαλύτερη λεκτική φροντίδα, τα συμβάντα, τονίζοντας την κωμική πλευρά των καταστάσεων χωρίς να διακωμωδεί τους ήρωες. Μόνο χλευάζει την ανικανότητα των αρχών, των οργάνων της τάξης και των πυροσβεστών, ειρωνευόμενη τους πανεπιστημιακούς και εν γένει τον αλλοπρόσαλλο τρόπο που δουλεύει το σύστημα, ενώ περιβάλλει με στοργή απέλπιδες και ηλικιωμένους.


Κάπως άνισα αναπτύσσεται το μυθιστόρημα, με το τρίτο και τελευταίο μέρος, όπου ο Μπίλι Μπλου, ως άλλος Πουαρό, ξεδιαλύνει το μυστήριο, μάλλον βεβιασμένο. Πάντως η σκωπτική διάθεση σιγά σιγά εξατμίζεται και προς το τέλος υπερισχύει μια αύρα αισιοδοξίας, όπως συνήθως συμβαίνει σε εφηβικά αναγνώσματα, καθώς όλοι έχουν μία ακόμη ευκαιρία, οι γυναίκες ανακτούν τη χαμένη τους αυτοεκτίμηση ενώ οι νέοι βρίσκουν τη λύση των προβλημάτων στην αυτοδικία, δείχνοντας πως οι καινούργιες τεχνολογίες δεν είναι δαιμονικές αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και προς όφελος των πάσης φύσεως αδικημένων.


Παρατηρούμε πως η εποχή μας ωθεί όλο και περισσότερους προς τη σάτιρα, είδος μέχρι πρότινος παραμελημένο. Ωστόσο οι συγγραφείς δεν θα πρέπει να την υποτιμούν, μια και το σκωπτικό κείμενο αποδεικνύεται πλέον ευαίσθητο υφολογικά, ιδίως γλωσσικά.