Μαθήτρια του Μάριο Βίτι, η Μαρία Στεφανοπούλου πρωτοεμφανίστηκε με ένα μελέτημα για την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου, γραμμένο την επομένη του θανάτου του, το οποίο εκδόθηκε 10 χρόνια αργότερα. Σε αυτό διαφαίνονται οι ανησυχίες της για την τέχνη και τη ζωή σε μια μεταβατική εποχή, όπως τα τέλη του περασμένου αιώνα. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να ασχολείται με την ποίηση και το θέατρο, χωρίς όμως να δημοσιεύσει ποιήματα ή θεατρικά. Μόνο προ επταετίας εξέδωσε δύο βιβλία με νουβέλες μεταφυσικής ροπής και στοχαστικής διάθεσης. Λιγότερο εσωστρεφές το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο της και συνεπώς περισσότερο συνεκτικό, χαρακτηρίζεται από την ίδια συλλογή διηγημάτων, ωστόσο βρίσκεται πλησιέστερα στη δομή σπονδυλωτού μυθιστορήματος, χωρισμένου σε τρία μέρη, με επί μέρους συντομότερα κεφάλαια.


Χωρίς συναισθηματικούς δεσμούς


Η αφήγηση στρέφεται γύρω από μοναχικούς ανθρώπους, χωρίς συναισθηματικούς δεσμούς, οι οποίοι νιώθουν ξένοι στον τόπο όπου κατοικούν αλλά και ξένοι ή μάλλον αταίριαστοι με την εποχή τους. Τριτοπρόσωπη διήγηση, η οποία σε κάθε μέρος παρακολουθεί την οπτική ενός διαφορετικού ήρωα. Στο πρώτο είναι ένας Αθηναίος, που αποκαλείται Ισμαήλ, όπου μένει αόριστο το όποιο φορτίο θέλει να προσδώσει η συγγραφέας με το συγκεκριμένο όνομα. Οπως ο ήρωας του Μέλβιλ, και αυτός ξένος ανάμεσα σε ξένους, 33 ετών την επομένη της κατάρρευσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων, τα οποία γι’ αυτόν, καθώς δηλώνει, στάθηκαν μια ιδανική ουτοπία. Κατά κάποιον τρόπο δίνει την εντύπωση ενός διεθνιστή διανοουμένου, ανεξάρτητα αν βρέθηκε να εργάζεται βιβλιοπώλης στο Παρίσι, χωρίς καμία περαιτέρω δραστηριότητα ή ενδιαφέρον. Νοσταλγός του παρελθόντος και όσων πραγμάτων έχουν οριστικά εκλείψει, όπως οι ασπρόμαυρες ταινίες και οι αβροί τρόποι συμπεριφοράς, αδυνατεί να προσαρμοστεί στη φανταχτερή επίφαση των ημερών του και να συγχρονιστεί στον ρυθμό τους. Οταν σχολάει, τρέχει να προλάβει το ηλιοβασίλεμα, όπως λέγεται ότι έκανε ο Παπαδιαμάντης πριν από έναν αιώνα. Μόνο που αυτός κάθεται σε ένα παγκάκι και γλιστρά σε φαντασιώσεις, ανακατεύοντας παραστάσεις από τα βραδινά όνειρα. Ανήκει στους ανθρώπους που πιστεύουν σε έναν υπεραισθητό κόσμο, περιμένοντας εξ ουρανού σημεία για τα μελλούμενα. Κάπως έτσι, από ένα αστέρι φωτεινότερο του κανονικού, που πρόβαλε πάνω από τις παριζιάνικες στέγες, διαισθάνθηκε τον θάνατο του πατέρα του στην Ελλάδα.


Οταν ο Ισμαήλ επισκέπτεται την Αθήνα για να δει τη χήρα μητέρα του, αισθάνεται αποξενωμένος από τον γενέθλιο τόπο και τους συντοπίτες του, περισσότερο αλληλέγγυος με τους αλλοδαπούς και τους αστέγους. Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιγραφές του βιβλίου είναι όσες αναφέρονται στις περιπλανήσεις του στο κέντρο της πόλης. Κάπου μεταξύ του λόφου του Αρδηττού και του Ζαππείου, τον φανταζόμαστε να συναπαντιέται με τον ήρωα του τελευταίου βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας – από χωριό εκείνος νιώθει το ίδιο ξένος στην πρωτεύουσα. Μάλλον οι μοναδικοί γηγενείς ήρωες από όσους πλάστηκαν στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα που πεζοπορούν στο αθηναϊκό άστυ ανακαλύπτοντας κρυφές γωνιές του, ανεξάρτητα αν η θέαση των δύο συγγραφέων απέχει όσο και οι ήρωές τους. Πάντως ο Ισμαήλ, στα παγκάκια του Εθνικού Κήπου, γνωρίζεται με τον ήρωα του δεύτερου μέρους του βιβλίου, τον Ιβάν. Υποτίθεται ότι πρόκειται για έναν πολωνό τεχνίτη, αν και ο τρόπος που φιλοσοφεί, απαγγέλλοντας Σολωμό, προδίδει άνθρωπο διαφορετικής στόφας. Οπως και να έχει, με τον Ισμαήλ και τον Ιβάν σκιαγραφείται το διπλό πρόσωπο του ξένου, όπου το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο είναι ένα σπίτι, όχι ως στέγη, αλλά σαν εστία ζεστασιάς. Στερημένοι άνθρωποι, οι οποίοι στην κάμαρή τους γνωρίζουν στιγμές έντασης και ευδαιμονίας. Αν και ο αναστοχασμός τους δεν χρειάζεται λεκτικούς υπερτονισμούς ούτε, σε τόση έκταση, τον παραμυθικό λόγο.


Τρεις-τέσσερις αλλόκοτες γυναίκες


Στο τρίτο και συντομότερο μέρος του βιβλίου μόλις που σκιτσάρονται τρεις-τέσσερις αλλόκοτες γυναίκες. Συμβατικές οι σχέσεις τους με τους ήρωες, και όμως κάποτε η ελάχιστη ανθρώπινη επαφή δημιουργεί αίσθημα θαλπωρής, ζεσταίνοντας κάπως τη ζωή ενός ξένου. Τελικά στο βιβλίο, όπως και στη ζωγραφική του εξωφύλλου της Κύπριας Ελένης Νικοδήμου, υπερισχύουν η αφαίρεση και οι συμβολικές προεκτάσεις. Η Στεφανοπούλου ζητεί να αποτυπώσει συναισθηματικές αποχρώσεις, με τους ήρωές της συγκοινωνούντα δοχεία για προβληματισμούς γύρω από τις έννοιες της φιλίας και της πατρίδας.