Ενα ξενόγλωσσο ετήσιο ιστορικό περιοδικό, το Historein, κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια στην Ελλάδα (πρώτος τόμος το 1999). Βεβαίως η αποτίμηση της φυσιογνωμίας και του ιστοριογραφικού στίγματος ενός περιοδικού είναι δύσκολο να γίνει στο πρώτο ή στο δεύτερο τεύχος. Ο κύριος λόγος είναι ότι ένα περιοδικό διαφέρει από ένα βιβλίο: δεν έχει τον πεπερασμένο και οριστικό χαρακτήρα του βιβλίου. Αντίθετα, εξελίσσεται, διαφοροποιείται, ανανεώνεται. Ετσι και η όποια αποτίμηση ή κριτική για ένα περιοδικό δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα οριστικό. Αφορά περισσότερο τη δυναμική που κρύβεται παρά το έργο που έχει ολοκληρωθεί. Αφορά επίσης τη θέση που διεκδικεί και αποκτά μια παρόμοια έκδοση στο σύνολο των συγγενών και ομότεχνων εντύπων.


Τα τελευταία τριάντα χρόνια, και κυρίως μετά το 1974, η ιστορική επιστήμη γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στην Ελλάδα. Η άνθηση αυτή αντικατοπτρίστηκε σε ερευνητικά προγράμματα, διδακτορικές διατριβές, εκδόσεις αυτοτελείς και περιοδικές. Μέσα στο μεταπολιτευτικό κλίμα το μείζον διακύβευμα ήταν το ξαναγράψιμο της νεότερης ελληνικής ιστορίας με νέες πηγές, νέες μεθόδους, νέες θεωρητικές αφετηρίες. Το ξαναγράψιμο αυτό ήταν τόσο ιδεολογικού όσο και επιστημονικού χαρακτήρα. Αφενός, οι νέοι ιστορικοί επιθυμούσαν να αποκαθάρουν την ιστορική γραφή από τα ιδεολογήματα και τις πολιτικές χρήσεις των μετεμφυλιακών «εθνικώς ορθών» κυρίαρχων κοινωνικοπολιτικών ομάδων. Αφετέρου, το έργο του ιστορικού γινόταν με συνειδητό επαγγελματισμό και ακολουθούσε επιστημονικές αρχές και κανόνες διεθνώς αποδεκτούς. Η «νέα» αυτή ιστορία εμπνεόταν από τη θεματολογία και τις μεθόδους της γαλλικής ιστοριογραφίας κατ’ εξοχήν ­ αλλά και, δευτερευόντως, της αγγλοσαξονικής. Ο διπλός στόχος της «νέας» ιστορίας εκφράστηκε με ιστορικά περιοδικά όπως ο Μνήμων (ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 1971) και τα Ιστορικά (πρώτος τόμος το 1983). Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το τρίτο ιστορικό περιοδικό, ο Ιστωρ (πρώτος τόμος το 1990).


Το Historein εγγράφεται στην ίδια ιστοριογραφική παράδοση και αυτο-ορίζεται περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με τα προηγούμενα ιστορικά περιοδικά (βλ. την Εισαγωγή της συντακτικής επιτροπής στον τ. 1). Ταυτόχρονα όμως εκφράζει και τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ιστορική έρευνα και γραφή όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Εξάλλου το ηλικιακό φάσμα των μελών της συντακτικής επιτροπής προϊδεάζει για τα επιστημονικά ενδιαφέροντα και τις θεωρητικές αναζητήσεις του περιοδικού. Μια ομάδα νέων ιστορικών, κάποιων που μόλις ξεκίνησαν την ακαδημαϊκή τους σταδιοδρομία και κάποιων που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των μεταπτυχιακών σπουδών, βρίσκεται πίσω από αυτό το νέο και φιλόδοξο εγχείρημα. Η πρωτοτυπία του νέου περιοδικού είναι περισσότερο «πολιτική»: το άνοιγμα στη διεθνή συζήτηση για την ιστορία, η επικοινωνία με τους ιστορικούς της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας, η άρθρωση θεωρητικού λόγου με αφετηρία την ελληνική ιστοριογραφική πρακτική.



Πράγματι, τα κεκτημένα της εγχώριας ιστοριογραφίας μπορούν να τροφοδοτήσουν πλέον θεωρητικά ανοίγματα και διεθνή διάλογο. Η νεότερη ελληνική ιστορία έχει ήδη ενταχθεί στην παγκόσμια ιστορία όχι ως μια άλλη «περίπτωση» ή «παράδειγμα» αλλά ως οργανικό της μέρος, μέσα από μια οπτική συγκριτική και διεθνική. Αυτό υπήρξε άλλωστε το αποτέλεσμα της ιδεολογικής επιλογής να ξεπεραστεί η εθνοκεντρική ιστορία που ήταν το κυρίαρχο μοντέλο θέασης του παρελθόντος πριν από τη δεκαετία του 1970.


Το Historein πέτυχε να προσελκύσει στα δύο πρώτα τεύχη του σημαντικά ονόματα της διεθνούς ιστοριογραφίας, όπως η Νάταλι Ζίμον Ντέιβις, ο Κάρλο Γκίνσμπουργκ, η Λουίζα Πασερίνι, ο Στιούαρτ Γουλφ, ο Μίροσλαβ Χροχ, ο Χέιντεν Γουάιτ, γνωστοί σχεδόν όλοι στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και από τα μεταφρασμένα βιβλία τους. Οι ιστορικοί αυτοί «συνομιλούν» μέσα από τις σελίδες του περιοδικού με έλληνες συναδέλφους τους, καθιστώντας έτσι το Historein βήμα διεθνούς διαλόγου και στοχασμού για το έργο του ιστορικού. Ο δεύτερος τόμος του Historein είναι αφιερωμένος στο θέμα «Ετεροδοξίες: Κατασκευή ταυτοτήτων και ετερότητας στην Ευρώπη του Μεσαίωνα και των Πρώιμων Νεότερων Χρόνων». Μέσα από τα άρθρα του τόμου εγείρονται μείζονα ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία σχετικά με την κατασκευή της ταυτότητας και της ετερότητας, τις «μειονότητες» και τις «περιθωριακές ομάδες». Οι αναλύσεις που εκκινούν από δυτικοευρωπαϊκά παραδείγματα (Ζίμον Ντέιβις, Γκίνσμπουργκ, Ντάντελε, Ρίτσι, Γουλφ, Γαγανάκης, Ασέο, Μπλακ) διαλέγονται με τις μελέτες της Ρ. Μπενβενίστε για τους Εβραίους, της Χ. Αγγελίδη και της Τ. Κιουσοπούλου για το Βυζάντιο, της Μ. Ευθυμίου για την Ελληνική Επανάσταση. Τέλος, ο Α. Λιάκος προσεγγίζει την αλλαγή από τη «συνταγματική» στην «παραδειγματική» γραφή της ιστορίας με βάση το έργο της Ν. Ζίμον Ντέιβις και του Κ. Γκίνσμπουργκ, ενώ ο Χ. Γουάιτ παραχωρεί συνέντευξη σχετικά με τη λεγόμενη «γλωσσική στροφή» στην ιστοριογραφία και τη δική του «ειρωνική» προσέγγιση της ιστορίας. Ο τόμος συμπληρώνεται από βιβλιοκρισίες εκδόσεων σχετικών με κατασκευές ταυτοτήτων και χρονικό ποικίλων εκδηλώσεων και συνεδρίων.


Με τον δεύτερο τόμο του το περιοδικό Historein καθιερώνει την παρουσία του στον χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Η έκδοσή του φανερώνει τον δυναμισμό της νεοελληνικής ιστοριογραφίας μέσα από την ανανέωση των προσώπων, των θεμάτων, των προσεγγίσεων. Ο διάλογος με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες αλλά και τη διεθνή κοινότητα των ιστορικών είναι εξάλλου καθεαυτός πηγή έμπνευσης και ανανέωσης.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.