Ο τίτλος Ιστορία του παρόντος ακούγεται οξύμωρος γιατί έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε ως αρμοδιότητα των ιστορικών ό,τι ανάγεται στο παρελθόν. Ωστόσο αυτό αποτελεί μια παρωχημένη παραδοχή που αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως μια μη θεωρητική εξιστόρηση της δράσης σημαντικών προσώπων, συνήθως μετά τον θάνατό τους. Γάλλοι ιστορικοί (οι Denis Peschanski, Michel Pollak και Henry Rousso στον συλλογικό τόμο τους Histoire politique et sciences sociales, εκδ. Complexe, Βρυξέλλες, 1991) έχουν εξηγήσει ­ πριν από τον George Kennan, τον οποίον ο Timothy Garton Ash στην εισαγωγή του βιβλίου του αναγνωρίζει ως εφευρέτη του όρου ­ ότι η «Ιστορία του παρόντος» είναι δυνατή και έχει το δικό της ξεχωριστό πεδίο. Κατ’ αυτούς, χρονική αφετηρία του πεδίου του παρόντος είναι οι μαρτυρίες ζώντων πρωταγωνιστών, οι οποίες εκτείνονται στο χρονικό βάθος της «εμπλοκής» τους με το αντικείμενο της έρευνας. Χρονικό τέλος είναι το άμεσο παρελθόν, το «χθες του σήμερα», στον βαθμό που αυτό διεισδύει στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία αναπαράγοντας παλιές νοοτροπίες και πρακτικές. Στην Ιστορία του παρόντος η χρονική αφετηρία, το «πόσο πίσω» θα ανατρέξει ο ερευνητής, δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια γιατί εξαρτάται από τις αφετηρίες οι οποίες περιέχονται στις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών και οι οποίες δεν συμπίπτουν αναγκαστικά μεταξύ τους. Ούτε το χρονικό τέλος είναι εύκολα προσδιορίσιμο, γιατί στην Ιστορία του παρόντος το παρελθόν είναι τόσο κοντινό στον ιστορικό που γράφει ώστε η εξασθένηση της επιρροής του στον ίδιο και στις τρέχουσες εξελίξεις να αναβάλλεται διαρκώς. Ωστόσο η νομιμοποίηση της Ιστορίας του παρόντος ως ιδιαίτερου γνωστικού πεδίου με τους παραπάνω τρόπους φαίνεται ιδιαίτερα εμπειριστική και γι’ αυτό λίγο πειστική.


Μπορεί κανείς να δει με συμπάθεια τον νέο κλάδο επιχειρώντας έναν πιο θεωρητικό συλλογισμό: για όσους δεν είναι ιστορικοί αλλά κυρίως για πολλούς σύγχρονους ιστορικούς η παλαιά και οικεία πραγματολογική περιγραφή σπουδαίων προσώπων και πραγμάτων δεν είναι η πιο χρήσιμη ούτε πλέον η κρατούσα εκδοχή της Ιστορίας ως κοινωνικής επιστήμης. Χρησιμότερη και πιθανότατα κρατούσα είναι η εκδοχή που θέλει την Ιστορία ως μια θεωρητική-αναλυτική προσέγγιση των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών μεταβολών, ως συστηματική μελέτη της αλλαγής της κοινωνίας. Η δεκαετία του ’90 ήταν μια δεκαετία προφανούς όσο και δραματικής αλλαγής των κοινωνιών της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που αποτελούν το υλικό του τελευταίου βιβλίου του Timothy Garton Ash.


Ο δημοσιογράφος – ιστορικός



Για αυτόν και μόνο τον λόγο θα αρκούσε να δεχθούμε ως Ιστορία το βιβλίο κάποιου που ήταν παρών στις συμβολικές στιγμές της μετάβασης στη μετακομμουνιστική εποχή, όπως, π.χ., κατά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και κατά την εκδήλωση της Βελούδινης Επανάστασης στην Πράγα, και συνομίλησε με μερικούς από τους πρωταγωνιστές της νέας Ανατολικής Ευρώπης, όπως, π.χ., με τον Βάτσλαβ Χάβελ, όταν ακόμη δεν ήταν πρωταγωνιστές. Σύμφωνα με τον Ash, τίποτε δεν αντικαθιστά την προσωπική παρουσία του ερευνητή στον χρόνο και στον τόπο όπου συμβαίνουν τα γεγονότα. Σε αυτό μπορεί να απαντήσει κανείς ότι τίποτε δεν αντικαθιστά την υιοθεσία από τον ερευνητή ενός γενικού ερμηνευτικού σχήματος, το οποίο, εφόσον υπάρχει, του επιτρέπει να συνδέσει και να εξηγήσει τα γεγονότα. Ευτυχώς ο Ash διαθέτει τέτοιο σχήμα καθώς και μεγάλη τριβή με το θέμα. Ο συγγραφέας είναι εταίρος του κολεγίου St. Antony’s του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, συνεργάτης των περιοδικών Times Literary Supplement και New York Review of Books και δημοσιογράφος με ειδίκευση τις εξελίξεις στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στις οποίες είναι αφιερωμένα τα τρία προηγούμενα βιβλία του (The Polish Revolution, We the People και The Uses of Adversity). Εχει ταξιδέψει συχνά στις χώρες που τον ενδιαφέρουν και φαίνεται ότι γνωρίζει μερικές ανατολικοευρωπαϊκές γλώσσες.


Το «παρόν» της περιοχής


Το βιβλίο αποτελείται από δοκίμια που έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά και εφημερίδες στο διάστημα της δεκαετίας που μας πέρασε. Τα δοκίμια είναι ξαναδουλεμένα και παρατίθενται κατά χρονολογική και όχι κατά θεματολογική σειρά ­ συνιστά πάντως παράλειψη το ότι δεν αναφέρεται καθόλου η πηγή και η ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης του κάθε δοκιμίου, το οποίο δημοσιεύεται ξανά ως κεφάλαιο του βιβλίου. Κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε μια μικρή χρονική περίοδο, σε μια χώρα, αν και υπάρχει ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο που έπαιξε η Γερμανία στη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία και στην οικονομία της αγοράς όσον αφορά τις χώρες που βρίσκονται στα ανατολικά της. Ο συγγραφέας επανέρχεται σε κάθε χώρα με περιοδικό τρόπο, αφού παρεμβάλλει παράλληλα κεφάλαια για άλλες χώρες της περιοχής κατά την ίδια περίπου χρονική περίοδο (π.χ., η Ανατολική Γερμανία τον Μάρτιο του 1990, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία τον Ιούλιο του 1990, συνολικά η Γερμανία τον Οκτώβριο του 1990 κ.ο.κ.). Ετσι, αν θέλει κανείς να διαβάσει αποκλειστικά τα κείμενα για τη διαιρεμένη και κατόπιν για την ενοποιημένη Γερμανία, για την Πολωνία, για την Ουγγαρία ή για τα Δυτικά Βαλκάνια, μπορεί να παραλείψει τα κεφάλαια που δεν τον ενδιαφέρουν και να παρακολουθήσει την ανάλυση του συγγραφέα κατά χώρα σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Κατά διαστήματα ανάμεσα στα κεφάλαια παρατίθενται κατάλογοι με τα κύρια γεγονότα που έλαβαν χώρα από τις αρχές Ιανουαρίου του 1990 ως τα τέλη Δεκεμβρίου του 1999.


Εντυπωσιασμός και διεισδυτική ανάλυση


Παρά τη μέριμνα του συγγραφέα να εντυπωσιάσει ή/και να προκαλέσει καταγράφοντας αποσπάσματα από συνομιλίες του με ανατολικοευρωπαίους ηγέτες ή σημειώνοντας αντιδράσεις απλών πολιτών σε κοσμοϊστορικά γεγονότα, το βιβλίο δεν είναι δημοσιογραφικό. Ο Ash προτείνει ένα γενικό ερμηνευτικό σχήμα για το «πού πάνε τα πράγματα» (σε δύο τουλάχιστον κεφάλαια του βιβλίου και στον επίλογο), το οποίο διακρίνεται από μια δεοντολογική τελεολογία: ο κόσμος της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης βαδίζει προς τον πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό, και μάλιστα θα έπρεπε να βαδίζει προς τα εκεί. Προκειμένου να πείσει για τις απόψεις του ο Ash αποτολμά γενικεύσεις και συγκρίσεις (μερικές φορές καθ’ υπερβολήν: «Το να είναι κανείς Σέρβος στον κόσμο σήμερα είναι σαν να είναι Γερμανός το 1945», σελ. 366) και, πάνω από όλα, ενδιαφέρεται για τις βαθύτερες αιτίες των εξελίξεων που παρατηρεί. Προτιμά τις «πολιτικές» από τις «οικονομικές» ερμηνείες, δίνει έμφαση στην ποιότητα της ηγεσίας κάθε μετακομμουνιστικής κυβέρνησης, συζητεί τις διεθνείς σχέσεις με όρους προάσπισης των συμφερόντων των εμπλεκόμενων κρατών-εθνών. Η κρίση του για πρόσωπα και πράγματα επηρεάζεται φυσικά από το πολιτικό του στίγμα, το οποίο είναι το στίγμα ενός φιλελεύθερου Βρετανού που διολισθαίνει προς τον ευρωσκεπτικισμό (αμφιβάλλει για το αν το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να μετάσχει πλήρως στην ευρωπαϊκή ενοποίηση). Συνέπεια των πολιτικών προτιμήσεών του είναι ότι το ενδιαφέρον του είναι εντονότερο για τις στάσεις, τις αντιλήψεις και τις πρωτοβουλίες των ελίτ παρά για τις νοοτροπίες των μαζών και την οργάνωση και κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων. Η ελκυστική περιγραφή της επιστροφής μιας οικογένειας Αλβανών Κοσοβάρων και της οικογενειακής τους αγελάδας, μετά τη λήξη του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου, στο ρημαγμένο από τον πόλεμο αγρόκτημά τους, από το οποίο είχαν εκδιωχθεί (σελ. 444 κ.ε.), παράδειγμα της αίσθησης του Ash για τα μικρά γεγονότα που αναδεικνύουν μεγάλες μετατροπές, δεν εξισορροπεί τη διάχυτη τάση του να ζωγραφίζει στιγμές ζωής των διανοουμένων και των πολιτικών καθώς και πορτρέτα ηγετών. Από το βιβλίο λείπουν οι δομικές, οικονομικές και κοινωνικές συντεταγμένες των μεταβολών που περιγράφονται.


Στην ανάλυσή του ο Ash αποδίδει σημασία στο πλαίσιο σκέψης που επικρατεί κάθε φορά μεταξύ όσων έχουν εξουσία να αποφασίζουν και στο ψυχολογικό κλίμα της εκάστοτε συγκυρίας. Τέτοιες αναλυτικές αφετηρίες δεν είναι αναγκαστικά προβληματικές, είναι μάλιστα ως έναν βαθμό απαραίτητες προκειμένου οι μεταγενέστεροι αναλυτές να μη «διαβάζουν» τις δικές τους προκαταλήψεις στις προθέσεις και στις πράξεις των προγενέστερων ατόμων και ομάδων, τη συμπεριφορά των οποίων επιχειρούν να ερμηνεύσουν. Αν είχαν προστεθεί στην ανάλυση κάποιες δομικές όψεις της κατάρρευσης και της μετέπειτα διαμόρφωσης των συστημάτων της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, δηλαδή μια δόση ντετερμινισμού εξισορροπητική της δράσης χαρισματικών ηγετών, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον καλύτερο. Ισως όμως να μην ήταν διαυγέστερο. Ο Ash προβάλλει τόσο συχνά τις δικές του απόψεις, επιμελώς στηριγμένες σε γεγονότα, ώστε δεν αφήνει στον αναγνώστη καμία αμφιβολία για το τι συνέβη ούτε για το τι ο ίδιος ο συγγραφέας θα ήθελε να είχε συμβεί. Ο αναγνώστης που επιθυμεί να δει μια ­ κατά διαστήματα ­ ευαίσθητη τοιχογραφία των εξελίξεων στην Ανατολική και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας και να σκεφθεί για αυτές, διαβάζοντας ένα βιβλίο με άποψη, μπορεί να στραφεί στον οξυδερκέστερο βρετανό περιηγητή της περιοχής.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.