Τα γράμματα και τα θάματα





Σε λίγες ημέρες πρόκειται να κυκλοφορήσει, μετά από σχεδόν οκταετή κυοφορία, η επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας που ετοίμασε το Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο, με επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή Μ. Ζ. Κοπιδάκη. Πρόκειται για ένα έργο φιλόδοξο και σύνθετο, που όμοιό του δεν υπήρξε ούτε και είχε επιχειρηθεί ποτέ (εξ όσων γνωρίζω) στην Ελλάδα.


Ως συνεργάτης και σύμβουλος εκδόσεως του τόμου δεν μπορώ να διεκδικήσω αντικειμενικότητα στην παρουσίασή του, καθώς μάλιστα έχω και μια ιδιάζουσα συναισθηματική εμπλοκή: είναι το πρώτο (και δυστυχώς τελευταίο) βιβλίο στο οποίο συνυπάρχουν πρωτότυπα κείμενα του πατέρα μου με δικό μου. Από την άλλη πλευρά, έχοντας παρακολουθήσει την εξέλιξη του έργου από νωρίς, είμαι σε θέση να καταγράψω τη διαδρομή του και κάποιες παρατηρήσεις εκ των έσω.


Η συγκεκριμένη Ιστορία ξεκίνησε απλά, από μια συζήτηση που είχαν ο αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑ Γιώργος Παμπούκης και ο τραπεζίτης Γιάννης Κωστόπουλος, οπότε και διατυπώθηκε η αρχική ιδέα του βιβλίου. Συντελεστές του βιβλίου υπήρξαν πολλοί, αλλά ο κ. Παμπούκης ήταν ο άνθρωπος-κλειδί, αφού εκτός από την αρχική σύλληψη ανέλαβε και την οργάνωση και την επίβλεψη της υλοποίησης του έργου.


Το ζητούμενο ήταν μια Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας που θα απευθυνόταν πρωτίστως στο ευρύ κοινό. Στόχος του ΕΛΙΑ, όπως αναφέρεται στο προλογικό σημείωμα, ήταν «η συγγραφή ενός βιβλίου που δεν θα ήταν λεπτομερειακό και βλοσυρό, αλλά ευσύνοπτο και ελκυστικό». Δεν επρόκειτο όμως για ένα οποιοδήποτε βιβλίο, αλλά για μια Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, η οποία (για να δικαιολογήσει τον τίτλο της) θα έπρεπε να σταθμίσει όλες τις επιστημονικές παραμέτρους και τις σημειολογικές φορτίσεις του θέματος: ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές. Επρεπε παράλληλα να ανευρεθούν οι χορηγοί που θα εστήριζαν αυτή την προσπάθεια με γενναιοδωρία και κατανόηση (όσον αφορούσε στους χρόνους).


Ο πρόεδρος του ΕΛΙΑ Μάνος Χαριτάτος διευκρίνισε ότι «δεν υπήρχε ένας ειδικός για το σύνολο της γλώσσας, οπότε να υπάρξει ένας συγγραφέας του βιβλίου». Ετσι επελέγη ο κλασικός φιλόλογος Μιχάλης Κοπιδάκης ως επιστημονικός υπεύθυνος για να επιμεληθεί το βιβλίο, οργανώνοντας τη δομή του, χωρίζοντάς το σε κεφάλαια, τα οποία και θα ανέθετε στους κατά περίπτωση ειδικούς. Η πρόταση του ΕΛΙΑ, έτσι διαμορφωμένη, έγινε δεκτή από το Ιδρυμα Ι. Φ. Κωστοπούλου και τον Ομιλο Επιχειρήσεων Μαρινοπούλου και η περιπέτεια αυτού του βιβλίου ξεκίνησε.


Διαδρομή σε 160 κεφάλαια


Πολύ συνοπτικά, η Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας χωρίζεται σε 160 κεφάλαια, 145 του κυρίως σώματος και 15 των παραρτημάτων (το πρώτο, από τον Α.-Φ. Χριστίδη, τιτλοφορείται «Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσική Ενότητα: Το Ιστορικό Πρόβλημα», ενώ το τελευταίο, από τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, «Το Μέλλον της Ελληνικής»). Αυτά τα κεφάλαια είναι οργανωμένα σε πέντε βασικές χρονικές περιόδους, οι οποίες με τη σειρά τους διακρίνονται σε ενότητες ως εξής:


1. Αρχαιότητα (34 κεφάλαια)


Προϊστορικοί Χρόνοι (5), Διάλεκτοι (8), Επεα Πτερόεντα και Ανθη της Πέτρας (2), Οι Διάλεκτοι της Λογοτεχνίας (11), Ο Πεζός Λόγος (5), Θεωρίες για τη Γλώσσα (3).


2. Ελληνιστική Κοινή (16 κεφάλαια)


Η Κοινή Λαλιά (7), Τα Ιερά Κείμενα (2), Η Αττικιστική Αντίδραση (5), Ποικίλα Γραμματικά (2).


3. Βυζάντιο (21 κεφάλαια)


Καθομιλουμένη και Γραφόμενες (17), Γλωσσικές Αλληλεπιδράσεις (4).


4. Μετά την Αλωση (23 κεφάλαια)


Διάλεκτοι και Ιδιώματα (9), Αχτίδες Φωτός (8), Το Γλωσσικό Ζήτημα (6).


5. Νεότερη Εποχή (51 κεφάλαια)


Στα Χρόνια του Αγώνα (4), Η Λογοτεχνία του Ελευθέρου Κράτους (6), Γλωσσικές Διαμάχες (7), Η Γλώσσα της Λογοτεχνίας του 20ού Αιώνα (16), Τα Χρειώδη (4), Μεταρρυθμίσεις (3), Η Γλώσσα Σήμερα (11).


Τέλος, τα Παραρτήματα (15 κεφάλαια): Η Αρχαία Ελληνική στις Ευρωπαϊκές Γλώσσες (5), Η Γραφή (8), Η Μετρική (2), ενώ υπάρχει και εκτεταμένη βιβλιογραφία.


Η κάθε χρονική περίοδος συνοδεύεται από εκτεταμένη εισαγωγή, η οποία έχει συνταχθεί επίσης από κατά περίπτωση ειδικούς: τον Μ. Ζ. Κοπιδάκη για την Αρχαιότητα και την Ελληνιστική Κοινή, την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ για το Βυζάντιο, τον Χαράλαμπο Συμεωνίδη για τους Μετά την Αλωση χρόνους και τον Peter Mackridge για τη Νεότερη Εποχή.



Τα επί μέρους κεφάλαια ανετέθησαν στους συνεργάτες «με κριτήριο την επιστημονική τους επάρκεια και την ικανότητά τους να πραγματεύονται μεγάλα και περίπλοκα θέματα με τρόπο απλό και κατανοητό», σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα, ενώ οι συνεργάτες «όφειλαν να συμμορφωθούν, κατά το δυνατόν, στις τεχνικές προδιαγραφές του έργου, διατηρώντας φυσικά πλήρη ελευθερία στη διατύπωση των επιστημονικών τους απόψεων». Εκτός από τη συγγραφή του κάθε κεφαλαίου, το οποίο δεν έπρεπε να ξεπερνά έναν ορισμένο αριθμό λέξεων, οι συνεργάτες καλούντο να παραθέσουν παραδείγματα και σχετικά αποσπάσματα από κείμενα, όπως και να προτείνουν εικονογράφηση για το κεφάλαιό τους (οι εισαγωγές των περιόδων εικονογραφούνται και από τον Στάθη Σταυρόπουλο), ώστε το αποτέλεσμα να είναι και πληρέστερο και πιο ευχάριστο στην ανάγνωση για τον μέσο αναγνώστη.


Οταν έχει κανείς να κάνει με περισσότερους από 60 συνεργάτες και 160 κεφάλαια, με παραθέματα από όλον τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και εικονογράφηση που προέρχεται από τις τέσσερις γωνιές της γης, είναι προφανές ότι χρειάζεται ένα επιτελείο συντελεστών και ότι δεν πρόκειται να τελειώσει μέσα σε μερικούς μήνες. Το δύσκολο έργο του συντονισμού της έκδοσης το είχε η Στέση Αθήνη, την καλλιτεχνική επιμέλεια και τη σελιδοποίηση η Εύα Σταμάτη, τη στοιχειοθεσία η Χριστίνα Κορίζη, τις διορθώσεις η Αννα Κατσιγιάννη, τον έλεγχο των παραπομπών η Εβίνα Σιστάκου και τη συγκέντρωση του εικαστικού υλικού η Ειρήνη Οράτη, και είμαι σε θέση να μαρτυρήσω για το φιλότιμο και την ευσυνειδησία όλων τους.


Οταν το βιβλίο πήγε επιτέλους στο τυπογραφείο, ρώτησα τον κ. Κοπιδάκη για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε από την πλευρά του. Αυτός, χαριτολογώντας αρχικά, μου είπε ότι το βιβλίο «κατά λάθος τελείωσε! Αν ήξερε τις δυσκολίες από την αρχή, κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα το ανελάμβανε»… Στη συνέχεια όμως επεσήμανε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του βιβλίου: μια ιστορία της γλώσσας για το ευρύ κοινό, ένα «μεσαίο βιβλίο» (ανάλογα έργα, για παράδειγμα, δεν υπάρχουν για τη γερμανική, την ιταλική ή τη γαλλική, παρά μόνο για την αγγλική γλώσσα). Ο σκοπός αυτός μάλλον επετεύχθη: «Η Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας διαβάζεται ως βιβλίο από την αρχή ως το τέλος και ανάποδα ή και αποσπασματικά, κατά τμήματα».


Οι κυριότερες δυσκολίες, σύμφωνα με τον κ. Κοπιδάκη, ήσαν δύο: πρώτον, η δίκαια μοιρασιά του υλικού ­ «Δεν έχει γίνει με βάση την οικουμενική σπουδαιότητα, αλλά τις ανάγκες του ελληνόφωνου κοινού σήμερα» ­ και, δεύτερον, το γεγονός ότι επρόκειτο για συλλογικό έργο, «πράγμα ασυνήθιστο για την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Επρεπε να πεισθεί ο κάθε συνεργάτης να ακολουθήσει τα υποδείγματα».


Πρόκειται λοιπόν για έργο υποδομής και όχι εντυπωσιασμού: «Δεν πρέπει να ξεγελά η εξωτερική εμφάνιση ­ δεν πρόκειται για απλό λεύκωμα. Εχει προηγηθεί έρευνα εις βάθος, κυρίως για τα νέα ελληνικά και άλλες πτυχές που είναι λιγότερο μελετημένες επιστημονικά, όπως προφορικός λόγος, επιστημονική καθαρεύουσα κ.ά. Ολα τα διδακτικά βιβλία είναι έργα που προϋποθέτουν έρευνα, ενώ κατεβλήθη προσπάθεια να εκπροσωπηθούν όλες οι τάσεις, ιδεολογίες και σχολές, ακαδημαϊκές και μη. Αυτή ήταν και μια ικανοποίηση: ότι τελικά συνεργάστηκαν άνθρωποι με διαφορετικές επιστημονικές και πολιτικές αντιλήψεις. Φυσικά και θίγεται το θέμα της πολιτικής και της γλώσσας, αλλά με τρόπο νηφάλιο. Κρατήσαμε μια μετριοπαθή και ψύχραιμη στάση, αποφεύγοντας τις ακρότητες: εθνικιστικό παραλήρημα ή ψυχρό επιστημονισμό».


Ο επιμελητής, όπως καλά γνωρίζει ο κ. Κοπιδάκης, όσο και καλή δουλειά να κάνει, «είναι αδύνατον να αποφύγει το ανάθεμα των λογίων. Δεν είναι όμως Ιστορία της Λογοτεχνίας, αλλά Ιστορία της Γλώσσας: μπορεί να προτιμηθεί ο ατάλαντος από τον ταλαντούχο». Σίγουρα ένα τόσο μεγάλο έργο θα έχει και παραλείψεις, αλλά «δεν θέλουμε πληρότητα όσο εκπληρώνεται ο παιδαγωγικός στόχος του τέρπειν άμα και διδάσκειν».


Η επιλογή των συντελεστών του βιβλίου από το ΕΛΙΑ ήταν ευτυχής, όπως επίσης και η απόφαση να μην ανατεθεί η επιμέλεια του βιβλίου σε επιτροπή σοφών (υπάρχει η θεωρία ότι η καμήλα είναι ένα άλογο που σχεδιάστηκε από επιτροπή) αλλά στον κ. Κοπιδάκη, ο οποίος και την επιστημονική επάρκεια είχε για να τη φέρει εις πέρας και την προσωπική επάρκεια για να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του (έχει επίσης και χιούμορ ­ πώς αλλιώς μπορεί να εκλάβει κανείς το γεγονός ότι το κεφάλαιο περί Δοκιμίου, το οποίο υπογράφει ο ίδιος, ξεκινά με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και τελειώνει με τη Μαρία Χαραμή;).


Το ουσιαστικότερο μειονέκτημα της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας δεν βρίσκεται στο περιεχόμενο αλλά στη μορφή του βιβλίου: ναι μεν έχει πλούσια εικονογράφηση και είναι τυπωμένη σε καλό (και βαρύ) χαρτί, αλλά οι διαστάσεις και το βάρος της την καθιστούν κάπως δυσβάστακτη για τον περίφημο «μέσον αναγνώστη» ­ ή πάντως λιγότερο χρηστική από την αρχική σχεδίαση του βιβλίου. Είναι εμφανές ότι το βιβλίο αυτό έχει κοστίσει πολλά χρήματα και ότι το ΕΛΙΑ προσδοκά και οικονομικά οφέλη από την έκδοση. Τίποτε όμως δεν αποκλείει μια πιο προσιτή (και πρακτικά και οικονομικά) ανατύπωση του έργου όταν εξαντληθούν τα 5.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης (3.500 με σκληρό εξώφυλλο και 1.500 με μαλακό).


Τα πλεονεκτήματα όμως της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας είναι πολλά και σημαντικά. Πρώτα από όλα, υπάρχει. Υπάρχει επιτέλους μια επίτομη ιστορία της γλώσσας μας γραμμένη από ειδικούς για μη ειδικούς. Υστερα, είναι έτσι μοιρασμένη και σελιδοποιημένη και με τέτοιον τρόπο εικονογραφημένη ώστε να προσφέρει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, ανάλογα με τις ανάγκες του αναγνώστη ή της περιστάσεως. Μπορεί κάποιος, για παράδειγμα, να ανατρέξει στο κεφάλαιο για τη Δωρική Διάλεκτο, τη Χορική Ποίηση, τη Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός, τα Βυζαντινά Λεξικά και τις Γραμματικές, την Ποντιακή και Καππαδοκική Διάλεκτο, την Πενταγλωσσία του Μεσοπολέμου ή την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964. Μπορεί επίσης να αγνοήσει τα κείμενα των ειδικών και να διαβάσει τα παραδείγματα και τα παραθέματα για να καταλάβει ο ίδιος καλύτερα την πολυπλοκότητα και την εξέλιξη της Ελληνικής. Ή μπορεί να ασχοληθεί μόνο με την εικονογράφηση των κεφαλαίων, η οποία από μόνη της αποτελεί ένα διαχρονικό και συναρπαστικό φωτορομάντζο του Ελληνισμού.


Οσο για τα κείμενα των ειδικών συνεργατών, από όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, είναι όντως βατά και κατανοητά από όποιον πραγματικά ενδιαφέρεται για τη γλώσσα και είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό απηλλαγμένα από την αυτολογοκρισία της political correctness (που αποτελεί κατάρα για κάθε επιστημονική δουλειά που σέβεται τον εαυτό της), ίσως γιατί εγράφησαν σε πιο αθώες εποχές, δηλαδή προτού εισβάλλουν καταχρηστικώς οι Βούλγαροι στα λεξικά.


Οι συγγραφείς


Από όποια πλευρά και να το δει κανείς, η Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας είναι ένα σημαντικότατο έργο. Φυσικά και δεν είναι τέλειο βιβλίο, αλλά τέλεια βιβλία υπάρχουν μόνο στη φαντασία των αδαών ή σε κάποιες ιστορίες του Μπόρχες. Ο εκδότης, άλλωστε, επισημαίνει ότι «η δομή του επιτρέπει μελλοντικές προσθήκες και αναθεωρήσεις». Και αν κάποιος νομίζει ότι μπορεί να το κάνει καλύτερα, κανένας δεν τον εμποδίζει…


Οι 66 συγγραφείς του τόμου (αλφαβητικά): Αθήνη Στέση, Αλισανδράτος Γιώργος, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Αννα, Βαγενάς Νάσος, Βελουδής Γιώργος, Γεωργούδης Ντίνος, Γιανναράς Χρήστος, Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, Δαλαβέρα Ιωάννα, Δασκαλόπουλος Δημήτρης, Δετοράκης Θεοχάρης, Δημαράς Αλέξης, Ζαχαριάδου Ελισάβετ Α., Ζώρας Γεράσιμος Γ., Ιακώβ Δανιήλ, Καζάζης Ι. Ν., Καλιόρης Γιάννης, Κακριδής Φάνης Ι., Καραντζόλα Ελένη, Καστρινάκη Αγγέλα, Κατσαρός Βασίλης, Κεχαγιόγλου Γιώργος, Κιτρομηλίδης Πασχάλης Μ., Κοκόλης Ξ. Α., Κοντογιάννης Απόστολος, Κοντοσόπουλος Νικόλαος, Κοπιδάκης Μ. Ζ., Κοτζάμπαση Σοφία, Κρεμύδη-Σισιλιάνου Σοφία, Λασκαράτου Χρυσούλα, Mackridge Peter, Μαργαρίτη-Ρόγκα Μαριάννα, Μαρκόπουλος Αθανάσιος, Μαστροδημήτρης Π. Δ., Μήλλας Ηρακλής, Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Μπουκάλας Παντελής, Μπρούμα Γεωργία, Μώρος Γιώργος Ε., Παναγιωτάκης Νικόλαος Μ., Παπαγγελής Θεόδωρος, Παπουτσάκης Μανόλης, Παρχαρίδου Μαγδαληνή, Πατρινέλης Χρίστος Γ., Πετροπούλου Ιωάννα, Πεχλιβάνος Μίλτος, Ρεγκάκος Αντώνης, Ρονιώτη Σίλια, Σαρίκας Ζήσης, Σαββίδης Γ. Π., Σαββίδης Μανόλης, Σιστάκου Εβίνα, Σταμπουλή Ευαγγελία, Στεφανόπουλος Θ. Κ., Συμεωνίδης Χαράλαμπος Π., Τικτοπούλου Κατερίνα, Τσαντσάνογλου Κυριάκος, Τσιτσικλή Δήμητρα, Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, Φιλάρετος Θεόδωρος, Φιλιππάκη-Warburton Ειρήνη, Χαλιάσου Αννα, Χαραλαμπάκης Χριστόφορος, Χατζητάκη-Καψωμένου Χρυσούλα, Χριστίδης Α.-Φ., Χριστοδούλου Γεώργιος Α.