«Δεν κάνουμε συμμαχίες κρατών,
ενώνουμε ανθρώπους».
Αυτές οι έξι λέξεις συνοψίζουν την κοσμοθεωρία του γάλλου οραματιστή, του ανθρώπου που έθεσε της βάσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Η προσφορά του Ζαν Μονέ προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε τόσο ουσιαστική ώστε ο «Economist» είχε κατ’ επανάληψη προτείνει το ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης να ονομαστεί «Μονέ». Ο άνθρωπος που ο Σαρλ ντε Γκωλ αποκαλούσε στα «Απομνημονεύματά» του «Ο Εμπνευστής» γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1888 στην πόλη Κονιάκ της Νοτιοδυτικής Γαλλίας, γόνος εύπορης οικογένειας παραγωγών και εμπόρων του ομώνυμου μπράντι, υπό την ονομασία J. G. Monnet & Co. «Το σημαντικότερο πράγμα σχετικά με την παρασκευή κονιάκ είναι ότι, πάνω απ’ όλα, σε διδάσκει να περιμένεις» έλεγε συχνά ο άνθρωπος που, χάρη στην υπομονή και στην επιμονή του, κατάφερνε πάντα να επιτύχει σε ό,τι και αν καταπιανόταν. Δεν εξελέγη ποτέ σε κομματικό ή διπλωματικό αξίωμα, δεν ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα, δεν υπήρξε δημόσιος υπάλληλος. Στάθηκε στη σκιά των μεγαλύτερων ανδρών του 20ού αιώνα, διακριτικός πρωταγωνιστής στις μεγάλες αποφάσεις και στις ιστορικότερες στιγμές του. Είχε πει χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που θέλουν να είναι κάποιοι και αυτοί που θέλουν να κάνουν κάτι». Επέλεξε το δεύτερο.


Σε ηλικία 16 ετών ο ευφυής νεαρός διέκοψε το γυμνάσιο και αποφάσισε να ταξιδέψει εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της οικογενειακής επιχείρησης στο εξωτερικό. Ως εκεί έφθασε η επίσημη εκπαίδευσή του. Δεν φοίτησε ποτέ στο πανεπιστήμιο, αλλά αποκόμισε πολύτιμες εμπειρίες από τα ταξίδια του σε Βρετανία, Σκανδιναβία, Αίγυπτο, Αμερική, Ρωσία, Κίνα και Καναδά. Από το 1904 ως το 1906 ο Μονέ βρέθηκε ως έμπορος οινοπνευματωδών στο Λονδίνο, όπου έμαθε να μιλάει άπταιστα την αγγλική και στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στον Καναδά ως το 1914. Για λόγους υγείας ο 26χρονος τότε Μονέ δεν μπόρεσε να υπηρετήσει στις τάξεις του γαλλικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε αποφάσισε να υπηρετήσει τη χώρα του και τους συμμάχους της με όποιον άλλο τρόπο μπορούσε και πρότεινε τη δημιουργία μιας κοινής συμμαχικής επιτροπής πολεμικών μεταφορών και ανεφοδιασμού, ιδέα που βρήκε ομόφωνη αποδοχή από τους Γάλλους και τους Βρετανούς.


Η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919 βρίσκει τον 31χρονο Γάλλο στη Γενεύη, στο πόστο του αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα της νεοσυσταθείσας τότε Κοινωνίας των Εθνών, «προγόνου» του ΟΗΕ. Τέλεσε τα καθήκοντά του επί τετραετία και το 1923 παραιτήθηκε του αξιώματος για να αναλάβει προσωπικά την οικογενειακή επιχείρηση σε καιρούς οικονομικής ύφεσης. Σύντομα παρέδωσε τη διεύθυνση της εταιρείας στα εξαδέλφια του και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να εργαστεί ως αντιπρόεδρος του γαλλικού παραρτήματος στην τραπεζοεπενδυτική φίρμα Blair & Co. και το 1929 ως συνιδρυτής και πρόεδρος της Bancamerica – Blair στο Σαν Φρανσίσκο. Την ίδια χρονιά ο Μονέ ερωτεύτηκε την παντρεμένη ιταλίδα ζωγράφο, Σίλβια ντι Μποντίνι, καθολική και μητέρα ενός παιδιού. Η έκδοση διαζυγίου, όμως, αποδείχθηκε μεγάλη δοκιμασία, καθώς καμία χώρα – ούτε καν η Αμερική – δεν το επέτρεπε. Πέντε χρόνια μετά οι υψηλές διασυνδέσεις του Μονέ εξασφάλισαν στην αγαπημένη του τη σοβιετική υπηκοότητα, την αυθημερόν έκδοση διαζυγίου και την πολυπόθητη ελευθερία της να τον παντρευτεί και να αποκτήσουν δύο παιδιά, την Αννα και τη Μαριάν.


Εν τω μεταξύ, τα σύννεφα του πολέμου έριχναν και πάλι τη σκιά τους πάνω από την Ευρώπη. Τον Δεκέμβριο του 1939 ο Ζαν Μονέ ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Βρετανογαλλικής Επιτροπής Συντονισμού, με έργο τον συντονισμό της μεταφοράς και της σωστής χρήσης πολεμικού υλικού, προμηθειών και καυσίμων. Το 1940, από κοινού με τον Σαρλ ντε Γκωλ, τον Ρενέ Πλεβέν και τον Γουίνστον Τσόρτσιλ συνέταξε στο πρωθυπουργικό γραφείο της Ντάουνινγκ Στριτ σχέδιο που προέβλεπε τη σωτηρία της πολιορκούμενης από τους ναζιστές Γαλλίας μέσω της ένωσής της με τη Βρετανία. Δεν πρόλαβαν να το θέσουν σε εφαρμογή προτού η Γαλλία παραδοθεί στους Γερμανούς. Αντιπρόεδρος πλέον του Βρετανικού Συμβουλίου Προμηθειών, ο Ζαν Μονέ βρέθηκε στην Ουάσιγκτον, όπου διετέλεσε σύμβουλος του προέδρου Ρούζβελτ. Υπήρξε ο κυριότερος εμπνευστής του Προγράμματος της Νίκης των Συμμάχων, ενώ ο οικονομολόγος Κέινς έγραψε ότι η συμβολή του Μονέ συντόμευσε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά έναν χρόνο.


Μετά το τέλος των εχθροπραξιών, ο στρατηγός Ντε Γκωλ τού εμπιστεύθηκε τον οικονομικό σχεδιασμό της μεταπολεμικής Γαλλίας και τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας και της γεωργίας με τους πόρους του Σχεδίου Μάρσαλ. Οραματιζόταν την οικονομική και πολιτική ενοποίηση της ηπείρου για να αποφευχθεί ένας νέος πόλεμος και το 1949 κατέθεσε στον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Ρομπέρ Σουμάν, την πρόταση που έμελλε να αλλάξει για πάντα την πορεία της Ευρώπης και να οδηγήσει σταδιακώς στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση. Το σχέδιο αυτό, του οποίου υπήρξε ο ιθύνων νους και έμεινε στην ιστορία ως Σχέδιο Σουμάν, ανακοινώθηκε επίσημα την 9η Μαΐου 1950 και έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951. Ρόλος της ανεξάρτητης αρχής ΕΚΑΧ, της οποίας ο Μονέ υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος, ήταν η διαχείριση της αγοράς του άνθρακα και του χάλυβα – των κυριότερων πρώτων υλών της πολεμικής βιομηχανίας – μεταξύ των παραδοσιακών εχθρών, Γαλλίας και Γερμανίας (αργότερα προσχώρησαν η Ιταλία και οι χώρες της Benelux). Ο Μονέ πίστευε ότι μόνο με μια κοινή αγορά για τα ευρωπαϊκά προϊόντα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των κατεστραμμένων μετά τον πόλεμο οικονομιών. Μοναδικό όραμα που δεν κατάφερε να υλοποιήσει όσο ζούσε ήταν η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα.


Οι σκέψεις και τα ευρωπαϊκά του οράματα αποτυπώθηκαν διεξοδικά στα «Απομνημονεύματά» του που εκδόθηκαν το 1978. Δύο χρόνια πριν οι αρχηγοί των κρατών και κυβερνήσεων των χωρών της Κοινής Αγοράς του απένειμαν τον τίτλο του Επίτιμου Πολίτη της Ευρώπης. Είχαν προηγηθεί τα βραβεία Σουμάν (1966) και Καρλομάγνος (1953) καθώς και το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τις ΗΠΑ (1963). Ο πατέρας της Ενωμένης Ευρώπης πέθανε στις 16 Μαρτίου 1979 σε ηλικία 91 ετών στο σπίτι του στην Ιβελίν. Εννέα χρόνια μετά, στη συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννησή του και με παρέμβαση του τότε προέδρου Φρανσουά Μιτεράν οι στάχτες του μεταφέρθηκαν στο Πάνθεον των Αθανάτων. Σήμερα το σπίτι του είναι ανοικτό στο κοινό, από το 1990 έχουν δημιουργηθεί ανά τον κόσμο εκατοντάδες πανεπιστημιακές έδρες και μαθήματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με το όνομά του, ενώ το μπράντι της οικογένειας Μονέ εξακολουθεί να ωριμάζει στα σκοτεινά κελάρια της Κονιάκ, υπό την ομπρέλα του ομίλου Hennessy.