«Τι σημαίνει για μένα Ιστορία; Σίγουρα όχι μια παράθεση γεγονότων. Και να σου πω κάτι; Με ενοχλεί αφάνταστα όταν πολύ συχνά βλέπω ανθρώπους του δικού σου σιναφιού, δημοσιογράφους, να αρκούνται στο να παραθέτουν τα βασικά στοιχεία ενός στόρι, ενός οποιουδήποτε στόρι, και να λησμονούν το πιο σημαντικό για μένα στοιχείο όλων: τον ανθρώπινο παράγοντα».
Ο κομψός, ψηλός κύριος που κάθεται απέναντί μου στον υπαίθριο χώρο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών μιλά χαμηλόφωνα, ενίοτε ίσως λίγο θυμωμένα, σίγουρα όμως πολύ καίρια. Είναι ντυμένος στα σκούρα (μπλε, μαύρο) και δεν μου επιτρέπει να δω τα μάτια του κρυμμένα πίσω από τα γυαλιά ηλίου τα οποία νομίζεις ότι δεν βγάζει ποτέ. Είναι ο Πάβελ Παβλικόφσκι, ετών εξήντα ενός, αν και δείχνει σαραντάρης. Τρομερά γοητευτικός, πραγματικά σαν σταρ του σινεμά. Αλλά δεν είναι σταρ μπροστά στην κάμερα. Είναι σταρ της σκηνοθεσίας. Είναι ο σημαντικότερος πολωνός σκηνοθέτης της γενιάς του, «προϊόν» μιας χώρας που έχει παράδοση στους σπουδαίους auteur του σινεμά: Βάιντα, Καβαλέροβιτς, Πολάνσκι, Ζουλάφσκι, Κισλόφσκι, Σκολιμόφσκι, Χας.

Βραβεία και Οσκαρ

Τον είδα τον περασμένο Σεπτέμβριο επειδή είχε έρθει στην Ελλάδα, χώρα που επισκέπτεται συχνά, αφού έχει σπίτι στην Υδρα. Αυτή τη φορά ήταν προσκεκλημένος του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας και της Strada Films, εταιρείας διανομής της τελευταίας ταινίας του, «Ψυχρός Πόλεμος» (που σήκωσε την αυλαία του φεστιβάλ). Βραβείο σκηνοθεσίας εφέτος στις Κάννες, ενδεχομένως να τη δούμε και στα Οσκαρ αργότερα. Οι Νύχτες Πρεμιέρας, που τίμησαν εφέτος το πολωνικό σινεμά, έκαναν και μια ρετροσπεκτίβα με επιλογές από όλο το έργο του Παβλικόφσκι, που άρχισε να γίνεται γνωστό με το «Τελευταίο καταφύγιο» το 2000 (που μάλιστα είχε κερδίσει τον Χρυσό Αλέξανδρο στο φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) και κορυφώθηκε με την «Ida», που κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Στον «Ψυχρό Πόλεμο» ο Π. Παβλικόφσκι καταφέρνει κάτι που, θεωρητικά τουλάχιστον, ακούγεται αδύνατον. Συμπυκνώνει μέσα σε περίπου 90 λεπτά όλη την ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, σε συνάρτηση πάντα με την ανθρώπινη κατάσταση. Οδηγός του είναι τα μάτια, η ψυχή και η σάρκα δύο ερωτευμένων Πολωνών με αφετηρία τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και κατάληξη στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μια ταλαντούχα τραγουδίστρια (Τζοάνα Κούλιγκ) και ένας εξίσου ταλαντούχος μουσικός (Τόμας Κοτ) ο οποίος από καθοδηγητής και δάσκαλός της θα γίνει εραστής της. Μου λέει ότι χρειάστηκε να γράψει πέντε διαφορετικές εκδοχές του σεναρίου μέχρι να καταλήξει στο αποτέλεσμα που βλέπουμε σήμερα στην οθόνη. Τον ρωτώ γιατί. «Διότι ήξερα ότι έπρεπε να δω την ιστορία αυτής της ταινίας ως μια ιστορία αγάπης». Μάλιστα η ιστορία των δύο αυτών ανθρώπων τού θύμιζε πολύ εκείνη της ποιήτριας Σίλβια Πλαθ και του συγγραφέα Τεντ Χιουζ, «μια ερωτική μάχη μέχρις εσχάτων», όπως τη χαρακτηρίζει (παρεμπιπτόντως ήθελε να γυρίσει μια ταινία για αυτό το ζευγάρι, αλλά η επιθυμία του δεν έγινε πραγματικότητα).

Ο «φανός» των γονέων

Πολλά στοιχεία από την ιστορία των δύο κεντρικών προσώπων του «Ψυχρού Πολέμου» είναι παρμένα αμυδρά από την ιστορία των ίδιων των γονέων του Π. Παβλικόφσκι, ο οποίος μεγάλωσε σε «ένα πολύ δύσκολο αλλά έντονο οικογενειακό περιβάλλον». Ο Παβλικόφσκι γεννήθηκε αμέσως μετά το τέλος του σταλινισμού, επομένως «τα πράγματα δεν ήταν πλέον τόσο καταπιεστικά», όπως θα μου πει. Εφυγε από την Πολωνία στα 14, πήγε στο Λονδίνο όπου σπούδασε φιλοσοφία και αργότερα  κινηματογράφο. Αρχισε να σκηνοθετεί ντοκιμαντέρ για το BBC και με σταθερά βήματα προήχθη στην κινηματογραφική σκηνοθεσία.
«Στην Πολωνία όμως είχα δει πόσο η κατάσταση επηρέαζε τους γονείς μου» συνεχίζει. «Πλήρη συνείδηση βέβαια δεν είχα, καταλάβαινα όμως ότι κάτι δυσάρεστο έτρεχε». Θυμάται, για παράδειγμα, την ημέρα που ήρθε κάποιος άγνωστος και ζήτησε από τη μητέρα του να τον ακολουθήσει στο τμήμα επειδή ένα απαγορευμένο περιοδικό είχε βρεθεί στο σπίτι τους. «Εντάξει, αυτό ίσως να μην είναι τόσο Ψυχρός Πόλεμος όσο καταπιεσμένη ζωή υπό ολοκληρωτικό καθεστώς». Το ενδιαφέρον που επίσης λέει είναι ότι εκείνη την εποχή στην Πολωνία «ζούσαμε κάτι σαν διπλή ζωή. Οι επίσημες ανακοινώσεις που δίδονταν από την πλευρά της κυβέρνησης έλεγαν ότι οι Ισραηλινοί και οι Δυτικογερμανοί συνεργάζονταν με τους Αμερικανούς που θα έκαναν επίθεση στη χώρα μας, κάτι διάφορα τέτοια γελοία πράγματα. Ομως στην πραγματικότητα ο κόσμος δεν τα πίστευε. Στο σχολείο τα ακούγαμε, στο σπίτι τα ξεχνούσαμε».
Κοιτάζοντας ωστόσο πίσω, σε εκείνη τη δύσκολη εποχή, ο Πάβελ Παβλικόφσκι διακατέχεται από νοσταλγία, «όχι όμως για την πολιτική», είναι κάθετος ως προς αυτό. «Εχω νοσταλγία για μια εποχή στην οποία υπήρχε καθαρότητα στις σχέσεις των ανθρώπων. Νοσταλγώ την προ πολλών πραγμάτων εποχή. Πριν από την ψηφιακή τεχνολογία, πριν από τη διαδικτυακή επανάσταση, πριν από την εποχή που όλος ο κόσμος μοιάζει κλεισμένος στο καβούκι του. Οι άνθρωποι, τότε, επηρέαζαν ο ένας τον άλλον, αποφάσεις έπρεπε να παίρνονται συνεχώς. Επρεπε να πάρεις μια απόφαση για το αν θα ήσουν ή όχι νομοταγής γιατί το δέλεαρ του να μην είναι κανείς νομοταγής ήταν μεγάλο. Επρεπε να μείνεις; Επρεπε να φύγεις; Ο,τι και αν έκανες, όποια απόφαση και αν έπαιρνες, θα είχε τεράστιες επιπτώσεις σε σένα αλλά και στους δικούς σου. Αυτό, όπως ανακάλυψα αργότερα, είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο όταν έχεις να αφηγηθείς ιστορίες».

Ορίζοντας τον άνθρωπο

Με άλλα λόγια, για τον Πάβελ Παβλικόφσκι στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου μπορούσες να ορίσεις τον άνθρωπο. «Σήμερα, ειλικρινά δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ τα ανθρώπινα ζητήματα, την ανθρώπινη κατάσταση. Πραγματικά δεν έχω ιδέα». Με αυτή την ακραία ίσως δήλωση ο σκηνοθέτης εννοεί ότι σήμερα δεν βρίσκει ιστορίες που να αξίζει τον κόπο να ειπωθούν, τουλάχιστον για εκείνον. Του θυμίζω βέβαια ότι πριν από 18 χρόνια είχε σκηνοθετήσει το «Τελευταίο καταφύγιο», μια επίκαιρη ταινία για την εποχή της, ίσως και κάπως προφητική. «Είναι αλήθεια» λέει ο Παβλικόφσκι, «όμως και πάλι δεν διαπραγματεύτηκα το πρόβλημα των μεταναστών αυτό καθαυτό, με ενδιέφερε περισσότερο η σχέση ανάμεσα σε μια μητέρα με τον γιο της. Η ματιά μου ξέφευγε από το θέμα και γινόταν μια περισσότερο υπαρξιακή και λιγότερο πολιτική ιστορία. Επίσης, το τοπίο που κατασκεύασα δεν ήταν απολύτως ρεαλιστικό, θα έλεγα ότι ήταν κάπως φουτουριστικό».
Οταν ο Παβλικόφσκι άρχισε να κάνει σινεμά ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από την τριλογία του συμπατριώτη του Αντρέι Βάιντα στη δεκαετία του 1950. «Κανάλ», «Στάχτες και διαμάντια», «Λότνα». «Τις είδα όταν ήμουν πολύ μικρός και με σημάδεψαν. Αγαπώ ακόμα το «Κανάλ» αλλά και τα διλήμματα που προκύπτουν από τις «Στάχτες και διαμάντια». Κάτω από μια συγκεκριμένη πολιτική περίοδο καλείσαι να επιλέξεις. Ζωή; Καθήκον; Τι; Κλασικό, αξεπέραστο θέμα, μπορείς να φτιάξεις αριστούργημα. Και να που κάποιος το βάζει σε μια τόσο παράξενη εποχή, ακριβώς στο τέλος του Πολέμου (Β’ Παγκοσμίου), την ώρα που όλοι γιορτάζουν την απελευθέρωση μέσα σε ένα μπαρ. Είναι φανταστικό. Να μια ταινία που ίσως να έχει λίγο ξεπερασμένους διαλόγους αλλά έχει εικόνες που πάντα σε στοιχειώνουν. Αυτή η ταινία θα ζήσει για πάντα! Οπως και η «Καζαμπλάνκα», αν και σε ένα πιο παραμυθένιο πλαίσιο». Μιλώντας για αυτές τις παλιές ταινίες μνημονεύει μια ατάκα του φίλου του, του τούρκου σκηνοθέτη Νούρι Μπίλγκε Τζεϊλάν: «Το καλύτερο κριτήριο για το αν μια ταινία είναι ή όχι καλή είναι η ψυχή της. Ανεξαρτήτως φόρμας, περιεχομένου ή επικαιρότητας, μια ταινία μπορεί να επιβιώσει στον χρόνο μόνον αν έχει ψυχή».
Επιστρέφουμε στο ζήτημα της Ιστορίας με την οποία η κουβέντα μας άρχισε. Η αδιαφορία για την Ιστορία είναι κάτι που τον θλίβει εκεί όπου ζει. «Στη Μεγάλη Βρετανία έχει χαθεί η Ιστορία, και εμένα μου λείπει αφάνταστα» λέει και θυμάται πόσο γοητευμένος ένιωθε από το Γιόρκσαϊρ όταν γύριζε εκεί την ταινία του «Το καλοκαίρι του έρωτα». «Δεν ήταν μόνον το τοπίο που άγγιζε το είναι μου, ήταν το νόημά του. Ηταν ο τόπος του Πολέμου των Ρόδων, εκεί είχε γίνει η βιομηχανική επανάσταση» λέει και θυμάται χαμογελώντας τις «παράξενες καμινάδες» που έβλεπε να εξέχουν από τα κτίρια της εξοχής. «Δεν οφείλεται στον κινηματογράφο το ότι η Ιστορία έχει χαθεί. Οφείλεται στη μενταλιτέ του πληθυσμού. Οι ταινίες είναι το αποτέλεσμα της απουσίας της Ιστορίας στην κουλτούρα του κόσμου, της απουσίας του δράματος. Εντάξει, υπάρχουν οι ειδήσεις. Το εργατικό κόμμα έκανε αυτό, η κυβέρνηση είπε εκείνο. Αλλά η βαθιά αίσθηση ότι είμαστε σημαδεμένοι από την Ιστορία – και δεν εννοώ την πρόσφατη Ιστορία. Εννοώ την Ιστορία που μας λέει ότι τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται. Για αυτή την Ιστορία μιλώ, αυτή η Ιστορία με έχει προσωπικά σημαδέψει. Αν περπατήσεις σήμερα στη Βαρσοβία, θα δεις μια άσχημη ίσως πόλη, που την ίδια ώρα όμως δείχνει τόσο πολύ σημαδεμένη από την Ιστορία. Οχι επειδή είναι γεμάτη παλιά κτίρια αλλά επειδή… απλώς είναι σημαδεμένη από την Ιστορία. Το νιώθεις μέσα σου. Το τάδε κτίριο καταστράφηκε τότε. Διακόσιοι άνθρωποι εκτελέστηκαν εκεί, όχι απαραιτήτως κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ή επί σταλινισμού. Αυτό είναι το κτίριο της τότε Κρατικής Ασφάλειας. Ηταν άραγε αρμοστή η συμπεριφορά του παππού μου στον πόλεμο; Είναι σοβαρά ερωτήματα αυτά, είναι θέματα ζωτικής σημασίας. Είναι η σκιά της Ιστορίας. Οι Βρετανοί; Στα παλιά τους τα παπούτσια, οι Αμερικανοί ακόμη περισσότερο. Δεν επιστρέφουν στον χρόνο, δεν έχουν την αίσθηση της Ιστορίας. Στην Πολωνία η Ιστορία προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, ο κόσμος είναι κάπως παθιασμένος μαζί της, ειδικά η νυν κυβέρνηση, την οποία μεταφράζει με τον δικό της τρόπο, με αποτέλεσμα ο κόσμος να πέφτει θύμα αυτής της κατάστασης. Ομως χωρίς την αίσθηση της Ιστορίας δεν είμαστε τίποτε».

Η περίεργη περίπτωση Λιμόνοφ

Κλείνοντας του ζητώ να μιλήσει λίγο για τον Λιμόνοφ, όπως λέγεται ο κεντρικός ήρωας του σπουδαίου ομότιτλου βιβλίου του Εμανουέλ Καρέρ (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), το οποίο έχω φέρει μαζί μου και του ζητώ να μου το υπογράψει. Είναι η ιστορία ενός εκκεντρικού Ουκρανού που υπήρξε είδωλο του σοβιετικού underground και μετά θαλαμηπόλος δισεκατομμυριούχου στο Μανχάταν, in συγγραφέας στο Παρίσι, αδίστακτος στρατιώτης στα Βαλκάνια την εποχή του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου και τέλος ηγέτης εθνικιστικού κόμματος στη Ρωσία.
Ο Παβλικόφσκι αναφέρεται στο βιβλίο που αν και μυθιστορηματικού ύφους αφορά υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο ζει ακόμη. Το 1992 ο σκηνοθέτης γύριζε ένα ντοκιμαντέρ στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το «Serbian Epics». Εκεί συνάντησε τον Λιμόνοφ και τον ενέταξε στο ντοκιμαντέρ. «Ο Λιμόνοφ είναι μια πολύ περίεργη περίπτωση ανθρώπου, λίγο σαν τον Ζέλιγκ του Γούντι Αλεν» λέει. «Εννοεί κάθε πράξη που κάνει, όμως την ίδια ώρα υπάρχει ένα στοιχείο ναρκισσισμού που τον κάνει να ξεχωρίζει. Η επιτυχία του μυθιστορήματος οφείλεται στον ίδιο τον Εμανουέλ Καρέρ, τον συγγραφέα, που κατάφερε να εισχωρήσει το μυαλό του Λιμόνοφ. Εκείνος είναι που ουσιαστικά έφτιαξε τόσο γοητευτικό τον Λιμόνοφ. Τον συγκρίνει λιγάκι με τον Εμανουέλ Σορέ, τον ήρωα του Σταντάλ. Γνωρίζω τον Λιμόνοφ πολύ καλά, τον συνάντησα ξανά στη Μόσχα προσφάτως. Είναι πολύ δύσκολο να αγαπήσεις αυτόν τον άνθρωπο, ο Καρέρ είναι κάπως σαν ερωτευμένος μαζί του. Ομως το “Serbian Epics” ήταν πραγματικά μια εμπειρία ζωής. Ακόμα και σήμερα είναι η αγαπημένη μου ταινία».