Παρότι ο Χοντρός και ο Λιγνός ανήκουν στα ελάχιστα πρόσωπα της κινηματογραφικής κωμωδίας που είναι αμέσως αναγνωρίσιμα σε παγκόσμια κλίμακα (όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν ή αργότερα ο Τζέρι Λιούις), σε ό,τι αφορά τα ονόματά τους πολύς κόσμος δεν υπήρξε ποτέ απολύτως σίγουρος για το ποιος ήταν ο Σταν Λόρελ και ποιος ο Ολιβερ Χάρντι. Επομένως αρκούνταν στον απλό χαρακτηρισμό «Χοντρός και Λιγνός». Ισως τελικά το «ποιος ήταν ποιος» να μην είχε και τόσο μεγάλη σημασία – μπορείς να δεχθείς τα παρατσούκλια ακόμα και ως ένα είδος φόρου τιμής στην απόλυτη συγχώνευση των δύο τόσο διαφορετικών αυτών προσωπικοτήτων που μπόρεσαν να πλάσουν το τέλειο ντουέτο.

Μιλώντας βέβαια με όρους κωμωδίας, ο Λόρελ, ο Λιγνός, ήταν εκείνος στον οποίο έπεφτε το μεγαλύτερο βάρος. Γιατί το «φορτίο» να εκμαιεύσει το γέλιο σχεδόν πάντα κατέληγε σε εκείνον. Είχε μια πιο παραδοσιακή φάτσα κλόουν και, ναι, για πολλούς ήταν πιο αστείος από τον Χάρντι, έναν πιο εγκεφαλικό μετρ της παντομίμας, ίσως πιο κοντά στην έννοια «ηθοποιός».

Ο Σταν Λόρελ είχε ένα μακρύ, φτιαγμένο θαρρείς από πλαστελίνη, πρόσωπο και απλό ύφος. Το μεγάλο στόμα του μπορούσε να γίνει θεόρατο σαν πηγάδι και βοηθούσε αυτό το πρόσωπο να πλαταίνει δίνοντάς του κάτι ανάμεσα στην γκριμάτσα κλόουν και στο παραπονεμένο ύφος ενός μικρού παιδιού που δεν του έχει γίνει το χατίρι. Τα μάτια του αντανακλούσαν κουτοπονηριά, καθότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να γεμίσουν δάκρυα. Το φαρδύ μέτωπό του ήταν γεμάτο γραμμούλες αμηχανίας, με έναν θάμνο από αχτένιστα μαλλιά στην κορυφή του κεφαλιού του, ένα σημείο του σώματός του που τον «απασχολούσε» συχνά, καθώς έβγαζε το καπέλο του και έξυνε το κεφάλι του σε μια μάταιη προσπάθεια να λύσει ένα «σοβαρό» πρόβλημα.

Στην απέναντι όχθη, το πρόσωπο του Ολιβερ Χάρντι δεν παρέπεμπε ακριβώς στη φυσιογνωμία ενός κλόουν, ούτε και από μόνο του ήταν ιδιαίτερα αστείο. Καλοσυνάτο ναι. Και τσιτωμένο, «χερουβικό», με μαύρες, ιδρωμένες, κακοκουρεμένες αφέλειες στην κορυφή του μετώπου. Με διπλό προγούλι στον νότο του προσώπου και με ένα σχολαστικά επιμελημένο, σχήματος ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, αλλά καθόλου καλαίσθητο μουστάκι, ένα μουστάκι χωρίς νόημα, που σε έκανε να σκεφτείς ότι πιθανόν να είχε επηρεάσει τον Αδόλφο Χίτλερ στη δική του γελοία εμφάνιση. Αν αυτό το πρόσωπο γινόταν αστείο, ήταν επειδή ο Χάρντι ήξερε να το χρησιμοποιεί σιωπηλά συνδυάζοντας χαρά, πόνο, αποφασιστικότητα ή παραίτηση με τα εκφραστικά μάτια του.

Και οι δύο μαζί, με τα bowler καπέλα και τα κοστούμια τους που έδειχναν παράταιρα, καθότι σχεδόν πάντα ο Χοντρός και ο Λιγνός ήταν μπατίρηδες, έπλασαν την πιο φίνα κωμική ομάδα της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Και σε αντίθεση με πολλές τέτοιες ομάδες, ο ένας ποτέ δεν «καπέλωνε» τον άλλον, δεν υπήρξε ποτέ ανδρείκελο του άλλου. Και οι δύο υπήρξαν αξιοθαύμαστες κωμικές μονάδες. Και ενώ ξεκίνησαν την εποχή που το σινεμά δεν είχε ακόμη φωνή, όταν τελικά απέκτησε την απέκτησαν και εκείνοι συνδυάζοντάς τη στην εντέλεια με την προσωπικότητά τους.

Ο Χοντρός και ο Λιγνός έπαιξαν παρέα σε πάνω από 100 ταινίες, μικρού μήκους οι περισσότερες. Συναντήθηκαν σε μια ταινία του 1917 ονόματι «Lucky Dog», αλλά θα περνούσαν εννέα ολόκληρα χρόνια μέχρι την πρώτη τους ταινία ως «Laurel and Hardy», το 1926. Μέχρι τότε και οι δύο είχαν διαγράψει αυτόνομες επιτυχημένες πορείες στις κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου, χωρίς φυσικά η δημοτικότητά τους να είναι ανάλογη με αυτό που θα συνέβαινε μετέπειτα, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ακριβώς επειδή η εικόνα του ήταν πιο κοντά σε εκείνη του παλιάτσου, η σόλο καριέρα του Σταν Λόρελ, ο οποίος γεννήθηκε ως Αρθουρ Στάνλεϊ Τζέφερσον στις 16 Ιουνίου 1890 στη μικρή αγγλική πόλη Αλβερσον, ήταν πιο επιτυχημένη από εκείνη του βέρου Αμερικανού Ολιβερ Χάρντι, παιδί της Ατλάντα της Τζόρτζια που γεννήθηκε δύο χρόνια αργότερα. Επίσης, ο Λόρελ, που καταγόταν από καλλιτεχνική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ηθοποιός), υπήρξε από την αρχή πιο επιμελής μαθητής τόσο στο σενάριο όσο και στη σκηνοθεσία. Από νωρίς ενδιαφέρθηκε να μελετήσει τις δομές της κωμωδίας και αυτό τον βοήθησε να χτίσει έναν χαρακτήρα κωμικού πολύ διαφορετικό από εκείνον που τον έκανε τελικά διάσημο. Ο προ Χοντρού-Λιγνού Σταν Λόρελ της οθόνης σπανίως ήταν ο απλοϊκός στη σκέψη μπουμπούνας. Ως ηθοποιός ενδιαφερόταν για την εξέλιξή του και όταν αργότερα μαζί με τον Χάρντι έγινε σταρ, τον «έτρωγε» η ανάγκη για την καλυτέρευση της δουλειάς τους, δεν ήθελε να επαναπαυθεί στο έτοιμο, στη συνταγή. «Κανείς δεν σκέφτεται ποτέ να μας δώσει μια πλοκή, μια ιστορία» είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του. «Το μόνο που κάνουν είναι να μας λένε πόσο αστείοι είμαστε και να μας σπρώχνουν μπροστά στην κάμερα. Οι παραγωγοί μάς λένε συνέχεια πόσο δημοφιλείς είμαστε και πόσο καλά τα πάμε στα ταμεία των αιθουσών. Γιατί λοιπόν, αναρωτιούνται, ενοχλείστε τόσο πολύ με την ιδέα να γράφετε το δικό σας υλικό;». Σε αντίθεση με τον Χάρντι, ο Σταν Λόρελ μπήκε από πολύ νωρίς στον χώρο του θεάματος. Το 1908 ήταν μέλος του θιάσου του Φρεντ Κάρνο, όπου το μεγάλο αστέρι φαινόταν ότι θα γίνει ο Τσάρλι Τσάπλιν. Oταν ο Τσάπλιν έφυγε για την Αμερική, η ομάδα διαλύθηκε. Ο Λόρελ συνέχισε να δουλεύει στο μιούζικ χολ, έκανε κάποιο όνομα και το 1917 δέχθηκε την πρόταση της Universal να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Οι μηχανισμοί της κωμωδίας τον ενδιέφεραν από την αρχή, στόχος του μάλιστα ήταν να εγκαταλείψει κάποια στιγμή την ηθοποιία και να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία.

Από την πλευρά του ο Ολιβερ Νόρβελ Χάρντι όταν ήταν μικρός δεν είχε καν στο μυαλό του την υποκριτική. Σπούδασε μουσική και νομικές επιστήμες και αργότερα αποφάσισε να μπει στη σοουμπίζ ως αιθουσάρχης. Το έκανε αλλά όταν είδε το φτωχό προϊόν των κωμωδιών της εποχής σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να κάνει πολύ καλύτερες κωμωδίες ο ίδιος ως ηθοποιός. Ετσι άρχισε μια νέα καριέρα κρατώντας μικρούς ρόλους κυρίως «κακών» σε γουέστερν και κωμωδίες. Ο Χάρντι ήταν μαθητής της γραμματικής της βωβής κωμωδίας του Μακ Σένετ, οι υποκριτικές δραστηριότητές του στηρίζονταν κυρίως στην παντομίμα και ήταν πολύ καλός στην αργή αλλά σταθερή «καύση» προς την έκρηξη και στο βλέμμα που παρέπεμπε στον απόλυτο μαρασμό όταν η καταστροφή από τον καλοπροαίρετο σύντροφό του κάποια στιγμή ερχόταν.

Με ή χωρίς φωνή

Οταν ο Σταν Λόρελ και ο Ολιβερ Χάρντι βρέθηκαν μαζί, δεν έγιναν αμέσως διάσημοι, χρειάστηκε να περάσουν μερικές ταινίες μέχρι ο κόσμος να αρχίσει να τους δέχεται ως ντουέτο. Αυτό έγινε το 1927 με την ταινία «Οι δύο ντετέκτιβ» («Do Detectives Think?»), όπου υποδύονται τα λαγωνικά που συλλαμβάνουν έναν κακοποιό ο οποίος θέλει να εκδικηθεί έναν δικαστή. Ακολουθούν την ίδια χρονιά ταινίες που γίνονται αμέσως τεράστιες επιτυχίες, το «Putting Ρants on Phillip», όπου ο Χοντρός υποδέχεται τον Λιγνό ο οποίος έχει ταξιδέψει από τη Σκωτία φορώντας κιλτ φούστα, ή «Η μάχη του αιώνα», μια ιστορική ταινία σε ό,τι αφορά τις δημοφιλείς τότε τουρτομαχίες: στα γυρίσματά της καταναλώθηκαν περί τις 4.000 τούρτες που κατέληξαν στα πρόσωπα των ηθοποιών.

Η άφιξη του ομιλούντος κινηματογράφου είχε ολέθριες συνέπειες για πολλούς κωμικούς του βωβού. Ο Τσάπλιν που ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τον ήχο επέμεινε πεισματικά στην έλλειψή του και το 1936, ενώ ο κινηματογράφος ήδη μιλούσε επί εννέα ολόκληρα χρόνια, γύρισε ένα βωβό αριστούργημα, τους «Μοντέρνους καιρούς»! Ωστόσο ο Τσάπλιν, που γύρισε την πρώτη ομιλούσα ταινία του, τον «Μεγάλο δικτάτορα», το 1940(!), ίσως να ήταν τελικά μια εξαίρεση. Αλλοι συνάδελφοί του όπως ο Χάρολντ Λόιντ, ο Μπάστερ Κίτον και ο Χάρι Λάνγκτον παρήκμασαν πλήρως εξαιτίας του ήχου, κάτι που ποτέ δεν συνέβη με τον Χοντρό και τον Λιγνό, των οποίων οι βωβές ταινίες περιείχαν ούτως ή άλλως πολλούς διαλόγους. Στους Χοντρό-Λιγνό ο ήχος όχι απλώς δεν ήταν εχθρός αλλά αποτελούσε ένα ακόμα χρήσιμο εργαλείο το οποίο στην ουσία τούς έδωσε τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν την κωμωδία τους μέσα στα ευρύτερα όρια ενός νέου, άγνωστου τοπίου, του ομιλούντος κινηματογράφου. Εκμεταλλεύθηκαν τις δυνατότητές του με τον καλύτερο τρόπο και μπόρεσαν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να γίνουν ακόμα πιο δημοφιλείς απ’ όσο ήδη ήταν.

Υπολογισμένη καταστροφή

Σε ό,τι αφορά την τέχνη του γέλιου, ήταν ο προσωπικός ρυθμός του ντουέτου αυτός που το βοήθησε να ξεχωρίσει. Στο θαυμάσιο κείμενό του «Οχι, οι Χοντρός-Λιγνός δεν πέθαναν» ο Γκι Μπροκούρ επισημαίνει ότι οι Λόρελ και Χάρντι δεν είναι «σταχανοβίτες του γκαγκ, αλλά καλλιεργημένοι κωμικοί που αντιμετωπίζουν το γέλιο σαν απόλαυση που απαιτεί κάποιον χρόνο προετοιμασίας». Πραγματικά, αντί να συσσωρεύουν τα γκαγκ, οι Χοντρός-Λιγνός προτιμούν να ενισχύουν αργά αλλά μεθοδικά ένα συγκεκριμένο γκαγκ, είτε αυτό είναι η εγκατάσταση μιας κεραίας ραδιοφώνου στο «Hog Wild» (1930), η ανταλλαγή δύο παντελονιών στο «Liberty» (1929) ή η παράδοση ενός πιάνου στο «Μουσικό κουτί» (1932).

Η υπολογισμένη καταστροφή ήταν ο απώτερος στόχος των γκαγκ του Χοντρού και του Λιγνού και ταινία με την ταινία αυτά τα γκαγκ ωρίμαζαν. Το κωμικό κατέληγε στην έκρηξη του ρεαλιστικού πλαισίου, μια μορφή αντίστασης στη ρουτίνα της καθημερινότητας, των ποικίλων απαγορεύσεων και των κοινωνικών εξαναγκασμών. «Το ξεχωριστό στους Λόρελ και Χάρντι» γράφει ο Μπροκούρ, «είναι ότι οι σχέσεις του ζευγαριού με τον κόσμο καθρεφτίζονται στο ίδιο το εσωτερικό του, στη σχέση των δύο ανδρών: ο Χάρντι είναι το κοινωνικό στοιχείο και ο Λόρελ ο αδιόρθωτος. Ο Χοντρός είναι μια μορφή εξουσίας και ο Λιγνός το εμπόδιο πάνω στο οποίο αυτή η εξουσία σκοντάφτει». Ωστόσο, η καθημερινή μεταξύ τους σύγκρουση κατέληγε πάντα σε συμμαχία όταν ερχόταν (και πάντα ερχόταν) η στιγμή της μονομαχίας με τον κοινό τους εχθρό. Ο ανταγωνισμός που τους διέκρινε θα έμενε σε εκκρεμότητα δίνοντας τη θέση του στον κοινό αγώνα, ο οποίος κατέληγε πάντα σε μια έκρηξη με στόχο την ίδια την πληκτική καθημερινότητα, τη διάλυση της τάξης και – γιατί όχι; – την καταστροφή ως πρόταση τρόπου ζωής.

Η εξαετία 1929-1935 είναι η πιο δημιουργική περίοδος του ντουέτου, αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε «Χρυσή Εποχή». Ο κόσμος γέλασε πολύ με τα κατορθώματά τους, από το πικ-νικ που εξαντλούνταν στην… προετοιμασία του στην «Τέλεια μέρα» (1929), μέχρι τη «χαρά» της εργασίας που τα δύο σαΐνια κάθε άλλο παρά γεύτηκαν στο «Busy Bodies» (1933), όπου αποφασίζουν να δοκιμαστούν στην ξυλουργική, στο «Dirty Work» (1933), όπου κάνουν τους καπνοδοχοκαθαριστές, ή στο «Towed In a Hole» (1932), όπου υποδύονται τους ψαράδες.

Ολα έχουν ένα τέλος

Στην περίπτωση των Χοντρού-Λιγνού, η τραγική ειρωνεία είναι ότι η παρακμή του ντουέτου ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Οι ταινίες τους ήταν μικρού μήκους, η διάρκειά τους κυμαινόταν ανάμεσα στα 20 και 30 λεπτά το πολύ. Αυτομάτως λοιπόν, παρά την αδιαμφισβήτητη δημοτικότητά τους, είχαν την εικόνα του συμπληρώματος στο επίσημο πρόγραμμα, κάτι σαν τις διαφημίσεις της αρχής. Για πόσο όμως μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς κάποια στιγμή να γίνει προβλέψιμη, να στερέψει από ιδέες, να ξεπεραστεί;

Η προσπάθεια του παραγωγού τους, Χαλ Ρόουτς, να πειραματιστεί με κάποιες μεγάλου μήκους ταινίες δεν είχε τα αποτελέσματα που το στούντιο ήθελε. Το 1935 οι Λόρελ και Χάρντι εμφανίστηκαν τόσο σε μικρού όσο και σε μεγάλου μήκους ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες κατέληξαν σε οικτρές αποτυχίες. Δεν είχαν ρυθμό, δεν στηρίζονταν από καλά σενάρια και ο κόσμος ένιωθε ότι προκειμένου να γίνουν μεγαλύτερες οι ταινίες ξεχείλωναν και κούραζαν, θύματα μιας ολοφάνερης αμηχανίας, με κάποιες εξαιρέσεις όπως οι «Χοντρός-Λιγνός στη Λεγεώνα των Ξένων» (1939) και «Χοντρός-Λιγνός καουμπόηδες» (1937), οι οποίες στην ουσία ήταν παρωδίες κινηματογραφικών ειδών. Ακόμα χειρότερο ήταν το αποτέλεσμα της «ενσωμάτωσης» νούμερων Χοντρού-Λιγνού σε κινηματογραφικές οπερέτες όπως και οι «Eυθυµοι Τσιγγάνοι» (1936) που ολοφάνερα μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς την παρουσία των Λόρελ και Χάρντι.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 οι δύο κωμικοί ανανεώνουν τα συμβόλαιά τους αλλά είναι πια αναγκασμένοι να παίζουν σε ταινίες χωρίς κανέναν έλεγχο στο σενάριο, την ώρα που η μπουρλέσκ κωμωδία βίωνε τη δύση της. Αλλες ομάδες έχουν πια τον πρώτο λόγο – το Τρίο Στούτζες, οι Αμποτ και Κοστέλο. Ο Χοντρός και ο Λιγνός ταιριάζουν πια περισσότερο στην τηλεόραση που αρχίζει να μεταδίδει τις παλιές μικρού μήκους ταινίες τους. Και ναι, από εκεί οι δύο κωμικοί ανανέωσαν το κοινό τους που λάτρεψε κάποιες από αυτές, όπως το «Χοντρός-Λιγνός: Οι δύο γκαφατζήδες» (1934), που είχε γίνει χριστουγεννιάτικος θεσμός.

Επειτα από κάποιες ταινίες στη δεκαετία του 1940, οι δρόμοι του Ολιβερ Χάρντι και του Σταν Λόρελ χωρίζουν, ο Λόρελ απομακρύνεται πλήρως, ο Χάρντι παίζει δεύτερους ρόλους σε κάποιες ταινίες, μία από αυτές μάλιστα είναι ο «Δαίμων της μάχης» (1949) με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν. Υπάρχει ωστόσο η ιδέα για μια επιστροφή τους και όντως η ταινία γυρίζεται, με τίτλο «Atoll K» ή «Utopia» (στα ελληνικά «Οι νέοι Ροβινσώνες», 1951), μια ιταλογαλλική συμπαραγωγή η οποία επίσης κατέληξε σε αποτυχία. Αυτή ήταν η τελευταία τους ταινία μαζί. Ο Ολιβερ Χάρντι πέθανε από εγκεφαλικό στο σπίτι του στο Χόλιγουντ στις 7 Αυγούστου 1957 και οκτώ χρόνια αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου 1965, ο Σταν Λόρελ τον ακολούθησε αφήνοντας την τελευταία του πνοή του στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας.

Η «ανάσταση»

Η ταινία  «Χοντρός και Λιγνός» («Stan & Ollie») του Τζον Σ. Μπερντ βασίζεται σε αυθεντικά περιστατικά που σχετίζονται με την τελευταία απόπειρα επιστροφής των δύο κωμικών στη σοουμπίζ ως ντουέτο. Το σενάριο του Τζεφ Πόουπ εστιάζει στην επανασύνδεσή τους για μια τουρνέ η οποία, τελικά, ήταν το τελευταίο αντίο προς το κοινό τους. Πρόκειται για την περιοδεία σε χώρους επιθεώρησης, η οποία έλαβε χώρα στη μεταπολεμική Αγγλία και στην Ιρλανδία όταν πια το κωμικό δίδυμο είχε διακόψει τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο. Η σχέση τους έχει πια κάπως μαραζώσει, προβλήματα υγείας δημιουργούν νέα εμπόδια, αλλά το κοινό πάθος τους, αυτή η ανάγκη τους να χαρίσουν στον κόσμο το γέλιο και τη χαρά, θα αναζωπυρώσει τη φιλία τους. «The show must go on» είναι η φράση με την οποία κλείνει το τρέιλερ της ταινίας, η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο κλείσιμο του κινηματογραφικού φεστιβάλ BFI του Λονδίνου τον περασμένο Οκτώβριο και θα προβάλλεται στην Ελλάδα από την προσεχή Πέμπτη.

Εκτός ρόλου

H προσωπική ζωή του Ολιβερ Χάρντι είχε αρκετές ομοιότητες με εκείνη του Σταν Λόρελ. Ασταθείς σύζυγοι, παντρεύτηκαν και χώρισαν αρκετές φορές – ο Λόρελ περισσότερες. Εκείνος εξάλλου είχε τη φήμη του γυναικά. Ο πρώτος γάμος του Ολιβερ Χάρντι ήταν με τη Μάντλιν Σαλόσιν και διήρκεσε επτά χρόνια (1913-1921). Ο δεύτερος ήταν με την ηθοποιό Μιρτλ Ριβς, από το 1921 έως το 1937. Η Ριβς καταγόταν και αυτή από την Τζόρτζια. Εν τέλει ο Χάρντι φαίνεται ότι βρήκε τη γυναίκα της ζωής του στο πρόσωπο της Βιρτζίνια Λουσίλ Τζόουνς από το Τέξας, η οποία είχε υπάρξει script girl των ταινιών του με τον Λόρελ πολύ πριν από το 1940, οπότε και ενώθηκε μαζί του με τα δεσμά του γάμου. Η Τζόουνς στάθηκε στο πλευρό του ως το τέλος, ακόμα και όταν οι δυνάμεις του εξασθένησαν πλήρως εξαιτίας του ισχυρότατου εγκεφαλικού που έπαθε τον Σεπτέμβριο του 1956, από το οποίο έμεινε παράλυτος και έχασε την ομιλία του.

Σύμφωνα με την αλληλογραφία του Χάρντι με τον Λόρελ, ο πρώτος, που παρεμπιπτόντως ήταν μανιώδης καπνιστής, έπασχε από καρκίνο, ο οποίος δεν είχε προλάβει να εκδηλωθεί πριν από τα εγκεφαλικά επεισόδια που υπέστη. Ηταν πάντως ένας άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα αλλά και ευαισθησίες. Οταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το κυνήγι, το πρώτο του θύμα ήταν ένα ελάφι, το οποίο μετά τη σφαίρα που δέχθηκε εξακολουθούσε να είναι ζωντανό. Ο Χάρντι το κοίταζε στα μάτια ενώ τo ζώο ξεψυχούσε και από τότε δεν ξανάπιασε όπλο ποτέ στη ζωή του.

Οι γάμοι του Σταν Λόρελ ήταν περισσότεροι, κάποιοι πολύ σύντομοι σε διάρκεια – μόλις δύο χρόνια. Παντρεύτηκε πέντε φορές, τέσσερις γυναίκες. Πρώτη γυναίκα του Λιγνού ήταν η ηθοποιός Λόις Νέλσον, την οποία παντρεύτηκε το 1926 αποκτώντας μαζί της δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι που πέθανε λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του. Το 1934 χώρισαν και ακολούθησε το 1935 ο δεύτερος γάμος του, με μια άλλη ηθοποιό, τη Βιρτζίνα Ρουθ Ρότζερς. Δύο χρόνια αργότερα χώρισαν και το 1938 ο Λόρελ παντρεύτηκε τη Ρωσίδα Βέρα Ιβάνοβα Σουβάλοβα. Δύο χρόνια κράτησε και αυτός ο γάμος, οπότε ξαναμπήκε στη ζωή του η Ρότζερς – και ένας νέος γάμος, μεγαλύτερης διάρκειας αυτή τη φορά, από το 1941 έως το 1946. Μία ακόμα Ρωσίδα, η ηθοποιός Ιντα Κιτάεβα, θα γινόταν η τελευταία σύζυγός του το 1946. Παρέμειναν παντρεμένοι μέχρι τον θάνατό του το 1965. «Ο Σταν είναι καλό παιδί, στ’ αλήθεια, όμως έχει σύμπλεγμα γάμου» θα έλεγε αργότερα η Βιρτζίνια Ρουθ Ρότζερς. Ο ίδιος εξάλλου δεν αρνούνταν το πάθος του με τις γυναίκες. «Με τον Ολι έχουμε διαφορετικά χόμπι» είχε πει σε μια συνέντευξή του. «Εκείνου του άρεσαν τα άλογα και το γκολφ. Το δικό μου χόμπι το ξέρετε – τις παντρεύτηκα όλες».

Είναι πολύ λυπηρό όμως που, όταν ο Ολιβερ Χάρντι πέθανε, το εγκεφαλικό το οποίο ο Λόρελ είχε πάθει δύο χρόνια πριν τον εμπόδισε να πάει στην κηδεία του φίλου του. Πάντως, ο Λιγνός ήταν ένας από τους ελάχιστους παλιούς θρύλους της κωμωδίας οι οποίοι ήθελαν να διατηρούν επαφή με τους νεότερους. Δεν ήταν καθόλου απρόσιτος και ο αριθμός του ήταν διαθέσιμος στον τηλεφωνικό κατάλογο.

ΙΝFO

Η ταινία  «Χοντρός και Λιγνός» («Stan & Ollie») θα κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στις 24 Ιανουαρίου.