Warhol, Koons, Indiana: Καπιταλιστικός ρεαλισμός για πάντα
Η τέχνη της Αμερικής δεν θα μπορούσε παρά να συνδεθεί με τη μεγάλη αγάπη της υπερδύναμης για την κατανάλωση.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στην αλληλογραφία του με τον αρχιτέκτονα Πίτερ Σμίθσον, ο Ρίτσαρντ Χάμιλτον (1922-2011) εξέφραζε κάποιες σκέψεις του για το πώς θα μπορούσε να προσδιοριστεί η νέα τέχνη της εποχής. Ηταν 1957 και αυτός που θα χαρακτηριζόταν ως ο πατέρας της pop art έγραφε: «Η pop art είναι δημοφιλής (σχεδιασμένη για ένα μαζικό κοινό), παροδική (μια βραχυπρόθεσμη λύση), αναλώσιμη (ξεχνιέται εύκολα), έχει χαμηλό κόστος, μαζική παραγωγή, είναι φρέσκια (απευθύνεται σε νέους), είναι πονηρή, σέξι, ευφυής, λαμπερή και Big Business». Καθώς θα περνούσε τον Ατλαντικό και θα εδραιωνόταν στην Αμερική σε τέτοιον βαθμό ώστε να ξεχαστεί η πατρότητα του Χάμιλτον, αυτό το νέο ιδίωμα που ταυτίστηκε τελικά με τον Αντι Γουόρχολ (1928-1987) έγινε η ιδανική τέχνη για να εκφράσει τη σύγχρονη αμερικανική ζωή, τη λατρεία της κατανάλωσης και το μεγαλείο του καπιταλισμού και να λειτουργήσει ως το αντίπαλο δέος στην πενία της Σοβιετικής Ενωσης και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό της. Υποτίθεται ότι αυτό το «ευφυές» ιδίωμα ασκούσε παράλληλα μια ειρωνική κριτική – όχι πάντα ορατή με γυμνό μάτι –
σε αυτόν τον τρόπο ζωής με τα φορτωμένα ράφια των σουπερμάρκετ, τις φωτογραφίες διασημοτήτων που λατρεύονταν ως εικονίσματα και τα μηνύματα που λειτουργούσαν ως logos. Οπως το έργο «Love» (1965) του Ρόμπερτ Ιντιάνα (1928-2018), το οποίο προτού γίνει το σταθερά αναγνωρίσιμο γλυπτό με τα τέσσερα γράμματα της λέξης να στηρίζονται μεταξύ τους, είχε πρωτοπαρουσιαστεί ως η εικόνα σε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) και εν συνεχεία σε γραμματόσημο των ΗΠΑ.
Οπως αποδείχθηκε, ο Ρίτσαρντ Χάμιλτον έβλεπε πολύ μακριά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο ίδιος έγινε ο πρίγκιπας αυτού του ιδιώματος που προσπαθούσε να περιγράψει στον φίλο του, ο Αντι Γουόρχολ μια ανθηρή βιομηχανία και οι απόγονοί τους, όπως ο Τζεφ Κουνς (1955-) ή ο Τακάσι Μουρακάμι (1962-), πλέον βρίσκονται στη συλλογή κάθε ολιγάρχη ο οποίος σέβεται τον εαυτό του.
Τα ready mades που αντανακλούσαν τη μαζική κουλτούρα, τα logos γνωστών brands, οι παπαρατσικές φωτογραφίες και βεβαίως η οπτική γλώσσα της διαφήμισης ήταν οι ιδανικές πρώτες ύλες για να αποθεώσουν τον καταναλωτισμό των αμερικανών πολιτών υπονομεύοντάς τον ταυτόχρονα και για να αποτελέσουν μια αντίδραση στην κυριαρχία του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και των χειροποίητων πινάκων του – στο κάτω-κάτω κάπως έπρεπε να διαφοροποιηθούν από τους ζωγράφους που χρησιμοποιούσαν το χρώμα με όλους τους δυνατούς τρόπους και αναζητούσαν τις κρυμμένες ατραπούς του υποσυνειδήτου. Ηταν τελικά και ένα δωρεάν, απρόσκλητο σέρβις στην αμερικανική κυβέρνηση και στη CIA, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα που άρχισαν να βγαίνουν στο φως από τη δεκαετία του ’70, αρχής γενομένης με ένα άρθρο του κριτικού τέχνης Μαξ Κόζλοφ, προωθούσε τον αμερικανικό εξπρεσιονισμό και την εδραίωσή του ως μια έκφραση τέχνης που αντικατόπτριζε την ελευθερία του (ανώτερου) αμερικανικού τρόπου ζωής έναντι του σοβιετικού, χειριστικού και ανελεύθερου μοντέλου.
Η άποψη αυτή έχει αμφισβητηθεί, αλλά όπως και να ‘χει, η pop art πρέπει να ήταν δώρο Θεού για τις μυστικές υπηρεσίες. Ερωτευμένη με τα εφήμερα προϊόντα της καταναλωτικής κουλτούρας – και ταυτόχρονα κριτική απέναντί τους -, ήταν η απόλυτη διαφήμιση για την κατανάλωση. Ο «καπιταλιστικός ρεαλισμός» που γνωρίσαμε ως pop art ήταν η απόλυτη αντίθεση στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό των Σοβιετικών με τα μεγάλα εργοστάσια, τους περήφανους και εύρωστους εργάτες και τα δυνατά τρακτέρ τους.
Campbell’s, Coca-Cola και αστερόεσσα
«Μπορεί να παρακολουθείτε τηλεόραση και να δείτε την Coca-Cola, και να γνωρίζετε ότι ο πρόεδρος πίνει μια Coke, η Λιζ Τέιλορ πίνει μια Coke, και – απλά σκεφτείτε το – εσείς μπορείτε επίσης να πιείτε μια Coke. H Coke είναι η Coke και κανένα χρηματικό ποσό δεν μπορεί να σας προσφέρει μια καλύτερη από αυτή που πίνει ο αλητάκος στη γωνία. Ολες οι Coca-Cola είναι ίδιες και όλες είναι καλές. Η Λιζ Τέιλορ το γνωρίζει, ο πρόεδρος το γνωρίζει, ο αλητάκος το γνωρίζει και το γνωρίζετε κι εσείς» έγραφε ο Αντι Γουόρχολ μεταξύ άλλων στο βιβλίο του «The Philosophy of Andy Warhol: From A to B and Back Again» (εκδόσεις Harcourt Brace Jovanovich) και ενέπνεε χρόνια αργότερα μια κανονική και επίσημη καμπάνια διαφήμισης της εταιρείας τού παγκοσμίως γνωστού αναψυκτικού με την ειδική φόρμουλα. Οι καλλιτέχνες της pop art δημιουργούσαν εικόνες και αντικείμενα που ήταν αναγνωρίσιμα «σε κλάσματα δευτερολέπτου», πάντα σύμφωνα με τον Γουόρχολ, δηλαδή έκαναν τέχνη «όλα τα υπέροχα μοντέρνα πράγματα που οι Αφηρημένοι Εξπρεσιονιστές προσπαθούσαν τόσο πολύ να διαφύγουν την προσοχή τους».
Εννοείται ότι μία από τις πρώτες pop art απόπειρες του Γουόρχολ σχετιζόταν με ένα μπουκάλι Coca-Cola, το απόλυτο φετίχ της αμερικανικής κουλτούρας, όμως το σχήμα και το χρώμα της κάπως δεν μπορούσαν να αποδώσουν τον σωστό pop τόνο στο τέμπο που χρειαζόταν η pop art. Οπως δηλαδή συνέβη με τους πίνακες με τις κονσέρβες της σούπας Campbell’s, ενός άλλου εξίσου εμβληματικού αμερικανικού προϊόντος που δημιούργησε μεταξύ 1961-62 και παρουσίασε σε ράφια σουπερμάρκετ.
O πρώτος βέβαια που χρησιμοποίησε ένα απόλυτα αναγνωρίσιμο αντικείμενο και το ανήγαγε στη σφαίρα της τέχνης ήταν ο Τζάσπερ Τζονς (1930-) με την ολίγον ταλαιπωρημένη «Σημαία» (1955) των ΗΠΑ, την οποία ζωγράφισε προκειμένου να αλλάξει την οπτική του κόσμου απέναντι σε αυτό το σύμβολο και να τον κάνει να αναστοχαστεί πάνω στην ερμηνεία του ίδιου του αντικειμένου.
Μπαλόνια 90 εκατομμυρίων δολαρίων
Πάντως, η όποια υπονομευτική διάθεση κριτικής μπορεί να υπήρχε στη δουλειά των καλλιτεχνών της δεκαετίας του ’60, απουσιάζει πλήρως από τον νεο-pop καλλιτέχνη Τζεφ Κουνς. Κατά δήλωση του ιδίου, ο οποίος έχει γεμίσει τον κόσμο με τα γλυκύτατα «Balloon Dogs» γλυπτά του, δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ή η οποιαδήποτε διάθεση για κριτική στα έργα του, τα οποία διχάζουν κοινό και κριτικούς. Αναμφίβολα εντυπωσιακά, παιχνιδιάρικα και πανέμορφα, δεν παύουν να αποτελούν ένα εμπόρευμα μαζικής παραγωγής που δημιουργείται από τους περίπου εκατό βοηθούς του στο εργοστάσιό του και διατίθεται σε αστρονομικά ποσά. Και βρίσκονται τελικά αρκετοί οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να τα διαθέσουν και να αποκτήσουν έργα όπως το γλυπτό από ατσάλι «Rabbit» (1986), το οποίο πουλήθηκε από τον οίκο δημοπρασιών Christie’s για 91,1 εκατομμύρια δολάρια, 20 εκατ. δολ. παραπάνω από την αρχική εκτιμώμενη τιμή, γεγονός που το εκτόξευσε στη θέση του ακριβότερου έργου τέχνης από καλλιτέχνη που βρίσκεται εν ζωή.
Ταλαντούχος; Σίγουρα υπήρξε κάποτε. Ευφυής; Διαχρονικά. Κυνικός, όπως το καπιταλιστικό σύστημα την αποθέωση του οποίου πρεσβεύει; Αναμφίβολα, αν και γι’ αυτό το τελευταίο ο ίδιος θα είχε διαφορετική άποψη. Οπως έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής»: «Κυνικοί είναι οι καλλιτέχνες που εμφανίζουν τα έργα τους ως ένα είδος γενναιόδωρης προσφοράς στον δέκτη, δηλώνοντάς του εκ προοιμίου ότι γνωρίζουν πολύ περισσότερα από αυτόν, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να του αποκαλύψουν παρά ένα μέρος της γνώσης τους».

