Τζέρι Σαλτζ «Η αυτολύπηση δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά σου καλύτερη»
Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ τεχνοκριτικός μάς προτρέπει να γίνουμε καλλιτέχνες εφόσον το επιθυμούμε και μας συμβουλεύει πώς να το καταφέρουμε.

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Η τέχνη είναι για όλους. Το ξέρω ενστικτωδώς ως ένας επίδοξος καλλιτέχνης που «κάηκε» στην προσπάθεια». Αυτές είναι οι πρώτες αράδες στο βιβλίο «How to Βe an Αrtist» (εκδ. Penguin Random House) του πιο διάσημου τεχνοκριτικού στις ΗΠΑ, του Τζέρι Σαλτζ. Tα κείμενα στις σελίδες που ακολουθούν αποδεικνύονται το ίδιο φιλικά προς κάθε δημιουργικό άνθρωπο και διακατέχονται από την ίδια εξομολογητική διάθεση. Δεν θα περίμενε κανείς τίποτε λιγότερο από τον βραβευμένο με Πούλιτζερ (2018) τεχνοκριτικό του «New York Magazine», ο οποίος μας έχει συνηθίσει σε γραπτά που αποπνέουν «μια δαιμόνια και συχνά τολμηρή οπτική για την τέχνη στην Αμερική, η οποία περιλαμβάνει το προσωπικό, το πολιτικό, το αγνό και το βέβηλο» σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής του βραβείου.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε αρχές Μαρτίου, όταν η πανδημία είχε ξεσπάσει και στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού και ο Σαλτζ βρισκόταν στο σπίτι του στο βορειοδυτικό Κονέκτικατ. Εννοείται ότι δεν έγινε κάποια επίσημη παρουσίαση, ούτε η αναμενόμενη περιοδεία 45 ημερών για την προώθησή του. Αποτελεί στην ουσία τη συνέχεια ενός πολύ επιτυχημένου άρθρου του Τζέρι Σαλτζ στο περιοδικό «New York» που δημοσιεύτηκε το 2018. Είχε τον ίδιο τίτλο και 33 κανόνες για το πώς να είναι κανείς καλλιτέχνης. Οπως λέει ο συγγραφέας, μετά τη δημοσίευσή του δεκάδες «συγγραφείς, αθλητές, επιχειρηματίες, μουσικοί, performers, σεφ, γιατροί αλλά και εκατοντάδες εικαστικοί επικοινώνησαν μαζί μου για να μου πουν πως αυτοί οι κανόνες τούς βοήθησαν να δουν με άλλο μάτι το επάγγελμά τους (ενώ παράλληλα μου πρότειναν κάποιους άλλους που δεν είχα συμπεριλάβει στο άρθρο μου). Οι καλλιτέχνες είναι καλλιτέχνες όποιο και αν είναι το μέσο τους. Μπορούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλον».
Πότε πεθαίνουν
τα έργα τέχνης
Ο Σαλτζ δεν είχε ως στόχο, όπως λέει, να δώσει απαντήσεις, αλλά κυρίως να προκαλέσει ερωτήματα σε σχέση με την τέχνη. Το καταφέρνει; Εκ πρώτης όψεως μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο του δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συρραφή από ευφυή, κομψά, χρήσιμα τσιτάτα, τα οποία χρησιμοποιούνται σε αφθονία. Είτε ως τίτλοι σε κεφάλαια (τα οποία πλέον από 33 έχουν γίνει 63), τύπου «Πες τη δική σου ιστορία και θα έχει ενδιαφέρον» (Λουίζ Μπουρζουά) ή «Η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση» (Αλμπερτ Αϊνστάιν), είτε ως μέρος του κειμένου: «Θυμηθείτε τι λέει η ζωγράφος Μπρίτζετ Ράιλι: «Αν νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά με το έργο σου, τότε κάτι δεν πάει καλά με το έργο σου»». «Οπως λέει η Σίντι Σέρμαν: «Το να δημιουργώ τέχνη είναι σαν να προσκαλώ κάτι το οποίο δεν το γνωρίζω μέχρι να το δω μπροστά μου»». «Τη στιγμή που νομίζεις ότι καταλαβαίνεις ένα έργο τέχνης, τότε αυτό πεθαίνει για σένα (Οσκαρ Ουάιλντ)».
Ο στόχος όμως του Σαλτζ είναι να προτρέψει όσους διστάζουν να ασχοληθούν με την τέχνη – στο κάτω-κάτω «η αμφιβολία σκοτώνει την περιέργεια και την αλλαγή». Ετσι, παρά τη φαινομενική ελαφρότητα του κειμένου και τον self help χαρακτήρα του βιβλίου, στο οποίο ο συγγραφέας του παραθέτει ακόμα και ασκήσεις τύπου «συγκρίνετε αυτούς τους οκτώ πίνακες γυμνού», ή ένα «εγχειρίδιο οδηγιών για το εικαστικό εργαστήριο», ακόμα και οι επαγγελματίες καλλιτέχνες μπορούν να αλιεύσουν πολύτιμες συμβουλές. Ιδίως στο σημείο όπου ο Σαλτζ μιλάει για τα κείμενα προθέσεων των καλλιτεχνών (και ο νοών νοείτω).
«Κάν’ το όσο πιο απλά γίνεται, χαζέ. Μην κάνεις το γράψιμο μεγάλη υπόθεση… Μη χρησιμοποιείς την αργκό της τέχνης, άσε τις αερολογίες, γράψε με τη δική σου τη φωνή, με τον τρόπο που μιλάς… Απόφυγε λέξεις όπως interrogate (διερευνώ), reconceptualise (επαναϊδεοποιώ), commodity culture (εμπορεύσιμος πολιτισμός), liminal space (μεταβατικός χώρος), haptic (απτικός). Δεν θέλεις να ακούγεσαι σαν να μαρσάρεις στις απαρχαιωμένες μηχανές της μεταμοντέρνας ρητορικής… Από την άλλη πλευρά, θες να κάνεις περισσότερα από το να λες απλώς στον θεατή: «Εσύ θα μου πεις περί τίνος πρόκειται». Οταν πρόκειται για τη δουλειά σου, είσαι η καλύτερη αυθεντία που υπάρχει. Αντί να παραθέτεις τσιτάτα από τις θεωρίες του Φουκό, του Ντελέζ, του Ντεριντά, δημιούργησε τις δικές σου… Ναι, είναι δύσκολο να γράφεις για τα σημαντικά πράγματα. Τι να κάνουμε, όμως; Πες αυτό που θέλεις ακόμα και αν ακούγεται ταπεινό ή ανιαρό. Αν ακούγεται πολύ επιτηδευμένο, μην το πεις». Ακούστε τον τρις προτεινόμενο για Πούλιτζερ κριτικό, έχουν δει πολλά τα μάτια του και όχι μόνο στα κείμενα των καλλιτεχνών.
Αυτοδίδακτος διδάκτωρ
O Τζέρι Σαλτζ γεννήθηκε στο Οουκ Παρκ του Ιλινόι το 1951 και μεγάλωσε στο Σικάγο. Η τύχη τον ευλόγησε να είναι μέλος μιας πλούσιας οικογένειας, καθώς ο πατέρας του Μπέρναρντ υπήρξε μεταξύ άλλων και ο εφευρέτης της πρωτοποριακής μηχανής ραψίματος χειρός Dexter. Σε αντάλλαγμα για τα οικονομικά προνόμια, η ζωή τού έπαιξε σκληρό παιχνίδι, γιατί βέβαια «όλοι μας έχουμε υποστεί κάποιου είδους καταστροφή στη ζωή μας, ορισμένοι περισσότερο από άλλους, κάποιοι σε τραυματικό βαθμό». Οπως εξομολογείται στο βιβλίο του, η μητέρα του αυτοκτόνησε πηδώντας από ένα παράθυρο όταν εκείνος ήταν δέκα ετών. «Δεν έγινε ποτέ κηδεία. Ο πατέρας μου δεν ξαναμίλησε ποτέ για εκείνη. Κανείς δεν μου είπε ποτέ ότι ήταν αυτοκτονία, οπότε έμαθα να συνδέω τα κομμάτια της ιστορίας αποκωδικοποιώντας στοιχεία και σχόλια που έρχονταν από τον έξω κόσμο. Εβγαλα κεραίες (…) Η νέα μου μητριά με έδερνε με μια ζώνη. Βρέθηκα να έχω δύο νέα αδέλφια, ο ένας από τους οποίους ήταν συνομήλικος: Εγινα ξαφνικά δίδυμος. Δεν ξαναδιάβασα τα μαθήματά μου. Εφυγα από το σπίτι την ημέρα που αποφοίτησα από το σχολείο – ως ο τελευταίος της τάξης. Δεν πιστεύω ότι όλα αυτά είναι τραγικά, ένα «τραύμα». Είναι απλώς η ζωή μου. Είναι θαύμα που ο καθένας από εμάς καταφέρνει να βγει σώος στην άλλη άκρη του τούνελ της ζωής του. Με ρωτούν ποια είναι η άποψή μου για τη ψυχοθεραπεία. Πιστεύω ότι μπορεί να κάνει θαύματα για τους καλλιτέχνες. Οπως και το τάι τσι, τα ταρό, η μόδα, τα σπορ, οι περίπατοι, ο Θεός, τα μασάζ, ο χορός και ούτω καθεξής. Οποια και αν είναι η προσωπική σας ιστορία, βρείτε κάποια πρακτική που καταπραΰνει το μυαλό σας και σας επιτρέπει να δουλεύετε».
Για τον Τζέρι Σαλτζ τη λύση έδωσε η τέχνη, με πολλούς τρόπους. Ο ίδιος σπούδασε στη School of the Art Institute of Chicago (SAIC), αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του. Για χρόνια, περίπου για μια δεκαετία, υπήρξε καλλιτέχνης, αν και «αποτυχημένος» σύμφωνα με τις επανειλημμένες δηλώσεις του. «Προτού γίνω συγγραφέας, ζούσα μονίμως σε ένα τριανταπενταετές πεδίο μάχης δικής μου επινόησης με εχθρούς μου τους προσωπικούς μου ηττοπαθείς δαίμονες» γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του.
Η ζωή του άλλαξε όταν μπήκαν σε αυτήν η δημοσιογραφία και η κριτική τέχνης. Αφότου συνεργάστηκε για περισσότερο από δέκα χρόνια με την εφημερίδα «The Village Voice», πήρε «μεταγραφή» για το περιοδικό «New York» το 2007, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με περιοδικά τέχνης όπως τα «Art in America», «Flash Art International», «Frieze», «Modern Painters» κ.ά. Σύντομα έγινε και επίτιμος διδάκτορας στο SAIC ή στο Kansas City Art Institute.
Ξεπερνώντας τη ζήλια
Η ζωή του, την οποία μοιράζεται με τη Ρομπέρτα Σμιθ, τη βασική κριτικό τέχνης της εφημερίδας «The New York Times», έχει εδώ και χρόνια μια πολύ συγκεκριμένη ρουτίνα: Ξυπνάει νωρίς το πρωί και κάθεται ευθύς αμέσως στο γραφείο του για να γράψει προτού τον κυριεύσουν οι δαίμονές του, όπως δηλώνει χαρακτηριστικά. «Γράφω όλη μέρα, δεν έχω άλλη ζωή. Δεν είμαι μέρος του κόσμου παρά μόνο όταν πηγαίνω να δω εκθέσεις».
Ωστόσο, στο βιβλίο του δεν διευκρινίζει σε ποια ακριβώς φάση της ζωής του μπόρεσε να εφαρμόσει την εξής σωτήρια πρακτική, την οποία μας συμβουλεύει να ακολουθήσουμε (είτε είμαστε καλλιτέχνες, είτε όχι): «Ο φθόνος στρέφει το βλέμμα του προς τους άλλους, αλλά εσύ είσαι αυτός τον οποίο εν τέλει τυφλώνει. Θα σου φάει τα σωθικά, θα ζεις υποτελής του για πάντα, μονίμως στο όριο της κατάθλιψης, να μηρυκάζεις τα λάθη του παρελθόντος κοιτώντας πάντα τι έχουν οι άλλοι καλλιτέχνες και να αλιεύεις εμμονικά αναφορές στο όνομά τους, αντί για το δικό σου, σε εφημερίδες και περιοδικά. (…) Μην αφήνεις τη ζήλια να σε καθορίζει, να σε καθιστά πικρόχολο, αφιλόστοργο και μνησίκακο. Μην επιτρέπεις ποτέ στον εαυτό σου να αποσπάται από δικαιολογίες και εκλογικεύσεις. Ναι, ξέρω, χειρότεροι καλλιτέχνες από εσένα εκθέτουν αλλά όχι εσύ, γράφονται άρθρα για τη δουλειά τους, σε εκείνους πηγαίνουν τα χρήματα και η αγάπη του κόσμου και όχι σε εσένα. Πήγαν σε καλύτερα σχολεία, έκαναν έναν πλούσιο γάμο, είναι πιο όμορφοι, έχουν πιο λεπτούς αστραγάλους, είναι πιο κοινωνικοί, με περισσότερες διασυνδέσεις. Είναι δύσκολα εκεί έξω, και ο καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί όσο καλύτερα μπορεί. Η αυτολύπηση δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά σου καλύτερη».

