Η χώρα φαίνεται πως έχει την τιμή να αποκτά ακόμα ένα μέτωπο της Λογικής. Ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται πλέον ως φυσιογνωμία του αντιλαϊκισμού, της σύνεσης, της μειλίχιας και μετριοπαθούς προσέγγισης. Σε λίγο μάλιστα όσα γράφουμε ορισμένοι για τη φιλελεύθερη δημοκρατία θα έχουν περίοπτη θέση στους λόγους του Πρωθυπουργού. Ηδη μάλιστα ακούστηκε και η λέξη «άκρα» από τα χείλη του και βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την πανηγυρική εγκαινίαση μιας νέας δημοκρατικής παράταξης όπου η ελληνική «ριζοσπαστική Αριστερά» θα είναι σαν τους radicaux de Gauche (ριζοσπάστες της Αριστεράς) της Γαλλίας που η ονομασία τους είναι ένα ιστορικό κατάλοιπο.

Ας πούμε, φυσικά, ότι όλα τα παραπάνω ισχύουν, ενώ συγχρόνως δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Είναι στοιχεία αδιάκοπης σκηνοθετικής επιμέλειας, μιας επιμέλειας λέξεων και συμβόλων που αποτυπώνουν ένα παίγνιο εξουσίας. Κανένα βάθος παρά μόνο μιμήσεις και χειρονομίες. Οδηγίες: όταν ο αντίπαλος υψώνει τη φωνή, εσύ να τη χαμηλώνεις, όταν εμφανίζεται σκληρός, εσύ να κάνεις τον «ήπιο, όταν η αντιπολίτευση βγάζει ένταση, η κυβέρνηση να προσποιείται την ήρεμη δύναμη. Παλιά, καλή επικοινωνία.

Η διαρκής προσφυγή, ωστόσο, σε τούτη τη σκηνοθεσία έχει σοβαρές συνέπειες για τον πολιτικό χειρισμό των ζητημάτων. Ενας κόσμος (και συγκαταλέγομαι σε αυτούς) ήθελε από παλιά και εξακολουθεί να επιθυμεί μια διέξοδο από το μπλοκάρισμα των εθνικών ζητημάτων και κατ’ εξοχήν του Μακεδονικού. Πολλοί κρίναμε και εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως οι εμμονές και οι μαξιμαλισμοί στο θέμα αυτό έχουν γεννήσει ένα δυσάρεστο πλέγμα δημαγωγίας, εθνο-κινδυνολογίας και ιδιάζουσας βορειοελλαδίτικης κολακείας από πολιτευτές, αξιωματούχους και άλλους. Αυτή η μπλοκαρισμένη κατάσταση έπρεπε με κάποιον τρόπο να σπάσει και να οδηγηθούμε σε μια νέα σχέση με τους γείτονες. Με τις πιέσεις (για τους δικούς τους λόγους και συμφέροντα) Ευρώπης και ΗΠΑ, η ιστορία μπόρεσε να προχωρήσει να δώσει συγκεκριμένους καρπούς.

Κάτι όμως υπονομεύει εξαρχής την πορεία αυτή και τώρα ακόμα περισσότερο. Αρχικά το ότι η κυβέρνηση, ξέροντας πως ο κεντροδεξιός και συντηρητικός χώρος είναι ευάλωτος ταυτοτικά, μεταβάλλει ένα πρόβλημα διεθνών σχέσεων της χώρας σε μηχανισμό «ρυμούλκησης» των πολιτικών εξελίξεων. Στο όνομα της τοποθέτησης υπέρ μιας λύσης του ζητήματος προωθεί μια αναντίστοιχη προς την πολιτική πραγματικότητα εκδοχή μάχης του φωτός με το σκότος. Κάνοντας μάλιστα την «κεντρώα», η κυβέρνηση μοιάζει να επιδιώκει την εξαφάνιση κάθε αυτόνομου Κέντρου. Η επιχείρηση αυτή περνάει ακριβώς μέσα απ’ την ενθάρρυνση για την κατασκευή μιας υπερδεξιάς, ενός εθνικιστικού μείγματος που συμφέρει. Προσοχή: αυτές οι στάσεις και αντιλήψεις υπάρχουν και φυσικά είναι ενεργές μέσα σε ακροατήρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προφανώς έχει διεγερθεί ένα σύστημα εθνικιστικού λαϊκισμού που βρίσκει τώρα πεδίο έκφρασης και «κινηματικής» ύπαρξης. Αυτή όμως η νέα αγανάκτηση τρέφεται και από τη μεθοδολογία της κυβέρνησης και των μέσων της.

Εντάσσοντας με ωμό τρόπο το θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών σε μια στενή κομματική τακτική και σε ένα αυθαίρετο δίπολο που δεν στηρίζεται στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα (δίπολο «συντήρηση Vs προόδου», όπου όμως στο προοδευτικό στρατόπεδο συναριθμούνται πλέον η κυρία Παπακώστα, ο κ. Κόκκαλης, ο κ. Αποστολάκης κ.ά.), η κυβέρνηση υπονόμευσε τη θέση όσων εκτιμούν πως εκτός από τη γενική ατζέντα υπάρχουν και προβλήματα που χρειάζονται απάντηση σε χρόνους τους οποίους δεν τους επιλέγουμε πάντα εμείς. Εκανε δύσκολη τη θέση εκείνων που κρίνουν πως δεν μπορεί να αναστέλλονται όλες οι κινήσεις ενός κράτους μέχρι τις εκλογές. Και αυτό το έκανε διότι κουβαλάει πάντα την κουλτούρα του λαϊκίστικου ριζοσπαστισμού, η οποία και συνεχίζει να καθοδηγεί τα πνεύματα, ακόμα και όταν ο Πρωθυπουργός αλλάζει ύφος και ιδιοποιείται ρήματα και ύφος του συστημικού «αντιλαϊκισμού». Μιλώ για μια πολιτική κουλτούρα που δεν ενδιαφέρεται για τις λύσεις προβλημάτων, αλλά για το περίφημο παιχνίδι της ηγεμονίας στην πιο επιδερμική του, ωστόσο, εκδοχή: όχι προφανώς ηγεμονία σε ιδέες και αξίες (αφού όλες οι έρευνες δείχνουν δεξιές μετατοπίσεις), αλλά παράταση μιας κυβερνητικής θητείας και διάβρωση των αυτόνομων εκδοχών προοδευτικού χώρου.

Εχουμε λοιπόν την προσπάθεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας για κωμική αντιγραφή ενός «Μένουμε Ευρώπη». Σημαίνει όμως αυτό ότι πρέπει κανείς να στοιχηθεί μετωπικάνα στοιχηθεί μετωπικά εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών; Μήπως η ηθική της ευθύνης επιβάλλει να αφήσει κανείς στην άκρη την πεποίθησή του και να προσχωρήσει, με ωμό ρεαλισμό, στη λογική της καταψήφισης; Εδώ όμως παίζεται κάτι ανώτερο από τις θεμιτές επιλογές τής στενά κομματικής πολιτικής: η ελευθερία να σκεφτόμαστε και να εκτιμούμε τις καταστάσεις με επίγνωση των ρίσκων. Τι ξέρουμε; Οτι η λογική φίλου/εχθρού και οι αντανακλαστικές κινήσεις που βγάζει μέσα στην πολιτική σκακιέρα υπονόμευσε αγρίως τη δημοκρατική ζωή όλα τα προηγούμενα χρόνια. Το ίδιο έχει γίνει και με την άποψη ότι υπάρχει, όπως έλεγαν οι μαρξιστές, μια «κυρίαρχη αντίθεση» και όλα τα υπόλοιπα δεν μετρούν και είναι δευτερεύοντα. Είναι άσχημο, επομένως, πολίτες και πολιτικοί να ακρωτηριάζουν τη συνείδησή τους. Η πολιτική έχει βεβαίως βασικούς προσανατολισμούς και σκοπιμότητες. Αφορά την εξουσία και όχι μια αόριστη δικαιοσύνη ή την καλή συνείδηση κάποιων ατόμων. Χρειάζεται όμως και την ελευθερία κρίσης και τη δυνατότητα των κοινωνών της να ερμηνεύουν, κατά τη συνείδησή τους, το κοινό καλό. Αν δεν έχει αυτή την ελευθερία γίνεται μηχανικός αυτοματισμός και αυτοσυντήρηση «στρατών».

Για τη δική μου αίσθηση των πραγμάτων στο θέμα των συμφωνίας των Πρεσπών, η ηθική της ευθύνης δεν χωρίζεται με τείχος από την ηθική της πεποίθησης. Εκείνοι οι πολίτες που κρατήθηκαν για είκοσι πέντε χρόνια στο νήμα της κριτικής σε εθνικιστικές παραποιήσεις και υπερβολές πρέπει να έχουν πολιτική εκπροσώπηση: να μη θυσιάζονται πάντα ανάμεσα σε μια αντιπολίτευση με αυτολογοκρισία και σε μια συμπολίτευση με αναξιοπρέπεια. Χωρίς αυτονομία στη σκέψη και στην πολιτική εκτίμηση η μια κρίση θα γεννάει την επόμενη. Μέχρι να προκύψει το επόμενο μεγάλο αδιέξοδο. Επομένως, ένα «ναι» στη συμφωνία μπορεί να συνυπάρξει με ένα «όχι» στον οπορτουνισμό και στην άνοστη «προοδευτική» σος που προσφέρει.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.{IDI}