Τον προβληματισμό του για τη βία που ενδέχεται να συνοδεύσει την επόμενη μέρα των εκλογών, αν η Νέα Δημοκρατία αναδειχθεί νικήτρια, ανέδειξε κατά τη δευτερολογία του στη συζήτηση για την ανομία στη Βουλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Παράλληλα απηύθυνε σκληρή προειδοποίηση προς τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί έκνομες καταστάσεις στα πανεπιστήμια, στους δρόμους και στον δημόσιο χώρο. «Στην Ελλάδα του κ. Τσίπρα, ο μόνος χώρος στον οποίο δεν μπορείς να εκφράσεις ελεύθερα την άποψή σου είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο. Το άσυλο ιδεών μετατράπηκε σε άσυλο ανομίας, παραβατικότητας και βίας», επισήμανε ο πρόεδρος της ΝΔ και δεσμεύτηκε ότι «το άσυλο θα καταργηθεί. Δεν θα αλλάξει απλά ο νόμος. Θα καταργηθεί».
Ο Πρωθυπουργός εξέφρασε την άποψη ότι «η εγκληματική και η παραβατική συμπεριφορά είναι ένα φαινόμενο της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία ζούμε. Δεν μπορούμε, επειδή μας συμφέρει πολιτικά, να στοχεύουμε στο πανεπιστήμιο». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης του απάντησε ότι τα ζητήματα βίας και ανομίας δεν είναι νέα στα πανεπιστήμια, αλλά η σημερινή κατάσταση δεν έχει καμία σχέση με όσα συνέβαιναν τα προηγούμενα χρόνια, διότι η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί με τη συνειδητή ανοχή της κυβέρνησης.

Στρατός από 3.500
«μπαχαλάκηδες»

«Μας είπατε ότι θέλετε να αντιμετωπίσετε το πρόβλημα και ότι δεν μπορείτε» τόνισε ο κ. Μητσοτάκης. «Μήπως κάπου βολεύεστε με αυτή την κατάσταση; Μήπως όλη αυτή η προκλητική ανοχή την οποία δείχνετε σε διάφορα γκρουπούσκουλα, τα οποία βρίσκουν φυσικό καταφύγιο προστασίας μέσα στα πανεπιστήμια, είναι μια προετοιμασία για το τι μπορεί να γίνει την επόμενη μέρα; Μήπως επιτρέπετε τώρα σε αυτές τις ομάδες να κάνουν μια ανώδυνη εκπαίδευση, ώστε την επόμενη μέρα, αν υπάρχει μια αλλαγή η οποία, καθώς φαίνεται, θα έρθει – και θα έρθει και σύντομα -, αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους και να κάψουν την Αθήνα, όπως την έκαψαν το 2008, όταν δεν είπατε κουβέντα, κ. Τσίπρα; Γιατί θυμόμαστε τις ιδεολογικές σας καταβολές. Θυμόμαστε τον ΣΥΡΙΖΑ του 3%. Θυμόμαστε τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τότε όχι απλά σφύριζε αδιάφορα, αλλά περίπου έκλεινε το μάτι σε αυτούς που έκαιγαν την Αθήνα».  
Στην Πειραιώς επικαλούνται στοιχεία της Αστυνομίας, σύμφωνα με τα οποία στα «γκρουπούσκουλα» και στους «μπαχαλάκηδες» συγχρωτίζονται περί τα 3.500 άτομα. Και η ανησυχία τους είναι ότι αν αυτοί καθοδηγηθούν από ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον βρεθεί  στην αντιπολίτευση, και καίνε την Αθήνα όπως συνέβαινε την περίοδο 2011-2015, τότε δεν πρόκειται να προχωρήσει καμία μεταρρύθμιση στη χώρα. «Θεωρούμε ότι πρόκειται για έναν στρατό» λένε στελέχη της ΝΔ και προσθέτουν ότι αυτό που ήθελε να πει ο κ. Μητσοτάκης στον Πρωθυπουργό είναι ότι αν σκοπεύει να ηγηθεί μιας τέτοιας επιχείρησης δολιοφθοράς της επόμενης κυβέρνησης, θα τον βρει απέναντί του.
Επέμεινε, επίσης, ότι «η μήτρα της εγχώριας ελληνικής τρομοκρατίας, όπως αυτή εκφράστηκε από τη 17Ν και όλες τις οργανώσεις που συνδέονται με αυτή, είναι η μήτρα της άκρας εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Είτε σας αρέσει είτε όχι, αυτή είναι μια σκληρή ιστορική πραγματικότητα. Την έχουμε πληρώσει με αίμα και δεν πρόκειται να ανεχθούμε ξανά τέτοια φαινόμενα». Στελέχη της ΝΔ εκτιμούν ότι από την πρώτη μέρα της ανάληψης της εξουσίας «θα πάμε σε πόλεμο με αυτές τις ομάδες, τον οποίο πρέπει να κερδίσουμε αμέσως. Το στοίχημα είναι μεγάλο» παραδέχονται.

Μπούμερανγκ
η σκανδαλολογία

Η ανάλυση των δημοσκοπήσεων ενισχύει την αισιοδοξία στο επιτελείο του κ. Μητσοτάκη, καθώς βλέπουν ότι «καμία στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου δεν πετυχαίνει πια. Ολες καίγονται» λένε και παραθέτουν τα παραδείγματα της συνταγματικής αναθεώρησης, της «ιστορικής» συμφωνίας Τσίπρα – Ιερωνύμου που «εξελίχθηκε σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο», η σκανδαλολογία με στόχο το «παλιό πολιτικό σύστημα» όχι μόνο δεν αποδίδει, αλλά «γυρίζει μπούμερανγκ καθώς όλο και περισσότερα κυβερνητικά σκάνδαλα έρχονται στην επιφάνεια». «Η διαφορά της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αντιθέτως έχει παγιωθεί εμφανίζοντας σε ορισμένες δημοσκοπήσεις και αυξητική τάση» παρατηρούν.
Ακόμα πιο προβληματική για την κυβέρνηση, εκτιμούν στην Πειραιώς, είναι η διαφορά που καταγράφεται ανάμεσα στους δύο πολιτικούς αρχηγούς, τόσο στη δημοτικότητα όσο και στο ερώτημα για την καταλληλότητα στην πρωθυπουργία. Στις αρχές του 2018, ο μέσος όρος τεσσάρων δημοσκοπήσεων έδειχνε τη διαφορά τους στο 9,2%, ενώ τώρα έχει ανέβει στο 13,2%.