Robert Gerwarth
Οι ηττημένοι. Γιατί δεν τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1917-1923
Μετάφραση Ελένη Αστερίου
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018
σελ. 412, τιμή 30 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ)
Πριν από 100 ακριβώς χρόνια, στις 11 Νοεμβρίου 1918, ώρα 11 το πρωί, άρχισε να ισχύει η ανακωχή που έθεσε τέλος σε έναν πόλεμο με περίπου 10 εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών και σήμανε την ανάσχεση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας στον σύγχρονο κόσμο. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως, πεδίο ρήξης πολιτικών κανονικοτήτων, κοινωνικών ιεραρχιών και πολιτισμικών σταθερών του 19ου αιώνα, δεν έληξε οριστικά και αμετάκλητα, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο 42χρονος Ρόμπερτ Γκέρβαρτ, καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Δουβλίνου, στο βιβλίο του «Οι ηττημένοι» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Αντίθετα, συνέχισε να υποβόσκει σε μια σειρά διακρατικών πολέμων, εμφυλίων και ασύμμετρων συγκρούσεων, όπως η Γερμανική Επανάσταση, ο Ρωσικός Εμφύλιος, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος στη Μικρά Ασία. Μιλώντας στο «Βήμα» ο γερμανός ιστορικός τονίζει με έμφαση την εξάπλωση της βίας μεταπολεμικά, το ταυτόχρονο ξέφτισμα της δημοκρατίας και τη μακρά σκιά που ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος απλώνει ως σήμερα στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία.
Χρειάστηκε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, της έσχατης δηλαδή συνέπειας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να αναδυθεί ξανά το ενδιαφέρον για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειές του;
«Ναι, θα έλεγα ότι πολύ σωστά το συνοψίζετε, γιατί κάποια από τα ζητήματα που έθεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα οποία έμοιαζαν να είχαν παγώσει κυριολεκτικά στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου επανήλθαν στην επιφάνεια – ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας. Το ίδιο και περισσότερο όμως μπορεί να πει κανείς για τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, τα σύνορα της οποίας χαράχτηκαν ή επαναχαράχτηκαν ως αποτέλεσμα του Μεγάλου Πολέμου, ή για τα τρέχοντα προβλήματα στην Ουκρανία. Ολα αυτά παρέμειναν σε αδράνεια για όσο ίσχυσε ο διπολικός κόσμος που προέκυψε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Γιατί οι μνήμες των μεταπολεμικών συγκρούσεων που περιγράφετε είναι ισχυρότερες του ίδιου του πολέμου σε χώρες όπως η Ελλάδα;
«Υπάρχει ένα σημαντικό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης: στη Βρετανία και στη Γαλλία η 11η Νοεμβρίου εορτάζεται ως η ημέρα που σηματοδοτεί το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – κάτι που μάλιστα στην περίπτωση της Βρετανίας δεν αληθεύει και τόσο, γιατί εξακολουθεί να υφίσταται το ζήτημα της Ιρλανδίας, μια διακρατική διαμάχη που εξελίσσεται σε εμφύλιο πόλεμο, και η Μεγάλη Βρετανία χάνει μάλιστα ένα σημαντικό κομμάτι της επικράτειάς της. Ωστόσο, σε άλλες περιοχές της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης οι μεταπολεμικές συγκρούσεις ήταν πολύ πιο τραυματικές γιατί αναδιαμόρφωσαν χώρες ολόκληρες. Και πάλι η Ελλάδα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια και βγήκε από τον πόλεμο στην Ανατολία και τη Μεγάλη Καταστροφή μια τελείως διαφορετική χώρα. Η χρονολόγηση εξαρτάται από τη γεωγραφία. Για τη Γαλλία, π.χ., όλα αρχίζουν το 1914, όλα τελειώνουν το 1918. Για την Ελλάδα και την Τουρκία, όχι. Και στη Ρωσία περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν στον Ρωσικό Εμφύλιο παρά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Πώς μεταλλάσσεται πια αυτός ο «πόλεμος μετά τον πόλεμο»;
«Πρόκειται για ένα διαφορετικό είδος πολέμου. Στις κατεστραμμένες ζώνες των πρώην αυτοκρατοριών υπάρχουν διάφορες ένοπλες ομάδες διαφόρων μεγεθών και ιδεολογικών στόχων που πολεμούν μεταξύ τους. Η βία που βλέπουμε διαφέρει ως προς την έντασή της από το παρελθόν και οι διενέξεις αποβαίνουν πολύ πιο ασυμβίβαστες. Ακόμη και τα χειρότερα γεράκια του Γερμανικού Επιτελείου δεν θα σκέφτονταν ποτέ να κάνουν λόγο για εξόντωση μεγάλων τμημάτων του γαλλικού πληθυσμού, για εξαφάνιση από τον χάρτη του γαλλικού ή του ρωσικού κράτους. Στη μεταπολεμική περίοδο, όμως, οι διαμάχες παίρνουν τον χαρακτήρα ολοκληρωτικού πολέμου γιατί οι νέες ουτοπικές κοινωνίες που επικαλούνται είναι αδύνατον να εγκαθιδρυθούν χωρίς την εξάλειψη των ανθρώπων που δεν ταιριάζουν με το καινούργιο όραμα – χωρίς δηλαδή είτε τη δολοφονία τους, είτε την ολική απέλασή τους, όπως έγινε στην περίπτωση του ελληνοτουρκικού πολέμου και της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ετσι αναπτύσσονται νέες κουλτούρες βίας που δείχνουν κατά μία έννοια τον δρόμο προς το μέλλον – το ανατολικό μέτωπο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Το 1919 η Ευρώπη είναι γεμάτη δημοκρατίες. Πώς διολισθαίνουμε από τη δημοκρατική στιγμή στους ολοκληρωτισμούς της δεκαετίας του ’30;
«Είναι ένα καλό ερώτημα. Νομίζω ότι αυτό που βλέπουμε στη σύντομη αυτή περίοδο είναι στην πραγματικότητα διαφορετικά αντιμαχόμενα οράματα του μέλλοντος. Κομμουνιστικά, εθνικιστικά, πρωτοφασιστικά ή και φασιστικά, όπως στην Ιταλία, δημοκρατικά. Ωστόσο, οι περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες υπήρξαν λιγότερο προετοιμασμένες να υπερασπίσουν τα επιτεύγματά τους, τόσο σε σχέση με τις πιο ακραίες ιδεολογίες της εποχής όσο και σε σχέση με τις δημοκρατίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δημοκρατία όμως τότε βρισκόταν υπό πολιορκία και τα περισσότερα δημοκρατικά καθεστώτα που ιδρύθηκαν το 1918 εξέπεσαν ως τα μέσα της δεκαετίας του ’30 σε ολοκληρωτικές δικτατορίες του ενός ή του άλλου είδους. Θα έλεγε κανείς, μάλιστα, ότι υπάρχει εδώ ένα ενδιαφέρον παράλληλο με τα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, όταν η Ευρώπη έγινε ξανά «ευρωπαϊκή», αν μπορώ να το πω έτσι, αλλά μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση κόμματα της Ακρας Αριστεράς και της Ακρας Δεξιάς άρχισαν να επανεμφανίζονται ως ανησυχητικός οιωνός για το μέλλον».
Πού φαίνεται σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, η σαφής κληρονομιά των τραυμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου;
«Η Μέση Ανατολή είναι η κατ’ εξοχήν περιοχή όπου η χάραξη των συνόρων και οι διακρατικές ή θρησκευτικές συγκρούσεις αποτελούν ευθέως κληρονομιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θυμάστε ότι το φαινομενικά εξαλειφθέν πια Ισλαμικό Κράτος αναφερόταν διαρκώς στην κατάργηση του χαλιφάτου από τον Κεμάλ το 1924 ή στην αγγλογαλλική συμφωνία Σάικς – Πικό για τον διαμοιρασμό των μεσανατολικών εδαφών το 1915. Στη Μέση Ανατολή σήμερα, 100 χρόνια μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν χρειάζεται καν να εξηγήσει κανείς τα γεγονότα αυτά – τα γνωρίζουν όλοι. Νομίζω, μάλιστα, ότι εν μέρει το Ισλαμικό Κράτος ήταν τόσο δημοφιλές στους οπαδούς του γιατί υποσχόταν την αναθεώρησή τους. Αλλά είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς και το τι συμβαίνει στην Ουκρανία, αν δεν γνωρίζει ότι το 1918 υπήρξε για βραχύ χρονικό διάστημα ανεξάρτητη για πρώτη φορά στην ιστορία της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν ίσως κλείσει, τα τραύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όμως σήμερα κακοφορμίζουν».