«Πώς έσωσε ο Θεός τον Δανιήλ;

Ετσι κι εμάς θα σώσει.

Τον Δανιήλ λευτέρωσε απ’ τ’ άγρια λιοντάρια,

τον Ιωνά απ’ την κοιλιά του κήτους

και τα μικρά εβραιόπουλα απ’ το καυτό καμίνι.

Ετσι κι εμάς θα σώσει».

Η σωτηρία που ευαγγελίζεται το εν λόγω σπιρίτσουαλ χρειάστηκε αιώνες για να έρθει. Αιώνες σκλαβιάς για τους έγχρωμους που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους, την Αφρική, και μεταφέρθηκαν στην Αμερική όπου ζούσαν χωρίς δικαιώματα, σε συνθήκες απάνθρωπες, και εργάζονταν σκληρά στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία, στις βαμβακοφυτείες, στα σπίτια των λευκών αφεντικών τους. Τετρακόσια χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από τότε – ήταν το 1619 – που το ολλανδικό καράβι με τους πρώτους είκοσι μαύρους που προορίζονταν να γίνουν σκλάβοι έφτανε στο Jamestown της Βιρτζίνια. Η δουλεία, ένα αποδεκτό και στις κοινωνίες της αρχαιότητας καθεστώς, αναβίωνε και πάλι για να εξασφαλίσει στον Νέο Κόσμο τα απαραίτητα εργατικά χέρια, αλλά και για να επιβεβαιώσει τον ανθρώπινο αμοραλισμό.

Τα μαρτύρια των ανθρώπων

Ενώ αρχικά την Αμερική εφοδίαζαν με σκλάβους οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί, στο δουλεμπόριο άρχισαν να συμμετέχουν και η Βρετανία, η Γαλλία, η Δανία… Το 1713 η βρετανική εταιρεία British South Sea Company απέκτησε το αποκλειστικό δικαίωμα της διακίνησης εργατικού δυναμικού από τη Μαύρη Ηπειρο. Το «τριγωνικό εμπόριο» αφορούσε το ταξίδι των φορτωμένων με εμπορεύματα (όπλα, μέταλλα, υφάσματα κ.λπ.) βρετανικών πλοίων από την Ευρώπη προς τη (σημερινή) Γκάνα. Εκεί ξεφόρτωναν και παραλάμβαναν το ανθρώπινο εμπόρευμα που θα παρέδιδαν στους δουλεμπόρους που δραστηριοποιούνταν στα νησιά της Καραϊβικής. Στο ταξίδι της επιστροφής προς τη Νέα Αγγλία και πίσω στα βρετανικά λιμάνια μετέφεραν καπνά, ρούμι, βαμβάκι και ζάχαρη.

Δεμένοι με αλυσίδες, στοιβαγμένοι σαν τα ζώα σε ανήλιαγα αμπάρια, συχνά χωρίς τροφή και νερό, χιλιάδες άνθρωποι μεταφέρθηκαν με αυτά τα πλοία-κάτεργα στα σκλαβοπάζαρα του πολιτισμένου (;) κόσμου. Χωρισμένοι για πάντα από τις οικογένειές τους, έζησαν υποχρεωμένοι να σκύβουν το κεφάλι και να υπακούουν, να ικανοποιούν και τις πιο σαδιστικές επιθυμίες των αφεντικών τους. Βιάστηκαν, βασανίστηκαν (το σταμπάρισμά τους με πυρωμένο σίδερο με τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτη τους ή το κόψιμο των αφτιών τους ήταν διαδεδομένες μέθοδοι), εξευτελίστηκαν με άπειρους τρόπους. Αντιμετωπίστηκαν με τη μεγαλύτερη απανθρωπιά.

Το Διεθνές Μουσείο Σκλαβιάς που λειτουργεί στο Λίβερπουλ παρουσιάζει την ιστορία τους με τρόπο που συγκλονίζει. Ξεχωριστή θέση στην αποτρόπαια συλλογή του έχουν τα αντικείμενα και οι συσκευές που χρησιμοποιούνταν για τον βασανισμό τους, για μια σειρά από μαρτύρια που ξεκινούσαν όσο βρίσκονταν ακόμα εν πλω προς τη Δύση. To Εθνικό Μουσείο της Σκλαβιάς στη Λουάντα της Ανγκόλα στεγάζεται στην ιδιοκτησία ενός από τους μεγαλύτερους δουλεμπόρους. Το House of Slaves στο νησί Gorée της Σενεγάλης, με την περίφημη «Πόρτα χωρίς επιστροφή», το άνοιγμα που οδηγούσε στα πλοία που θα σε έπαιρναν μακριά από την πατρίδα, είναι ένα από τα πιο συναισθηματικά μουσεία της Αφρικής. Το επισκέφθηκε με μεγάλη συγκίνηση και ο Μπαράκ Ομπάμα, ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ, με τη σύζυγό του Μισέλ. Η οποία Μισέλ Ομπάμα σε ομιλία της πριν από χρόνια είχε πει: «Η ιστορία γενεών ανθρώπων που έχουν νιώσει το μαστίγιο της δουλείας, το κεντρί του διαχωρισμού, αλλά που συνεχίζουν να προσπαθούν και να κάνουν ό,τι μπορούν, είναι αυτά που με κάνουν σήμερα να ξυπνάω κάθε πρωί σε ένα σπίτι που χτίστηκε από σκλάβους και να βλέπω τις κόρες μου, δύο έξυπνες έγχρωμες νέες κοπέλες, να παίζουν με τα σκυλιά τους στο γκαζόν του Λευκού Οίκου». Γιατί ναι, και τον Λευκό Οίκο σκλάβοι τον έχτισαν.

Οι «σύγχρονοι» σκλάβοι

Τη ζωή όλων αυτών των ανθρώπων έχουν περιγράψει γλαφυρά λογοτέχνες όπως η Χάριετ Μπίτσερ Στόου στην «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά», η Μάργκαρετ Μίτσελ στο «Οσα παίρνει ο άνεμος» (η κινηματογραφική μεταφορά του οποίου από τον Βίκτορ Φλέμινγκ ακόμα προκαλεί σχόλια για τη ρατσιστική, όπως την έχουν χαρακτηρίσει, ματιά της), ο Αλεξ Χέιλι στο «Roots: The saga of an American family» (που έγινε δύο φορές σίριαλ) και η Τόνι Μόρισον στην «Αγαπημένη». Την έχουν περιγράψει και σκηνοθέτες όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στο «Πορφυρό χρώμα» και στο «Amistad» και ο Στιβ Μακ Κουίν στο «Δώδεκα χρόνια σκλάβος», καθώς και (πολλά χρόνια πριν) ο Ντέιβιντ Γκρίφιθ στην αμφιλεγόμενη (κυρίως ως προς τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στην Κου Κλουξ Κλαν) «Γέννηση ενός έθνους».

Η Δανία είναι η πρώτη χώρα που το 1792 απαγόρευσε το δουλεμπόριο. Το αυτό έκαναν η Βρετανία το 1807 και οι ΗΠΑ το 1808. Βεβαίως, όσο και αν δόθηκε τέλος στη διακίνηση και στην πώληση ανθρώπων, δούλοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Το 1863 ο Αβραάμ Λίνκολν υπέγραψε το διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων, το οποίο πέρασε ως τροπολογία στο Σύνταγμα το 1865.

Το 1926 η Κοινωνία των Εθνών κήρυξε την κατάργηση της δουλείας σε οποιαδήποτε μορφή της. Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ (1948) αναφέρει κατηγορηματικά: «Κανείς δεν επιτρέπεται να ζει υπό καθεστώς δουλείας, ολικής ή μερικής. Η δουλεία και το δουλεμπόριο υπό οποιαδήποτε μορφή απαγορεύονται».

Πριν από έναν περίπου χρόνο η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) του ΟΗΕ, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης και η οργάνωση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Walk Free Foundation ανακοίνωσαν πως το 2016 πάνω από 40.000.000 άνθρωποι σε όλον τον κόσμο ήταν θύματα της σύγχρονης δουλείας. Από αυτούς, τα 24,9 εκατομμύρια υποχρεώνονταν να εργάζονται σκληρά ή να παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες και να υφίστανται βασανιστήρια ή να παίρνουν εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς. Το 74% των σύγχρονων αυτών σκλάβων είναι γυναίκες.

Ενα ποίημα

«Είμαι νέγρος:
μαύρος όπως η νύχτα είναι μαύρη,
μαύρος όπως τα βάθη της Αφρικής μου.

Ημουν σκλάβος:
ο Καίσαρας μου είπε να σφουγγαρίσω τα σκαλοπάτια.
Λουστράρισα τις μπότες του Ουάσιγκτον.

Ημουν εργάτης:
Οι πυραμίδες υψώθηκαν κάτω από το δικό μου χέρι.
Εκαμα το τσιμέντο του κτίριου Γουόλγορθ.

Ημουν τραγουδιστής:
Σε όλη μου την πορεία από την Αφρική έως την Τζεόρτζια
έφερνα τα λυπητερά μου τραγούδια.
Ανακάλυψα τον ρυθμό ράγκταϊμ.

Ημουν θύμα:
Στο Κόγκο οι Βέλγοι μου έκοψαν τα χέρια.
Τώρα στο Τέξας με λιντσάρουν.

Είμαι νέγρος:
Μαύρος όπως η νύχτα είναι μαύρη,
μαύρος όπως τα βάθη της Αφρικής μου».

Του Αφροαμερικανού Λάνγκστον Χιουζ (1902-1967), στη μετάφραση του Δημήτρη Σταύρου («Νέγροι ποιητές», Πρόσπερος 1982)